του Ρωμανού Οικονομίδη
Τις
προάλλες είχα την ευκαιρία να παραβρεθώ
σε ένα Συνέδριο οικονομίας και διεθνών
σχέσεων. Εκεί, ένας εκ των ομιλητών
-καθηγητής πολιτικών και οικονομικών
επιστημών- ανέπτυξε στην ομιλία του τη
σημασία της πτώσης του τείχους του
Βερολίνου και τα συμπεράσματα που
εξάγονται για το σήμερα. Βασική του
ιδέα, λοιπόν, ήταν ότι το γεγονός αυτό
πριν 25 χρόνια σηματοδότησε την νίκη της
δυτικής δημοκρατίας και του καπιταλισμού
έναντι του κομμουνιστικού μοντέλου.
Παρατήρησε, όμως, στη συνέχεια ότι πολλά
προβλήματα που νομίσαμε λυμένα,
επανέρχονται στο προσκήνιο. Η αντίφαση
αυτή, με έβαλε σε σκέψεις κι αυτές θα
προσπαθήσω να αποτυπώσω σε τούτο το
άρθρο.
Πράγματι,
η επανένωση της πάλαι ποτέ Ανατολικής
και Δυτικής Γερμανίας, αποτέλεσε την
αρχή του τέλους για τα κομμουνιστικά
καθεστώτα. Βέβαια, οι άνθρωποι ήδη είχαν
αρχίσει να γυρνάνε την πλάτη στον
«υπαρκτό σοσιαλισμό», καθώς οι χιλιάδες
Ανατολικογερμανοί που επιχειρούσαν να
περάσουν στην αντίπερα όχθη, ήταν η
κύρια αιτία της ανέγερσης του τείχους.
Φαίνεται, όμως, ότι κανένα φυσικό εμπόδιο
δεν μπόρεσε να αναστρέψει αυτήν τους
την επιθυμία. Πολλοί, έτρεξαν να
βροντοφωνάξουν πως από εκείνη την ημέρα
και μετά, ο καπιταλισμός θα κατάφερνε
να αναπτυχθεί ελεύθερος, να κυριαρχήσει
και να δώσει απαντήσεις σε όλα τα
προβλήματα των κοινωνιών. Η πραγματικότητα,
όμως, 25 χρόνια μετά είναι διαφορετική.
Μετά από μια περίοδο πλαστής ευμάρειας,
η Ευρώπη αντιμετωπίζει την μεγαλύτερη
εν καιρώ ειρήνης κρίση της και τα αιτήματα
για περισσότερη Δημοκρατία, κοινωνική
δικαιοσύνη και ορθολογικότερη ανάπτυξη
ξαναγίνονται επίκαιρα. Αναμενόμενο,
από την μια, καθώς στον 21ο
αιώνα τίποτα δεν μένει στάσιμο, από την
άλλη, μαρτυρά την αδυναμία των παραδοχών
που έγιναν μετά την πτώση του τείχους
και πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η
οικοδόμηση της Ευρώπης.
Συγκεκριμένα,
αξίζει να αναρωτηθούμε από πού προήλθε
η έντονη επιθυμία των λαών για μετάβαση
στον δυτικό κόσμο. Προφανώς, δεν έγιναν
ξαφνικά θαυμαστές του μοντέλου της
ελεύθερης αγοράς, ούτε γοητεύτηκαν από
το επιχειρείν. Η αλήθεια, ίσως βρίσκεται
στο ότι από τη φύση του ο άνθρωπος θα
κυνηγά συνεχώς την βελτίωση της ποιότητας
της ζωής του. Έτσι, λοιπόν, με τα δεδομένα
εκείνης της εποχής ελάχιστοι θα είχαν
το κουράγιο να αγωνιστούν για μια
«ουτοπία» που πολλές φορές εξελίχθηκε
σε εφιάλτη, πολύ περισσότερο οι νέοι
αυτών των καθεστώτων που δεν είχαν τις
σκοτεινές εμπειρίες του Παγκοσμίου
Πολέμου. Με αυτό τον τρόπο, ήρθε «το
τέλος της ιστορίας» για τον κομμουνισμό
ως μοντέλο οργάνωσης των κρατών. Εδώ,
όμως, μαζί με τα ξερά καίγονται και τα
χλωρά.
Αξίες
και ιδέες όπως η δύναμη της συλλογικότητας,
η δίκαιη λιτότητα, η αταλάντευτη προσήλωση
στους εθνικούς στόχους, η εναρμονισμένη
με την παραγωγή κατανάλωση, χάθηκαν
αδικαιολόγητα από την καθημερινή ζωή
των Ευρωπαίων. Εκ των πραγμάτων,
αποδεικνύεται σήμερα ότι το μοντέλο
του καπιταλισμού σε αυτή του μορφή είναι
ανάπηρο και χρειάζεται άμεσα να
μεταρρυθμιστεί προς άλλη κατεύθυνση.
Συνεπώς, θα πρέπει να αναθεωρήσουμε
διάφορες αυθαίρετες παραδοχές που
έγιναν στο παρελθόν και να μεταφέρουμε
στο σήμερα
τις αξίες που προανέφερα με τη μορφή
γενναίων θεσμικών αλλαγών στην ευρωπαϊκή
οικονομία.
Αυτή η πρόταση, δεν έχει να
κάνει με κανένα αναχρονισμό. Αναχρονισμός
είναι να προσπαθείς να επαναφέρεις –και
να πιστεύεις ότι- μια κατάσταση που
ανήκει στην ιστορία και απέτυχε, θα
δώσει απαντήσεις στο σήμερα. Ένα μεγάλο
μέρος της Αριστεράς, απαλλαγμένο από
τη δυσκολία της μεταφοράς των αξιών στη
σημερινή πραγματικότητα, υποπίπτει σε
αυτό το σφάλμα και υπόσχεται επιστροφή
σε ένα παρελθόν, που όχι μόνο χρεοκόπησε,
αλλά δεν ήταν και δικό της δημιούργημα.
Πιστεύει, δηλαδή, αυτή η Αριστερά, ότι
με την αύξηση της κατανάλωσης κι όχι
της παραγωγής πρώτα, θα ανακάμψει η
οικονομία. Αυτό, μπορεί να απαντάει σε
ένα μέρος του προβλήματος, όπως στο Νότο
(ειδικά στην Ελλάδα), αλλά ουσιαστικά
αναπαράγει το παλαιό αποτυχημένο
μοντέλο.
Εν
κατακλείδι, θεωρώ ότι έπειτα από 25 χρόνια
ευρωπαϊκής ιστορίας από την πτώση του
τείχους του Βερολίνου, οι «αλήθειες»
που παρουσίασαν στους εαυτούς τους τόσο
οι «ηττημένοι» του ανατολικού μπλόκ ,
όσο και οι «νικητές» του δυτικού κόσμου,
έχουν καταρρεύσει. Των μεν από καιρό,
των δε εσχάτως. Το διακύβευμα σήμερα,
κι εδώ συνοψίζεται η ουσία του κειμένου,
είναι αν θα μπορέσουμε να εισάγουμε
πρώτα στην καθημερινότητα κι ύστερα
στη Δημοκρατία και την οικονομία μας,
αξίες και ιδέες του Σοσιαλισμού, που
αισχυντηλά καταχωνιάσαμε χρόνια σε μια
γωνιά, είτε ζαλισμένοι από την κυριαρχία
του νεοφιλελευθερισμού, είτε από αφέλεια.
Στο χέρι μας να αποδείξουμε στον
Φουκουγιάμα πόσο λάθος έκανε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου