Ο Ραφαέλε Σιμόνε είναι
καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης (Roma Tre). Στη γλώσσα
μας κυκλοφορεί το βιβλίο του «Το μειλίχιο τέρας» (Πόλις, 2011). Το
ακόλουθο κείμενό του είναι απόσπασμα εισήγησής του σε θεωρητικό συμπόσιο
που έγινε τον περασμένο Μάρτιο στη Ρώμη, με θέμα την επανεξέταση της
κουλτούρας της Αριστεράς.
Γιατί η κρίση δεν μετατόπισε τον δυτικό κόσμο προς τα αριστερά ή τουλάχιστον λίγο περισσότερο προς τα αριστερά; Στο βιβλίο μου «Το μειλίχιο τέρας», προσπάθησα να περιγράψω τους βαθύτερους λόγους αυτού του γεγονότος. Εδώ και δύο δεκαετίες ο ιδεολογικός και πολιτιστικός άξονας του δυτικού κόσμου έγειρε προς τα δεξιά, δηλαδή προς έναν ορίζοντα κατανάλωσης και διασκέδασης, προσωπικού εγωισμού και αυξανόμενης σύγχυσης μεταξύ πραγματικότητας και φανταστικής επινόησης –τρία κομβικά γνωρίσματα της παγκοσμιοποιημένης νεωτερικότητας. Ορίζοντας κατανάλωσης και διασκέδασης σημαίνει ότι τον δυτικό άνθρωπο τον ενδιαφέρει όλο και λιγότερο το καθεστώς ολιγάρκειας, αυστηρότητας και φειδούς που εξέφραζαν τα κλασικά σοσιαλιστικά ιδεώδη, ενώ στην κατανάλωση εμπορευμάτων έχει προστεθεί και η πολύ εντατική κατανάλωση ενέργειας, περιβάλλοντος και πόρων.
Προσωπικός εγωισμός σημαίνει ότι η συμπάθεια και η συμπόνια (θεμελιώδη «σοσιαλιστικά συναισθήματα») δεν είναι πλέον προσωπικές συμπεριφορές, αλλά έχουν μεταφερθεί με ανάθεση σε οργανώσεις οι οποίες τις ασκούν ως επάγγελμα, όντας αληθινές «βιομηχανίες του καλού» (επί πληρωμή). Σύγχυση μεταξύ πραγματικότητας και φανταστικής επινόησης σημαίνει ότι η αυστηρή διάκριση μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας (δύσκολη κατάκτηση της επιστημονικής στάσης απέναντι στην πραγματικότητα) είναι ανώφελη ή σε κάθε περίπτωση λιγότερο επιθυμητή: το πραγματικό δεν το αναζητούν αλλά το αποφεύγουν. Για όλους αυτούς τους λόγους, έχει διαλυθεί ο λαός της Αριστεράς, οι σοσιαλιστές άνδρες και οι σοσιαλίστριες γυναίκες, εκείνες οι γενεές ανθρώπων που κάποτε ήταν έτοιμες να παλέψουν για την επικράτηση των ιδεών τους. Σήμερα, σε διάφορες χώρες, η εργατική τάξη έχασε το ειδικό της βάρος και άρχισε να ψηφίζει τη Δεξιά, ως σίγουρη εγγύηση της ελπίδας να γίνει και αυτή, αργά ή γρήγορα, αστική τάξη.
Κάτω από έναν παρόμοιο ουρανό, κάθε προσπάθεια να στραφούμε προς τα αριστερά μού φαίνεται εξίσου δύσκολη όσο και ηρωική. Τη δυσκολία του καθήκοντος τη βλέπουμε πιο καθαρά αν αναφέρουμε τα προκαταρκτικά βήματα που χρειάζεται να κάνουμε πριν αρχίσουμε. Το πρώτο έγκειται στο να κατανοήσουμε ποιοι είναι εκείνοι που αποτελούν σήμερα τον λαό της Αριστεράς – ζήτημα θεμελιώδες, δεδομένου ότι αυτός ο λαός είναι που θα ψηφίσει την Αριστερά και ότι, αν κάνουμε λάθος στον αποδέκτη, το μήνυμά μας θα πέσει στο κενό. Σχετικά με αυτό, θα ήταν χρήσιμο να αντιληφθούμε ότι σήμερα ο λαός της Αριστεράς μόνον κατά ένα μέρος αποτελείται από «εργατική τάξη»· πρόκειται, αντίθετα, για απογοητευμένη αστική τάξη (νέοι που βλέπουν με ανησυχία το μέλλον και ονειρεύονται να αλλάξουν τον κόσμο, εκπαιδευτικοί ή γενικά δημόσιοι υπάλληλοι), για διανοούμενους διαφόρου επιπέδου και χαρακτήρα (ένα μέρος των οποίων βλέπει τις αιτίες και τα αποτελέσματα καλύτερα από τόσους άλλους) και για ανθρώπους που κυριαρχούνται από ένα τόσο ισχυρό πνεύμα δικαιοσύνης ώστε να επιδιώκουν τη δικαιοσύνη ακόμη και με τίμημα τη θυσία του προσωπικού τους συμφέροντος. Θα πρέπει με δυο λόγια να αντιληφθούμε ότι σήμερα ο λαός της Αριστεράς αποτελείται από «οραματιστές» (ανθρώπους που πιστεύουν σε ένα καλύτερο μέλλον, έστω και αν δεν βλέπουν ακόμη το περίγραμμά του), από «ανθρωπιστές» (ανθρώπους που φτάνουν ώς το σημείο να παραγνωρίζουν τα ιδιαίτερα προσωπικά τους συμφέροντα) και από «δυσαρεστημένους».
Ενα παρόμοιο μείγμα είναι άραγε αυτό που χρειάζεται για την υπόθεση της Αριστεράς; Οποια και αν είναι η απάντηση, δεν έχουμε δυνατότητα επιλογής. Οφείλουμε να το αποδεχθούμε και να ελπίσουμε ότι θα είναι μια στέρεη και ανθεκτική βάση, γιατί αυτός που έχει ανάγκη την Αριστερά δεν είναι η μια ή η άλλη κοινωνική ομάδα, αλλά ο πλανήτης ολόκληρος. Ενα άλλο προκαταρκτικό βήμα, πιο ουσιαστικό, έγκειται στο να ξαναγίνουν εκείνα τα ιστορικά ραντεβού στα οποία έλειπε η ευρωπαϊκή Αριστερά (και η απουσία της είχε βαρύτατες συνέπειες). Καθώς δεν πήγε σε αυτά τα ραντεβού επειδή δεν τα θεώρησε σημαντικά ή απλώς δεν αντιλήφθηκε ότι γίνονταν, η Αριστερά δεν διαθέτει πολιτικές απαντήσεις στα μεγάλα θέματα που εκείνα τα ραντεβού έθεταν. Για να γίνει σαφές τι εννοώ, θα αρκούσε ένα παράδειγμα: η Αριστερά δεν κατανόησε ότι η ψηφιακή επανάσταση, που άρχισε στη δεκαετία του 1980, δεν ήταν μια απλή τεχνολογική ανανέωση, αλλά κάτι πολύ πιο βαθύ και ριζικό, κάτι που θα τροποποιούσε την παγκόσμια οικονομία, θα άλλαζε τον νου και τη νοοτροπία των προσώπων (ιδίως των νέων), θα ευνοούσε τη γέννηση και τον θάνατο ολόκληρων τομέων της οικονομίας κ.λπ. Ενα άλλο ραντεβού στο οποίο έλειπε η Αριστερά ήταν εκείνο της μαζικής μετανάστευσης, που ακολούθησε την πτώση των κομμουνιστικών τειχών.
Μολονότι οι πρώτες μεταναστεύσεις από τον κομμουνιστικό κόσμο χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1980, κανένα κόμμα της Αριστεράς δεν επεξεργάστηκε ούτε μια σαφή ιδέα γι’ αυτό το φαινόμενο ούτε προβλέψεις για την εξέλιξή του ούτε σοβαρές ιδέες για την αντιμετώπισή του. Η ευρωπαϊκή απάντηση ήταν πάντοτε: αφήστε να έρθουν σε μας κι έπειτα βλέπουμε! Παρόμοια, κανείς στην Αριστερά δεν αναρωτήθηκε τι ήταν και τι θα γινόταν η παγκοσμιοποίηση, κυρίως στο οικονομικό πεδίο. Κανείς δεν κατανόησε ότι, με την παγκοσμιοποίηση, μια νέα κλίμακα, η πλανητική, ερχόταν να προστεθεί στις κλίμακες στις οποίες έπρεπε να ασκείται η πολιτική δράση. Υπήρξε μήπως κανείς που να εκτίμησε τις συνέπειες αυτού του θεαματικού νεωτερισμού; Υπήρξε κανείς που να αντιλήφθηκε ότι σε αυτήν την κλίμακα δεν ήταν δυνατό να δοθεί κάποιος τύπος κυβέρνησης και ελέγχου και ότι δημιουργούνταν πλανητικές ομάδες διακυβέρνησης εντελώς διαφορετικές από τις κυβερνήσεις των κρατών; Και εδώ αφήσαμε τα πράγματα να πάρουν μόνα τους τον δρόμο τους. Αργά ή γρήγορα, σκεφτόμασταν, το ζήτημα θα ρυθμιζόταν. Τώρα που οι ζημιές της παγκοσμιοποίησης στο πεδίο της οικονομίας και της εργασίας είναι μπροστά στα μάτια όλων, η Αριστερά δεν είναι καν σε θέση να ανασυνθέσει την ιστορία του φαινομένου. Είπα προηγουμένως ότι τις ιδέες της Αριστεράς τις έχει ανάγκη όχι μόνον η μια ή η άλλη χώρα, αλλά ο πλανήτης ολόκληρος.
Η πελώρια ποσότητα φτώχειας, βίας και καταπίεσης που κυριαρχεί στον πλανήτη παραπέμπει γι’ άλλη μια φορά στα ιδεώδη της Αριστεράς, γιατί δεν υπάρχουν άλλες φιλοσοφίες που μπορούν να τη θεραπεύσουν. Η εκμετάλλευση της εργασίας, η ακραία όξυνση των διαφορών μεταξύ των πολύ πλούσιων και των εξαθλιωμένων, η φτώχεια των χωρών του Τρίτου Κόσμου, οι πλανητικές μαφίες των ναρκωτικών και της πορνείας είναι κομβικής σημασίας λόγοι για να αφυπνιστούν, μετά το μακρύ τους ύπνο, οι ιδέες της Αριστεράς. Με άλλα λόγια, το πρώτο σημείο ενός αριστερού προγράμματος έγκειται στο να αντιταχθούμε στο πνεύμα των καιρών, στο να ξανασκεφτούμε την παγκοσμιοποιημένη νεωτερικότητα και να καταπολεμήσουμε τις καταστρεπτικές επιπτώσεις της.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Γιατί η κρίση δεν μετατόπισε τον δυτικό κόσμο προς τα αριστερά ή τουλάχιστον λίγο περισσότερο προς τα αριστερά; Στο βιβλίο μου «Το μειλίχιο τέρας», προσπάθησα να περιγράψω τους βαθύτερους λόγους αυτού του γεγονότος. Εδώ και δύο δεκαετίες ο ιδεολογικός και πολιτιστικός άξονας του δυτικού κόσμου έγειρε προς τα δεξιά, δηλαδή προς έναν ορίζοντα κατανάλωσης και διασκέδασης, προσωπικού εγωισμού και αυξανόμενης σύγχυσης μεταξύ πραγματικότητας και φανταστικής επινόησης –τρία κομβικά γνωρίσματα της παγκοσμιοποιημένης νεωτερικότητας. Ορίζοντας κατανάλωσης και διασκέδασης σημαίνει ότι τον δυτικό άνθρωπο τον ενδιαφέρει όλο και λιγότερο το καθεστώς ολιγάρκειας, αυστηρότητας και φειδούς που εξέφραζαν τα κλασικά σοσιαλιστικά ιδεώδη, ενώ στην κατανάλωση εμπορευμάτων έχει προστεθεί και η πολύ εντατική κατανάλωση ενέργειας, περιβάλλοντος και πόρων.
Προσωπικός εγωισμός σημαίνει ότι η συμπάθεια και η συμπόνια (θεμελιώδη «σοσιαλιστικά συναισθήματα») δεν είναι πλέον προσωπικές συμπεριφορές, αλλά έχουν μεταφερθεί με ανάθεση σε οργανώσεις οι οποίες τις ασκούν ως επάγγελμα, όντας αληθινές «βιομηχανίες του καλού» (επί πληρωμή). Σύγχυση μεταξύ πραγματικότητας και φανταστικής επινόησης σημαίνει ότι η αυστηρή διάκριση μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας (δύσκολη κατάκτηση της επιστημονικής στάσης απέναντι στην πραγματικότητα) είναι ανώφελη ή σε κάθε περίπτωση λιγότερο επιθυμητή: το πραγματικό δεν το αναζητούν αλλά το αποφεύγουν. Για όλους αυτούς τους λόγους, έχει διαλυθεί ο λαός της Αριστεράς, οι σοσιαλιστές άνδρες και οι σοσιαλίστριες γυναίκες, εκείνες οι γενεές ανθρώπων που κάποτε ήταν έτοιμες να παλέψουν για την επικράτηση των ιδεών τους. Σήμερα, σε διάφορες χώρες, η εργατική τάξη έχασε το ειδικό της βάρος και άρχισε να ψηφίζει τη Δεξιά, ως σίγουρη εγγύηση της ελπίδας να γίνει και αυτή, αργά ή γρήγορα, αστική τάξη.
Κάτω από έναν παρόμοιο ουρανό, κάθε προσπάθεια να στραφούμε προς τα αριστερά μού φαίνεται εξίσου δύσκολη όσο και ηρωική. Τη δυσκολία του καθήκοντος τη βλέπουμε πιο καθαρά αν αναφέρουμε τα προκαταρκτικά βήματα που χρειάζεται να κάνουμε πριν αρχίσουμε. Το πρώτο έγκειται στο να κατανοήσουμε ποιοι είναι εκείνοι που αποτελούν σήμερα τον λαό της Αριστεράς – ζήτημα θεμελιώδες, δεδομένου ότι αυτός ο λαός είναι που θα ψηφίσει την Αριστερά και ότι, αν κάνουμε λάθος στον αποδέκτη, το μήνυμά μας θα πέσει στο κενό. Σχετικά με αυτό, θα ήταν χρήσιμο να αντιληφθούμε ότι σήμερα ο λαός της Αριστεράς μόνον κατά ένα μέρος αποτελείται από «εργατική τάξη»· πρόκειται, αντίθετα, για απογοητευμένη αστική τάξη (νέοι που βλέπουν με ανησυχία το μέλλον και ονειρεύονται να αλλάξουν τον κόσμο, εκπαιδευτικοί ή γενικά δημόσιοι υπάλληλοι), για διανοούμενους διαφόρου επιπέδου και χαρακτήρα (ένα μέρος των οποίων βλέπει τις αιτίες και τα αποτελέσματα καλύτερα από τόσους άλλους) και για ανθρώπους που κυριαρχούνται από ένα τόσο ισχυρό πνεύμα δικαιοσύνης ώστε να επιδιώκουν τη δικαιοσύνη ακόμη και με τίμημα τη θυσία του προσωπικού τους συμφέροντος. Θα πρέπει με δυο λόγια να αντιληφθούμε ότι σήμερα ο λαός της Αριστεράς αποτελείται από «οραματιστές» (ανθρώπους που πιστεύουν σε ένα καλύτερο μέλλον, έστω και αν δεν βλέπουν ακόμη το περίγραμμά του), από «ανθρωπιστές» (ανθρώπους που φτάνουν ώς το σημείο να παραγνωρίζουν τα ιδιαίτερα προσωπικά τους συμφέροντα) και από «δυσαρεστημένους».
Ενα παρόμοιο μείγμα είναι άραγε αυτό που χρειάζεται για την υπόθεση της Αριστεράς; Οποια και αν είναι η απάντηση, δεν έχουμε δυνατότητα επιλογής. Οφείλουμε να το αποδεχθούμε και να ελπίσουμε ότι θα είναι μια στέρεη και ανθεκτική βάση, γιατί αυτός που έχει ανάγκη την Αριστερά δεν είναι η μια ή η άλλη κοινωνική ομάδα, αλλά ο πλανήτης ολόκληρος. Ενα άλλο προκαταρκτικό βήμα, πιο ουσιαστικό, έγκειται στο να ξαναγίνουν εκείνα τα ιστορικά ραντεβού στα οποία έλειπε η ευρωπαϊκή Αριστερά (και η απουσία της είχε βαρύτατες συνέπειες). Καθώς δεν πήγε σε αυτά τα ραντεβού επειδή δεν τα θεώρησε σημαντικά ή απλώς δεν αντιλήφθηκε ότι γίνονταν, η Αριστερά δεν διαθέτει πολιτικές απαντήσεις στα μεγάλα θέματα που εκείνα τα ραντεβού έθεταν. Για να γίνει σαφές τι εννοώ, θα αρκούσε ένα παράδειγμα: η Αριστερά δεν κατανόησε ότι η ψηφιακή επανάσταση, που άρχισε στη δεκαετία του 1980, δεν ήταν μια απλή τεχνολογική ανανέωση, αλλά κάτι πολύ πιο βαθύ και ριζικό, κάτι που θα τροποποιούσε την παγκόσμια οικονομία, θα άλλαζε τον νου και τη νοοτροπία των προσώπων (ιδίως των νέων), θα ευνοούσε τη γέννηση και τον θάνατο ολόκληρων τομέων της οικονομίας κ.λπ. Ενα άλλο ραντεβού στο οποίο έλειπε η Αριστερά ήταν εκείνο της μαζικής μετανάστευσης, που ακολούθησε την πτώση των κομμουνιστικών τειχών.
Μολονότι οι πρώτες μεταναστεύσεις από τον κομμουνιστικό κόσμο χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1980, κανένα κόμμα της Αριστεράς δεν επεξεργάστηκε ούτε μια σαφή ιδέα γι’ αυτό το φαινόμενο ούτε προβλέψεις για την εξέλιξή του ούτε σοβαρές ιδέες για την αντιμετώπισή του. Η ευρωπαϊκή απάντηση ήταν πάντοτε: αφήστε να έρθουν σε μας κι έπειτα βλέπουμε! Παρόμοια, κανείς στην Αριστερά δεν αναρωτήθηκε τι ήταν και τι θα γινόταν η παγκοσμιοποίηση, κυρίως στο οικονομικό πεδίο. Κανείς δεν κατανόησε ότι, με την παγκοσμιοποίηση, μια νέα κλίμακα, η πλανητική, ερχόταν να προστεθεί στις κλίμακες στις οποίες έπρεπε να ασκείται η πολιτική δράση. Υπήρξε μήπως κανείς που να εκτίμησε τις συνέπειες αυτού του θεαματικού νεωτερισμού; Υπήρξε κανείς που να αντιλήφθηκε ότι σε αυτήν την κλίμακα δεν ήταν δυνατό να δοθεί κάποιος τύπος κυβέρνησης και ελέγχου και ότι δημιουργούνταν πλανητικές ομάδες διακυβέρνησης εντελώς διαφορετικές από τις κυβερνήσεις των κρατών; Και εδώ αφήσαμε τα πράγματα να πάρουν μόνα τους τον δρόμο τους. Αργά ή γρήγορα, σκεφτόμασταν, το ζήτημα θα ρυθμιζόταν. Τώρα που οι ζημιές της παγκοσμιοποίησης στο πεδίο της οικονομίας και της εργασίας είναι μπροστά στα μάτια όλων, η Αριστερά δεν είναι καν σε θέση να ανασυνθέσει την ιστορία του φαινομένου. Είπα προηγουμένως ότι τις ιδέες της Αριστεράς τις έχει ανάγκη όχι μόνον η μια ή η άλλη χώρα, αλλά ο πλανήτης ολόκληρος.
Η πελώρια ποσότητα φτώχειας, βίας και καταπίεσης που κυριαρχεί στον πλανήτη παραπέμπει γι’ άλλη μια φορά στα ιδεώδη της Αριστεράς, γιατί δεν υπάρχουν άλλες φιλοσοφίες που μπορούν να τη θεραπεύσουν. Η εκμετάλλευση της εργασίας, η ακραία όξυνση των διαφορών μεταξύ των πολύ πλούσιων και των εξαθλιωμένων, η φτώχεια των χωρών του Τρίτου Κόσμου, οι πλανητικές μαφίες των ναρκωτικών και της πορνείας είναι κομβικής σημασίας λόγοι για να αφυπνιστούν, μετά το μακρύ τους ύπνο, οι ιδέες της Αριστεράς. Με άλλα λόγια, το πρώτο σημείο ενός αριστερού προγράμματος έγκειται στο να αντιταχθούμε στο πνεύμα των καιρών, στο να ξανασκεφτούμε την παγκοσμιοποιημένη νεωτερικότητα και να καταπολεμήσουμε τις καταστρεπτικές επιπτώσεις της.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου