Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

Ούλριχ Μπεκ: «Πρέπει να αλλάξει η αντίληψη που έχουμε για τον κόσμο»

Ο κόσμος ήταν ανέκαθεν γεμάτος κινδύνους, συχνά θανατηφόρους. Ο Ούλριχ Μπεκ είναι ο πρώτος κοινωνιολόγος που εκπόνησε ένα σύστημα αντιμετώπισής τους βασισμένο στην ίδια τη λογική των κινδύνων - διατυπωμένο στην περίφημη θεωρία του περί κοινωνίας του ρίσκου. Ο πυρήνας της θεωρίας είναι ότι το ρίσκο διαφέρει σαφώς από την καταστροφή: το ρίσκο είναι απλώς η πρόληψη μελλοντικών καταστροφών και η προβολή τους στο παρόν με στόχο την έγκαιρη ματαίωσή τους - μέσω της θεωρίας των πιθανοτήτων, ασφαλιστικών ρυθμίσεων και ποικίλων προληπτικών μέτρων. Η αρχική μορφή της θεωρίας ωστόσο, που εκπονήθηκε τη δεκαετία του '80, δεν ανταποκρίνεται πλέον στις σημερινές ανάγκες που είναι η αντιμετώπιση όλο και περισσότερων παγκόσμιων ρίσκων, όπως η κλιματική αλλαγή, η «νέα εξαθλίωση» εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων ή οι χρηματιστικές κρίσεις. Γι' αυτό και ο κ. Μπεκ την εμπλουτίζει συνεχώς με νέους όρους-κλειδιά: «μεταμόρφωση», «κοσμοπολιτικοποίηση», «απελευθερωτικός καταστροφισμός», «κοσμοπολιτικός ρεαλισμός», και πάει λέγοντας. Μερικούς από αυτούς τους εξηγεί στην παρακάτω συνέντευξη.

- Ο κόσμος μας δεν ήταν ποτέ άλλοτε τόσο πολύπλοκος, το λεγόμενο «πλανητικό χωριό» μοιάζει με κουβάρι. Για το ξετύλιγμά του χρειάζονται προφανώς καινούργιες έννοιες. Μία από αυτές, η «μεταμόρφωση», Verwandlung, είναι δική σας επινόηση. Αυτή ακούγεται πολύ ποιητικά - έχει όμως και επιχειρησιακή αξία;
«Νομίζω, ναι. Η μεταμόρφωση είναι έννοια που συνδυάζει την κατάρρευση μιας παλιάς τάξης πραγμάτων με το κανονιστικό πλαίσιο μιας υπό εκκόλαψη καινούργιας. Για τις κοινωνικές επιστήμες, η νέα τάξη πραγμάτων δεν είναι μονόπλευρη αλλά αμφίσημη. Παράδειγμα, η αλλαγή του κλίματος: Η αναζήτηση γρήγορων πολιτικών λύσεων δεν οδήγησε ως τώρα πουθενά - προκαλεί μόνο αμφιβολίες, για να μην πω απόγνωση. Αν όμως εγκαταλείψουμε την εμμονή σε εύκολες λύσεις και αποδεχθούμε ότι η κλιματική αλλαγή αποτελεί παγκόσμιο ρίσκο, που εμπεριέχει ταυτόχρονα τη δυνατότητα πρόληψης της καταστροφής, θα διαπιστώσουμε πως η αλλαγή αυτή δεν απειλεί μόνο το μέλλον μας αλλά έχει αλλάξει και το παρόν μας. Η ιδέα της μεταμόρφωσης αλλάζει εδώ και τώρα τις προϋποθέσεις για την απόκρουση της καταστροφής. Στη θέση του παλιού κανονιστικού ορίζοντα μπαίνει ένας καινούργιος. Στη βάση του μπορούμε να αναζητήσουμε κατόπιν λύση για το κλιματικό πρόβλημα παίρνοντας υπόψη τα συμφέροντα των φτωχών χωρών και οργανώνοντας με νέο τρόπο την κατανάλωση και τον καπιταλισμό».

- Στο Βερολίνο γίνεται αυτή την εποχή μια έκθεση με τον τίτλο «Anthropocene» («Εποχή του ανθρώπου»), που δείχνει ότι ο άνθρωπος έχει γίνει πλέον η σπουδαιότερη αιτία των γεωλογικών αλλαγών και ότι διαμορφώνει τη Γη κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσίν του...
«Το ξέρω, επειδή συμμετείχα στην επιστημονική προετοιμασία της έκθεσης».

- Πολλοί επισκέπτες αποκομίζουν την εντύπωση ότι η καταστροφή του περιβάλλοντος είναι πλέον τόσο γενικευμένη που η κλιματική αλλαγή αποτελεί δευτερεύουσα λεπτομέρεια.
«Ως λεπτομέρεια τη χρησιμοποίησα κι εγώ, για να δείξω ότι συνηθίζουμε να σκεφτόμαστε τη ροή του κόσμου ως γραμμική εξέλιξη. Αυτό προκαλεί όμως απαισιοδοξία, επειδή υποβάλλει την ιδέα ότι πάμε συνεχώς από το κακό στο χειρότερο, με αναπόφευκτο τέλος την καταστροφή. Οσο όμως είμαστε ανίκανοι να καταλάβουμε ότι αυτό που πρέπει να αλλάξει δεν είναι ο κόσμος αλλά η αντίληψη που έχουμε φτιάξει για τον κόσμο, όπως υπαγορεύει η έννοια της μεταμόρφωσης, θα βρισκόμαστε στην κατάσταση μιας κάμπιας, η οποία πιστεύει ότι όλα γύρω της διαλύονται, δεν βλέπει όμως αυτό που βλέπουν όλοι οι άλλοι - ότι θα μπορούσε να μετατραπεί σε πεταλούδα».

- Σε τι διαφέρει η μεταμόρφωση από τα ως τώρα βασικά εργαλεία της κοινωνιολογικής ανάλυσης, όπως η κοινωνική αλλαγή ή η επανάσταση;
«Η κοινωνική αλλαγή λαμβάνει χώρα εντός μιας σταθερής δομής, που είναι η ταξική κοινωνία. Τέτοια αλλαγή αναπαράγει απλώς την κοινωνική δομή, γι' αυτό και είναι πάντα περιορισμένη. Η επανάσταση, πάλι, είναι δογματική: Λέει "αυτό πρέπει να γίνει"! Η μεταμόρφωση, αντίθετα, απλώς "συμβαίνει" - είναι το αποτέλεσμα αμέτρητων παράπλευρων αλλαγών στις οργανώσεις, στους θεσμούς και στην καθημερινή ζωή. Για αυτήν δεν ισχύει, όπως στην περίπτωση της επανάστασης, το διαζευκτικό "ή το ένα ή το άλλο", αλλά το συμπλεκτικό "και το ένα και το άλλο". Γι' αυτό και εν όψει των παγκόσμιων ρίσκων προσφέρει περισσότερες δυνατότητες για τη διάγνωση μιας κατάστασης και την πρόληψη της καταστροφής».

- Σε έναν «μεταμορφωμένο» κόσμο ανθούν και άλλες καινούργιες έννοιες, όπως η κοσμοπολιτικοποίηση. Εχει σχέση με τον κοσμοπολιτισμό;
«Ο κοσμοπολιτισμός είναι θεωρητική κατασκευή, που ανάγεται στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και χρησιμοποιήθηκε στη νεότερη εποχή από όλους τους μεγάλους διαφωτιστές - από τον Ιμάνουελ Καντ ως τον Γιούργκεν Χάμπερμας. Μόνο που ο όρος έχει ένα ψεγάδι: εκείνο της θαυμάσιας αλλά όχι ρεαλιστικής ιδέας. Η κοσμοπολιτικοποίηση, ως πρακτική διαδικασία, δεν έχει σχέση με τον κοσμοπολιτισμό. Με την έννοια αυτή θέλω να δείξω ότι στις αρχές του 21ου αιώνα ζούμε σε μια πραγματικότητα στην οποία δεν έχουν πλέον εφαρμογή οι μέχρι πρότινος ισχύουσες αρχές της συμβίωσης μεταξύ κρατών και ηπείρων. Επιγραμματικά, κοσμοπολιτικοποίηση σημαίνει τον εγκλεισμό των αποκλεισμένων - κάτι που συχνά γίνεται με καταναγκαστικό τρόπο. Ενα παράδειγμα για αυτό είναι τα εκατομμύρια άτομα από χώρες του Τρίτου Κόσμου, που για να επιζήσουν αναγκάζονται να πουλάνε σωματικά τους όργανα, όπως νεφρά, μάτια, ή συκώτι, σε πλούσιους ασθενείς στη Δύση. Το αποτέλεσμα είναι μια μοντέρνα μορφή συμβίωσης: η συγχώνευση δύο άνισων κόσμων μέσω της ιατρικής τεχνολογίας. Στα σώματα των ατόμων συνενώνονται ήπειροι, ράτσες, τάξεις, έθνη και θρησκείες. Μουσουλμανικά νεφρά καθαρίζουν χριστιανικό αίμα, άσπροι ρατσιστές αναπνέουν με πνεύμονες μαύρων. Ετσι προκύπτει ο λεγόμενος "βιοπολιτικός κοσμοπολίτης". Τέτοια λιγότερο φρικιαστικά δείγματα εγκλεισμού του αποκλεισμένου βλέπουμε άπειρα στην καθημερινή ζωή, για παράδειγμα, στα ράφια των καταστημάτων, που είναι γεμάτα με προϊόντα, που προέρχονται από την αδυσώπητη εκμετάλλευση των κατοίκων του Τρίτου Κόσμου από δυτικές επιχειρήσεις. Και αυτό αποτυπώνεται στα παγκόσμια ρίσκα, που εφορμούν στη ζωή μας: κλιματική αλλαγή, φτώχεια, πυρηνικά όπλα, χρηματιστική κρίση».

- Πώς επιδρά πολιτικά η κοσμοπολιτικοποίηση στην ευρωζώνη;
«Η κατάσταση στην Ελλάδα επηρεάζεται άμεσα από τις αποφάσεις που λαμβάνουν οι χρηματιστές σε άλλα μέρη του κόσμου. Αλλά και εδώ ισχύει η αμφισημία: από τη μία βλέπουμε ανθρώπους, όπως τους τραπεζίτες, να δρουν διακρατικά και να επηρεάζουν τη μοίρα εκατομμυρίων κατοίκων άλλων χωρών, από την άλλη όμως πολλά από τα "θύματά" τους να αντιδρούν ταυτιζόμενα είτε με τις δημοκρατικές δομές και την εθνική κυριαρχία της χώρας τους είτε με ευρωσκεπτικιστικά κινήματα».

- Σας φοβίζει η PEGIDA;
(σ.σ.: το ρατσιστικό κίνημα «Ευρωπαίοι πατριώτες εναντίον του εξισλαμισμού της Εσπερίας» που κάνει τελευταία θραύση στην Ανατολική Γερμανία)
«Οχι. Το φόντο του κινήματος είναι ότι μετά το 1989 οι Ανατολικογερμανοί αισθάνονταν μειονεκτικά έναντι των Δυτικογερμανών. Το συναίσθημα αυτό εκτονώνεται τώρα, ιδίως από εκείνους που δεν είχαν την ευκαιρία να ανέβουν επαγγελματικά και κοινωνικά. Από την άλλη όμως δεν έχει εμφανιστεί κάποιος διανοούμενος που θα έδινε φωνή και φτερά στο κίνημα. Γι' αυτό και νομίζω ότι σύντομα θα ξεθυμάνει - όπως και τόσα άλλα ως σήμερα».

-Τι ρόλο παίζει η κυβέρνηση Μέρκελ στην άνοδο του ευρωσκεπτικισμού;
«Πολύ άσχημο. Η γερμανική πολιτική της αποταμίευσης δίνει φτερά στους ευρωσκεπτικιστές όλων των χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας. Η λεγόμενη "τυχαία αυτοκρατορία" ("accidental empire") της γερμανικής αποταμιευτικής ορθοδοξίας έχει καταστρεπτικές συνέπειες στην Ευρωπαϊκή Ενωση: αυξανόμενα ποσοστά αυτοκτονίας στις χώρες του Νότου, τεράστια ανεργία στη νεολαία, αποσύνθεση των μεσαίων στρωμάτων, αυξανόμενη αντιγερμανική έχθρα σε Ελλάδα, Γαλλία και Ιταλία. Η "Ευρώπη των πολιτών", που θα συμπεριελάμβανε τους Ρώσους, είναι προς το παρόν ξένη στο Βερολίνο».

- Αναφορικά με την τρέχουσα διαμάχη μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας, έχω την εντύπωση ότι οι ρίζες της βρίσκονται στο 1989, όταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ μιλούσε για «κοινό ευρωπαϊκό σπίτι» και πολλοί γερμανοί πολιτικοί δήλωναν σύμφωνοι μαζί του. Δεν θα ήταν πολύ καλύτερο για τη Γερμανία να είχε προχωρήσει αυτή η ιδέα αντί να αντικατασταθεί από την ασταθή «στρατηγική συμμαχία» των δύο χωρών, που κατέρρευσε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα μόλις ξέσπασε η πρώτη σοβαρή κρίση, εκείνη της Ουκρανίας;
«Με την τελευταία διαπίστωσή σας συμφωνώ, όχι όμως με τον τρόπο με τον οποίο τη θεμελιώνετε. Περί το 1989 υπήρχαν όντως δύο ιδέες που ηλέκτριζαν την Ευρώπη: η μία ήταν να μπει η Ρωσία στο ΝΑΤΟ, η άλλη να μπει στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Για μένα ήταν θαυμάσιες και οι δύο. Και αυτό επειδή και μόνο μια τέτοια συμμετοχή θα ανάγκαζε τη Ρωσία να αλλάξει εσωτερικά προς όφελος της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δυσκολεύομαι να πω ποιος φταίει για την αποτυχία και των δύο. Προς το παρόν όμως βιώνουμε μιαν άλλη κατάσταση, η οποία προκύπτει από τη σύγκρουση δύο αντιθετικών αντιλήψεων αναφορικά με το έθνος: Από τη μία εκείνη της Μόσχας, η οποία εμμένει στο παραδοσιακό "εθνικό έθνος", από την άλλη αυτή του Βερολίνου, που προτάσσει το "ανοιχτό στον κόσμο έθνος" εν όψει της αβέβαιης τύχης όλων των εθνών. Η πρώτη αντίληψη στηρίζεται στην "αρχή της ανεξαρτησίας", που θέλει να βγει και μιλιταριστικά "από πάνω", η δεύτερη στην "αρχή της αμοιβαίας εξάρτησης", που αποβλέπει στη συνεργασία και στην πτώση των "τειχών". Είναι φανερό ότι οι δύο αυτές αντιλήψεις, που κατάγονται από διαφορετικούς αιώνες, είναι ασύμβατες. Αδηλο ποια θα επικρατήσει τελικά».

- Οι υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης, όπως η Ελλάδα, βρίσκονται τα τελευταία χρόνια σε ένα άτυπο καθεστώς εκτάκτου ανάγκης. Οι κυρίαρχοί τους θα έπρεπε να είναι, κατά τον Καρλ Σμιτ, οι εκάστοτε κυβερνώντες. Το αντίθετο όμως συμβαίνει. Οι κυβερνώντες είναι υποχείρια της τρόικας. Με την υποβάθμιση της εθνικής κυριαρχίας υποβαθμίζεται και η κυριαρχία τους επί του καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης. Δεν είναι και αυτό μια επιπλέον απόδειξη ότι χρειαζόμαστε καινούργιες έννοιες για την κατανόηση της κρίσης;
«Απολύτως. Η αντίληψη του Καρλ Σμιτ έχει ως κεντρικό σημείο αναφοράς το εθνικό κράτος. Η λογική της όμως τίθεται εκτός λειτουργίας λόγω της κρίσης. Η λογική των παγκόσμιων ρίσκων λέει ότι οι κυβερνώντες των προβληματικών χωρών δεν διαθέτουν πλέον εκείνη την κυριαρχία που θα τους επέτρεπε να βρουν την απάντηση στην κρίση. Η εθνική κυριαρχία, αλλά και η εθνική περηφάνια, μπορεί να προκύψει μόνο από τη συνεργασία μεταξύ των εθνών και πρέπει να στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαιότητας. Η εθνική "παράγκα" του Καρλ Σμιτ δεν ενδείκνυται για αυτό».

- Είστε ευχαριστημένος με την ευρωπαϊκή πολιτική των Σοσιαλδημοκρατών στο πλαίσιο του κυβερνητικού συνασπισμού τους με τους Χριστιανοδημοκράτες;
«Οχι. Η ευρωπαϊκή γραφή των Σοσιαλδημοκρατών δεν είναι αναγνωρίσιμη στην κυβερνητική πολιτική. Κυριολεκτικά θάβεται. Θα ήταν καλό αν ένας από τους σοσιαλδημοκράτες υπουργούς παρουσίαζε ένα ευρωπαϊκό όραμα για την Ελλάδα ή για μια κοινωνική Ευρώπη. Τίποτε παρόμοιο όμως δεν συμβαίνει - και πρέπει να πω ότι αυτό με έχει απογοητεύσει».

-Τελευταία, αν και όχι με μεγάλη ένταση, έχει αρχίσει ξανά η συζήτηση για το Grexit, την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Θεωρείτε πιθανό τέτοιο ενδεχόμενο;
«Οχι. Κατ' αρχάς δεν υπάρχει καμία νομική βάση για αυτό. Υστερα δεν πρόκειται να γίνει ποτέ πράξη χωρίς την ενεργή συμμετοχή της Ελλάδας. Εξάλλου η Ευρωπαϊκή Ενωση θα πρέπει να αναλάβει την πλήρη αποκατάσταση για την Ελλάδα των ζημιών που θα προέρχονταν από τυχόν έξωση. Απορώ πώς μπορεί να γίνεται λόγος για τόσο εξωπραγματικά σενάρια, πέρα από το ότι δεν βλέπω κάποιον στη Γερμανία να τα υποκινεί».

- Η συζήτηση γίνεται με αναφορά σε ενδεχόμενη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ σε περίπτωση πρόωρων εκλογών...
«Η ευρωπαϊκή πολιτική της Γερμανίας καθορίζεται από τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Σοσιαλδημοκράτες. Τα δύο αυτά μεγάλα κόμματα συνεργούν στη διατήρηση της ενότητας της Ευρώπης ακόμη και όταν δεν συνεργάζονται στην κυβέρνηση. Και μόνο αυτό το γεγονός αποκλείει την έξωση. Εξάλλου η Ανγκελα Μέρκελ δήλωσε πρόσφατα σαφώς ότι η Ευρώπη και κατ' επέκταση η Γερμανία εξαρτώνται άμεσα από την ύπαρξη της Ελλάδας. Η διατήρησή της στην ευρωζώνη υπηρετεί και τα γερμανικά συμφέροντα. Η έξωση είναι λοιπόν αδιανόητη. Ολα τα άλλα είναι φλυαρίες». 
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

"Βιώσιμες πόλεις" στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης

Της Ευαγγελίας Αθανασίου*
Επίκουρη Καθηγήτρια, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
 
Η εισήγηση αναδεικνύει πτυχές της σχέσης ανάμεσα στη συνθήκη της οικονομικής κρίσης και τον στόχο της αστικής βιωσιμότητας. Όπως και η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, η έννοια της αστικής βιωσιμότητας στοιχειοθετήθηκε, στις αρχές της δεκαετίας του '90, ως μία πραγματιστική έννοια διαχείρισης και σχεδιασμού των πόλεων στο πλαίσιο του υπάρχοντος μοντέλου ανάπτυξης και όχι ως εναλλακτική, κοινωνικά μεταρρυθμιστική πρόταση. Είκοσι χρόνια αργότερα, η βιωσιμότητα συρρικνώνεται στη 'πράσινή' της συνιστώσα και ενσωματώνεται στη κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη ρητορική ως μία διάσταση της αστικής ανταγωνιστικότητας. Η 'πράσινη' στρατηγική των πόλεων, παρουσιάζεται ως μία σειρά τεχνικών επιλογών, που δεν συνδέονται με τις πολιτικές και κοινωνικές διαδικασίες που συγκροτούν, αναπαράγουν και εμπεριέχονται στο αστικό περιβάλλον.
Στην Ελλάδα, τα χρόνια της κρίσης, η περιβαλλοντική προστασία τίθεται με όρους αντιφατικούς και αποκλίνοντες στη δημόσια σφαίρα: αφ' ενός παρουσιάζεται ως εμπόδιο στον στόχο της ανάπτυξης, αφ' ετέρου ενσωματώνεται στην ρητορική της 'πράσινης ανάπτυξης', ως στοιχείο προσέλκυσης επενδύσεων. Ειδικότερα, η σχέση της οικονομικής κρίσης με την αστική βιωσιμότητα υλοποιείται σε πολλαπλές χωρικές κλίμακες. 
Εθνικές πολιτικές που νομιμοποιούνται στο πλαίσιο των υποχρεώσεων των Μνημονίων, όπως ο νόμος για τις fast track επενδύσεις, η πολεοδομική μεταρρύθμιση, η 'αξιοποίηση' της δημόσιας γης υπονομεύουν βασικές διαστάσεις του παραδείγματος της βιώσιμής πόλης. 
Τοπικές πρακτικές για την πόλη, όπως οι ήπιες παρεμβάσεις του Δήμου Θεσσαλονίκης στο δημόσιο χώρο και η διεκδίκηση του τίτλου της European Green Capital 2014, επενδύουν στην ρητορική της 'πράσινης πόλης'. Ταυτόχρονα, παραχωρήσεις εδάφους και ευθύνης σε ιδιώτες, η επικείμενη ιδιωτικοποίηση φυσικών πόρων, όπως το νερό, υπονομεύουν βασικές διαστάσεις της κοινωνικής βιωσιμότητας και απογυμνώνουν την πόλη από το πολιτικό της περιεχόμενο.

1.       ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η εισήγηση εστιάζει στην κλίμακα της πόλης και επιχειρεί να φωτίσει πτυχές της σχέσης ανάμεσα στη συνθήκη της οικονομικής κρίσης και τον στόχο της αστικής βιωσιμότητας. Η σχέση διερευνάται στο επίπεδο των συντεταγμένων πολιτικών και της ρητορικής τους, και όχι των παράπλευρων επιπτώσεων της μείωσης των οικονομικών πόρων, στην περιβαλλοντική συμπεριφορά των πολιτών, που είναι πολλές και ποικίλες.
2.ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Η σχέση ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος είναι αντικείμενο συζήτησης τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν διοργανώθηκε από τον ΟΗΕ στη Στοκχόλμη, η πρώτη διάσκεψη κορυφής με θέμα την παγκόσμια περιβαλλοντική κρίση και την ανάγκη παγκόσμιας συνεργασίας για την αντιμετώπισή της . Οι ηγέτες των φτωχών χωρών του κόσμου εμφανίστηκαν τότε δύσπιστοι σε οποιαδήποτε συνεργασία για το περιβάλλον, που απειλούσε να υπονομεύσει τις δικές τους δυνατότητες για ανάπτυξη, στο όνομα της πλανητικής ισορροπίας. Η επίκληση της οικουμενικότητας των περιβαλλοντικών προβλημάτων, του κοινού πλανητικού συμφέροντος και της κοινής ευθύνης για την αναστροφή των περιβαλλοντικών προβλημάτων έγινε αντιληπτή ως μία ακόμη προσπάθεια χειραγώγησής των φτωχών χωρών από τις πλούσιες βιομηχανικές χώρες της Δύσης - από εκείνες δηλαδή που ήταν υπεύθυνες για την περιβαλλοντική κρίση. 

Καμία συμφωνία δεν επετεύχθη και το ζήτημα της φτώχειας αναδείχθηκε στο κέντρο του ενδιαφέροντος. «Δεν είναι η φτώχεια και η ανάγκη οι χειρότερες αιτίες ρύπανσης;» έλεγε η πρωθυπουργός της Ινδίας Ίντιρα Γκάντι στην εναρκτήρια ομιλία της. Η αντίδραση εκείνη των φτωχών μπορεί να ενταχθεί στην παραδοσιακή άποψη που θεωρεί την περιβαλλοντική προστασία ένα «μετα-υλιστικό» ζητούμενο, που διατυπώνεται σε κοινωνίες που έχουν ήδη αναπτυχθεί επαρκώς ώστε να έχουν λύσει τα προβλήματα επιβίωσης και να ανησυχούν πλέον για ζητήματα ποιότητας ζωής. Η προστασία του περιβάλλοντος γίνεται αντιληπτή ως εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη. Στο αντίποδα της παραδοσιακής αυτή προσέγγισης, οι Martinez-Alier και Guha (1997) θεωρούν ότι το ενδιαφέρον για τους φυσικούς πόρους και το περιβάλλον είναι συχνά μέρος της ίδιας της στρατηγικής επιβίωσης των κοινωνιών και επομένως όχι «μετα-υλιστικό» ζητούμενο, αλλά αναγκαία συνθήκη. Τεκμηριώνουν την άποψή τους παρουσιάζοντας περιβαλλοντικά κινήματα που εκδηλώθηκαν σε φτωχές χώρες, όχι με στόχο την βελτίωση της ποιότητας ζωής αλλά την ίδια την επιβίωση παραδοσιακών κοινοτήτων που εξαρτώνται από τους τοπικά διαθέσιμους φυσικούς πόρους και αγωνίζονται για την διατήρησή τους.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, διατυπώθηκαν τα οικονομικά του περιβάλλοντος που προώθησαν την ιδέα ότι η περιβαλλοντική προστασία, όχι μόνο δεν είναι εμπόδιο στην ανάπτυξη αλλά μπορεί και να αποτελέσει εφαλτήριο. Οι θεωρητικοί των οικονομικών του περιβάλλοντος προτείνουν την ένταξη της περιβαλλοντικής προστασίας στους μηχανισμούς της αγοράς και όχι στον έλεγχο του κράτους. Με την απόδοση χρηματικής αξίας στα μέχρι τώρα 'κοινά' περιβαλλοντικά αγαθά, όπως το καθαρό νερό, η ποιότητα της ατμόσφαιρας ή η θέα ενός όμορφου τοπίου (Pearce, Markandya, Barbier, 1989) η περιβαλλοντική υποβάθμιση μπορεί να γίνει ασύμφορη και να προωθήθει τη προστασία του περιβάλλοντος χωρίς να είναι αναγκαία η ρυθμιστική παρέμβαση και ο έλεγχος του κράτους. Τα οικονομικά του περιβάλλοντος προετοίμασαν το έδαφος για την μετέπειτα κυριαρχία της έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης. 

Η βιώσιμη ανάπτυξη, απαντώντας στο αδιέξοδο της Στοκχόλμης, και αφήνοντας πίσω την κοινωνικά μεταρρυθμιστική ατζέντα του '70, δεν ασκεί κριτική στο ισχύον πρότυπο ανάπτυξης. Απενοχοποιεί την ανάπτυξη και θεωρεί ότι περαιτέρω οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη είναι απαραίτητη ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες των φτωχών του κόσμου. Έτσι μπορεί να εξασφαλιστεί και η συνεργασία τους στο όνομα του πλανήτη. Χωρίς αποκλίσεις από το ισχύον καπιταλιστικό μοντέλο, η οικονομική ανάπτυξη συνδυάζεται με ταυτόχρονη προώθηση της περιβαλλοντικής προστασίας και της κοινωνικής ισότητας. 

Η βιώσιμη ανάπτυξη είναι ένας ασαφώς ορισμένος όρος και, ως τέτοιος, έγινε κοινά αποδεκτός. Κυριάρχησε στη συζήτηση για το περιβάλλον από τη δεκαετία του '90 και μετά, ενώ για κάποιους κριτικούς δεν περιείχε καμία μεταρρυθμιστική δυναμική. Αντιθέτως λειτούργησε ως προπέτασμα καπνού, αφού πρόσφερε νομιμοποίηση σε μία business as usual πρακτική για το περιβάλλον. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, αναπτύχθηκε η θεωρία του οικολογικού εκσυγχρονισμού (Hajer 1995, Spaargaren, 1997 κ.α.) που υποστήριξε ότι η οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη αποτελούν διέξοδο από την περιβαλλοντική κρίση, υιοθέτησαν τον ρόλο της αγοράς και τον συμπληρωματικό ρόλο του κράτους, και δημιούργησαν τη βάση για την διατύπωση της 'πράσινης ανάπτυξης'. Στη κυρίαρχη συζήτηση για το περιβάλλον, η περιβαλλοντική προστασία και η οικονομική ανάπτυξη δεν θεωρούνται πλέον αντιφατικοί στόχοι, αλλά αλληλοτροφοδοτούμενοι.

2.1 ΑΠΟ ΤΗ 'ΒΙΩΣΙΜΗ ΠΟΛΗ' ΣΤΗ ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΑΝΤΕΧΕΙ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΖΕΤΑΙ
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η αστικοποίηση είχε γίνει πλέον πλανητικό φαινόμενο και οι πόλεις αναγνωρίστηκαν ως μέρος του περιβαλλοντικού ζητήματος αλλά και, για πρώτη φορά ως μέρος της λύσης. Από τη Διάσκεψη του Ρίο το 1992 και έπειτα, η αστική διάσταση της περιβαλλοντικής κρίσης υπάρχει σε όλες τις διακηρύξεις και συμφωνίες για το περιβάλλον. Όπως και η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, με την οποία συνδέεται εννοιολογικά, η έννοια της αστικής βιωσιμότητας στοιχειοθετήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ως μία πραγματιστική έννοια διαχείρισης και σχεδιασμού των πόλεων στο πλαίσιο του υπάρχοντος μοντέλου ανάπτυξης και όχι ως εναλλακτική, κοινωνικά μεταρρυθμιστική πρόταση. Η αρχική της θεωρητική συγκρότηση εμπεριείχε την περιβαλλοντική προστασία, την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική δικαιοσύνη ως τρεις αλληλένδετες διαστάσεις της βιώσιμης πόλης.

Ο στόχος της βιώσιμης αστικής ανάπτυξης έχει πλέον ενσωματωθεί στα εθνικά πλαίσια του πολεοδομικού σχεδιασμού στις χώρες της Ευρώπης και είναι κυρίαρχος στο σκεπτικό αστικών στρατηγικών, διαγωνισμών, μεμονωμένων παρεμβάσεων και στην ρητορική των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης για τις πόλεις. Η αστική βιωσιμότητα, με μία συρρικνωμένη και μονοδιάστατη έκφανσή της αυτή των καλοσχεδιασμένων πάρκων, των πεζοδρομημένων κέντρων με τα υπαίθρια καφέ, της καθαρής ατμόσφαιρας και της βιώσιμης κινητικότητας, μπορεί να συμβάλει στην προβολή μίας ανανεωμένης και ελκυστικής εικόνας της πόλης στον κόσμο των επενδυτών, των επιχειρήσεων και των τουριστών. Περιθωριοποιείται η κοινωνική της διάσταση, συρρικνώνεται σε μια τεχνική και επιφανειακή 'πράσινη' συνιστώσα και ενσωματώνεται στη νεοφιλελεύθερη αστική πολιτική ως μία διάσταση του κυρίαρχου δόγματος της αστικής ανταγωνιστικότητας. Από το 2010, κάθε χρόνο η Ευρωπαϊκή Ένωση απονέμει τον τίτλο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Πρωτεύουσας' (2) ενώ το Economist Intelligence Unit του περιοδικού Economist, που έχει ως αντικείμενο να βοηθά τους επενδυτές να αναγνωρίζουν επενδυτικές ευκαιρίες, αξιολογεί και κατατάσσει τις πόλεις του κόσμου ως προς την περιβαλλοντική τους βιωσιμότητα (3). Το πρόγραμμα αυτό χρηματοδοτείται από τη Siemens. Η βιώσιμη πόλη γίνεται 'πράσινη' και ανταγωνιστική.

Η πιο πρόσφατη έννοια της αστικής ανθεκτικότητας (urban resilience) μπορεί να θεωρηθεί ως μία μετεξέλιξη της αστικής βιωσιμότητας. Αναφέρεται στην δυνατότητα των πόλεων να αντιμετωπίσουν μία κρίση που προέρχεται είτε από φυσικά αίτια παραδείγματος χάριν έναν σεισμό ή μία πλημμύρα είτε από ανθρωπογενή αίτια παραδείγματος χάριν ένα τρομοκρατικό χτύπημα ή ακόμη και μία μεγάλη οικονομική κρίση (Vale και Campanella 2005). Κεντρική στη νέα συζήτηση είναι η δυνατότητα ανάκαμψης από τις πιθανές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής (OECD, 2010). Η αστική ανθεκτικότητα αξιολογώντας θεσμούς και υποδομές περιθωριοποιεί τις σημαντικές διαφοροποιήσεις στις επιπτώσεις των κρίσεων μέσα στην ίδια πόλη, σε διαφορετικές κοινότητες και διαφορετικές περιοχές και αποδίδει τεχνικό, μη πολιτικό χαρακτήρα επείγοντος στη διαχείριση των αστικών ζητημάτων. Γρήγορα, και η ανθεκτικότητα συνδέθηκε με την ανταγωνιστικότητα, καθώς μία ανθεκτική πόλη προετοιμασμένη για την οποιαδήποτε αλλαγή προσφέρει σταθερό περιβάλλον για επενδύσεις. Η ανθεκτική πόλη, μια πόλη τεχνικά προετοιμασμένη για την επικείμενη αλλαγή, είναι μία ανταγωνιστική πόλη.

Συνολικά, οι στρατηγικές για την «πράσινη» ανάπτυξη και την ανθεκτικότητα των πόλεων παρουσιάζονται ως μία σειρά τεχνικών, μη πολιτικών επιλογών, που επιβάλλονται από μία επιστημονικά τεκμηριωμένη, και αδιαμφισβήτητη επείγουσα αναγκαιότητα φυσικής - και άρα ανώτερης - προέλευσης (βλ. Swyngedouw, 2009). Η αναγκαιότητα των πόλεων να αποκριθούν στα δεινά της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και να προλάβουν τις καταστροφικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, αποσυνδέει τις πόλεις από τις πολιτικές και κοινωνικές διαδικασίες που συγκροτούν, αναπαράγουν και εμπεριέχονται σε όλες τις διαστάσεις του αστικού περιβάλλοντος. Σε συνδυασμό με το, επίσης αδιαμφισβήτητο, ζητούμενο της αστικής ανταγωνιστικότητας στη παγκόσμια οικονομία, η αστική πολιτική γίνεται ζήτημα τεχνικής διαχείρισης.

3. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Στην Ελλάδα, τα χρόνια της κρίσης και του προγράμματος οικονομικής αναπροσαρμογής ο στόχος της περιβαλλοντικής προστασίας γενικά τίθεται με όρους αντιφατικούς και αποκλίνοντες στη δημόσια σφαίρα: παρουσιάζεται αφ' ενός ως εμπόδιο στον στόχο της ανάπτυξης και της επανάκαμψης της οικονομίας αφ' ετέρου ενσωματώνεται στην ρητορική της 'πράσινης ανάπτυξης' της χώρας ως στοιχείο οικονομικής μεγέθυνσης και προσέλκυσης επενδυτικών κεφαλαίων.

Η ρητορική της σύγκρουσης ανάμεσα στην ανάπτυξη και την περιβαλλοντική προστασία αναπτύχθηκε ρητώς στις αρχές του 2011, την περίοδο που η τότε υπουργός Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής προωθούσε το Νομοσχέδιο για την προστασία της Βιοποικιλότητας που τελικά ψηφίστηκε με τροποποιήσεις. Μέσα από το νόμο αυτό, ανάμεσα σε άλλα, επιχειρήθηκε η αύξηση της αρτιότητας των εκτός σχεδίου οικοπέδων μόνο σε περιοχές που εντάσσονται μέσα στο ευρωπαϊκό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2000. Η αντιδράσεις ήρθαν από όλα τα κόμματα και εστίασαν σε ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά κυρίως στο επιχείρημα ότι μία τέτοια κίνηση θα περιόριζε περαιτέρω την ανάπτυξη που είχε ήδη πληγεί από την κρίση (4).

Υπόρρητα, ειδικοί νόμοι και διατάξεις σε «πολυνομοσχέδια» των τελευταίων ετών επιχειρούν να προωθήσουν την πολυπόθητη ανάπτυξη παρακάμπτωντας ή περιορίζοντας την περιβαλλοντική προστασία. Ο νόμος 3894/2010 για την Επιτάχυνση και Διαφάνεια Υλοποίησης Στρατηγικών Επενδύσεων, γνωστός και ως fast track, είναι ο κεντρικός νόμος που στοχεύει στην βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων. Σ' αυτή τη κατεύθυνση και με στόχο την μείωση της γραφειοκρατίας ο νομός επιτρέπει, ανάμεσα στ' άλλα, την τροποποίηση όρων δόμησης στις εντός σχεδίου περιοχές καθώς και άλλων δεσμεύσεων που προκύπτουν από τα θεσμοθετημένα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια και τις Πολεοδομικές Μελέτες. Στις εκτός σχεδίου περιοχές επιτρέπει την μετακίνηση της γραμμής του αιγιαλού για την παραχώρηση της χρήσης της παραλίας στους επενδυτές και την κατασκευή κτιρίων στη ζώνη του αιγιαλού, με τον όρο ότι η ιδιοκτησία τους θα παραχωρηθεί στο ελληνικό δημόσιο από το οποίο ο επενδυτής θα τα νοικιάζει. Στη πράξη, η κεντρική πολιτική υιοθετεί με τρόπο σαφή την προσέγγιση που θεωρεί την προστασία του περιβάλλοντος εμπόδιο στην ανάπτυξη, όπως αυτή είχε διατυπωθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και κυριάρχησε στη συζήτηση της πρώτης διάσκεψης του ΟΗΕ για το περιβάλλον. Η άρση των περιβαλλοντικών ελέγχων και περιορισμών συνδέεται με την δημιουργία ευνοϊκού επενδυτικού κλίματος και την ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη. Η περιβαλλοντική προστασία γίνεται πολυτέλεια στο όνομα της οικονομικής μεγέθυνσης.

Ταυτόχρονα, η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης ενεργοποιείται για να νομιμοποιήσει πολιτικές και έργα αποδίδοντάς τους «πράσινη» χροιά. Διατυπώνεται εδώ μία αποκλίνουσα ρητορική που δεν βλέπει σύγκρουση ανάμεσα στην περιβαλλοντική προστασία και την οικονομική ανάπτυξη, αντιθέτως θεωρεί ότι τα δύο μπορούν να συνδυαστούν και να αλληλοϋποστηριχτούν. Στο πνεύμα της θεωρίας του οικολογικού εκσυγχρονισμού και της περιβαλλοντικής οικονομίας, η βιώσιμη διαχείριση των αποβλήτων, η μετακίνηση της παραγωγής ενέργειας προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η προστασία ενός ευαίσθητου οικοσυστήματος μπορούν να τροφοφοδοτήσουν μία 'πράσινη' ανάπτυξη. Σ' αυτή την κατεύθυνση, μεγάλης κλίμακας επενδύσεις για εγκαταστάσεις εκμετάλλευσης αιολικής και ηλιακής ενέργειας, και νέου τύπου τουριστικές εγκαταστάσεις που εντάσσονται στις διαδικασίες του νόμου για τις fast track επενδύσεις, επενδύονται με πράσινο μανδύα. Με περιορισμένους περιβαλλοντικούς ελέγχους, αμφισβητούμενα οικονομικά οφέλη, κατανάλωση γης, αισθητική και λειτουργική υποβάθμιση ευαίσθητων τοπίων, εξάντληση των υδατικών πόρων και με την αντίδραση των τοπικών κοινωνιών , ο περιβαλλοντικός χαρακτήρας τέτοιων έργων παραμένει μόνο ως μέσο νομιμοποίηση της επένδυσης.

3.1 ΒΙΩΣΙΜΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Η σχέση της οικονομικής κρίσης με την αστική βιωσιμότητα υλοποιείται σε πολλαπλές χωρικές κλίμακες που καλύπτουν όλο τα φάσμα ανάμεσα στη διεθνή σκηνή των συμφωνιών για τα πλανητικά περιβαλλοντικά προβλήματα μέχρι τις τοπικές στρατηγικές που υιοθετούνται από την τοπική αυτοδιοίκηση. Παρατηρείται επιστροφή στην υιοθέτηση μίας συγκρουσιακής σχέσης ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη και την αστική βιωσιμότητα στο επίπεδο των πολιτικών, είτε αυτές αφορούν άμεσα το αστικό περιβάλλον είτε έμμεσα. Την ίδια στιγμή, προωθείται μία ρητορική συνεργασίας ανάμεσα στην «πράσινη» αστική ανάπτυξη και την αστική ανταγωνιστικότητα, κυρίως όσον αφορά τοπικές αστικές παρεμβάσεις στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη.

Εθνικές πολιτικές που νομιμοποιούνται στο πλαίσιο των υποχρεώσεων των Μνημονίων όπως ο νόμος για τις fast track επενδύσεις, η «αξιοποίηση» δημόσιας γης από το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου και οι απανωτές «τακτοποιήσεις» αυθαιρέτων συνθέτουν το ευρύτερο πλαίσιο της αστικής ανάπτυξης, θέτουν υπό αμφισβήτηση βασικές διαστάσεις του παραδείγματος της βιώσιμης πόλης και έχουν συγκεκριμένες χωρικά προσδιορισμένες επιπτώσεις σε διαφορετικά αστικά περιβάλλοντα. Αντιμετωπίζουν το κτισμένο χώρο ως ανεξάντλητο πεδίο παραγωγής εισοδήματος, ενώ ακυρώνουν κάθε προηγούμενη θεσμική προσπάθεια περιορισμού της αστικής διάχυσης και προστασίας του τοπίου. Το μοντέλο της συμπαγούς πόλης που από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 υιοθετήθηκε από πολεοδομικές μελέτες και ρυθμιστικά σχέδια ως βιώσιμη αστική μορφή και για την ελληνική πόλη, κυρίως όσον αφορά τον περιορισμό της αστικής διάχυσης και την ανάμιξη των χρήσεων γης, εγκαταλείπεται στην πράξη μέσα από πολλαπλές πολιτικές που επιχειρούν να εξάγουν αξία από το τοπίο και να μετατρέψουν τη γη σε ευέλικτο υποδοχέα της ανάπτυξης.

Η δρομολογημένη πολεοδομική μεταρρύθμιση, που προέκυψε ως υποχρέωση της κυβέρνησης από το δεύτερο Μνημόνιο και έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί το τρίτο τρίμηνο του 2012, αφορά ειδικότερα τις πόλεις και το πλαίσιο που ρυθμίζει την ανάπτυξή τους . Σύμφωνα με το Μνημόνιο, η πολεοδομική μεταρρύθμιση, που περιλαμβάνεται στα «Λοιπά μέτρα για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος», θα πρέπει να εξασφαλίσει «μεγαλύτερη ευελιξία στην αξιοποίηση των ιδιωτικών ακινήτων και να απλοποιήσει και να επιταχύνει τα χωροταξικά σχέδια». Οι θεσμοί, τα ρυθμιστικά πλαίσια και τα σχέδια όπως έχουν διαμορφωθεί στην Ελλάδα από την δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα, παρουσιάζονται ως εμπόδιο στην αξιοποίηση της ιδιωτικής περιουσίας, ως πολύπλοκος μηχανισμός καθυστέρησης της εφαρμογής των χωροταξικών σχεδίων και άρα ως περιοριστικό πλαίσιο στην ανάπτυξη. Στο πλαίσιο της στρατηγικής οικονομικής ανάκαμψης της χώρας, η λογική το δεύτερου Μνημονίου υπαγορεύει την μετάλλαξη των στόχων της πολεοδομίας: από την προώθηση της κοινωνικής ισότητας και της περιβαλλοντικής ποιότητας μέσα από την ρύθμιση της laissez faire αστικής ανάπτυξης, στην άρση των περιορισμών της ανάπτυξης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, την ευελιξία στην αξιοποίηση της γης και την επιτάχυνση των διαδικασιών μέσα από την μείωση των ελέγχων και της κοινωνικής συμμετοχής. Δεν είναι βέβαια η μετάλλαξη αυτή ελληνική ιδιαιτερότητα, όπως δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα το σύνολο των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που δοκιμάζονται μέσω του Μνημονίου στην Ελλάδα, όπως έχουν δοκιμαστεί σε άλλες χώρες του κέντρου και της περιφέρειας.

Στο επίπεδο των εθνικών πολιτικών που αφορούν έμμεσα ή άμεσα την αστική ανάπτυξη υιοθετείται ενεργά η ρητορική της σύγκρουσης της βιώσιμης αστικής ανάπτυξης με την οικονομική μεγέθυνση. Οι διαδικασίες του πολεοδομικού σχεδιασμού εμφανίζονται ως γραφειοκρατικά εμπόδια και οι στόχοι του, ως περιττή πολυτέλεια. 

Αντίθετα, στο επίπεδο των τοπικών πολιτικών συχνά επιλέγεται η ρητορική της συνεργασίας και της αλληλοϋποστήριξης των δύο στόχων. Τοπικές πρακτικές για την πόλη και τον δημόσιο χώρο, επενδύουν στην ρητορική της 'πράσινης πόλης' και της βιώσιμης αστικής ανάπτυξης ως στρατηγικές που βελτιώνουν, όχι μόνο την ποιότητα του περιβάλλοντος για τους πολίτες αλλά και την εικόνα της πόλης και άρα την ελκυστικότητα της στις επενδύσεις. Ως παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί ο διαγωνισμός Re-think Athens για την ανάπλαση του κέντρου της Αθήνας, που προκηρύχθηκε από το Ίδρυμα Ωνάση. Ο διαγωνισμός είχε ως στόχο, αφ' ενός την βελτίωση της εικόνας και την «προώθηση μίας υγιούς μελλοντικής εικόνας μιας ζωντανής μητρόπολης που συνεχίζει να εξελίσσεται» αφ' ετέρου την περιβαλλοντική αναβάθμιση του κέντρου. Είναι σαφές ότι οι δύο στόχοι θεωρούνται αλληλένδετοι. Συγκεκριμένα, όπως διατυπώνεται στην ιστοσελίδα του διαγωνισμού επιδιώκεται «η βελτίωση της καθημερινότητας του πολίτη με τη διαμόρφωση προϋποθέσεων περιβαλλοντικής αναβάθμισης, τη βελτίωση του μικροκλίματος με φυτεύσεις και στέγαστρα, την καλύτερη εξυπηρέτηση του πολίτη με οικολογικά μέσα μαζικής μετακίνησης που θα μειώσουν τους παραγόμενους ρύπους και θα είναι φιλικά στον πεζό και τους ποδηλάτες. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με ευρύτερα κίνητρα, θα οδηγήσουν στην αντιστροφή του κλίματος κοινωνικής και οικονομικής υποβάθμισης, στην αποκατάσταση και την επαναλειτου7ργία των κτιρίων, και στο ζωντάνεμα των πιο κεντρικών περιοχών της πόλης» (7).
Όπως διατυπώνεται στην ιστοσελίδα του Re-think Athens, η λειτουργία του δημόσιου χώρου που προωθείται είναι „το πρωί για την οικονομική και εμπορική δραστηριότητα και το βράδυ για την ψυχαγωγία και το δημιουργικό ελεύθερο χρόνο'. Στην ανταγωνιστική πόλη της νεοφιλελεύθερης συνθήκης, ο δημόσιος χώρος μετατρέπεται σε προνομιακό 'πράσινο' και καλοσχεδιασμένο υποδοχέα μοναδικών εμπειριών κατανάλωσης και ελεύθερου χρόνου. Όπως συμβαίνει και σε άλλες πόλεις του κόσμου, στη περίπτωση του κέντρου της Αθήνας, ο φορέας που προωθεί και εγγυάται την καλή λειτουργία και την ελκυστική εικόνα του δημόσιου χώρου δεν είναι το κράτος και η τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά ένας ιδιωτικός οργανισμός.

Την ίδια λογική συνεργασίας και αλληλλοϋποστήριξης ανάμεσα στην αστική βιωσιμότητα και την οικονομική μεγέθυνση υιοθετεί και το διαμορφούμενο νέο πρότυπο παρεμβάσεων στο δημόσιο χώρο του Δήμου Θεσσαλονίκης. Τα τελευταία τρία χρόνια καταγράφεται ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για τον δημόσιο χώρο. Έχουν προκηρυχθεί τέσσερις διαγωνισμοί για διαμόρφωση νέων πλατειών στην πόλη και τον επανασχεδιασμό των υπαρχόντων χώρων ενώ ολοκληρώνεται και η δεύτερη φάση της ανάπλασης της Νέας Παραλίας. Στις προκηρύξεις των διαγωνισμών, η βελτίωση των περιβαλλοντικών συνθηκών συνδυάζεται με τον στόχο της αύξησης της ανταγωνιστικότητας και αποτελεί κριτήριο αξιολόγησης των προτάσεων. Επιπλέον, έχει υλοποιηθεί ένας αριθμός μικρής κλίμακας παρεμβάσεων του Δήμου στο δημόσιο χώρο με σαφή και διατυπωμένη κατεύθυνση την ανάκτηση χώρου από το ιδιωτικό αυτοκίνητο προς όφελος των πεζών και των ποδηλατών, και την αύξηση του πρασίνου στην πόλη. Τέλος, ο Δήμος Θεσσαλονίκης σε μια προσπάθεια διεθνοποίησης της εικόνας της πόλης, επένδυσε στη προωθούμενη πράσινη εικόνα της και διεκδίκησε τον τίτλο της European Green Capital 2014, τον οποίον όμως δεν κατάφερε να κατακτήσει. Είναι σαφές ότι στο επίπεδο των αστικών παρεμβάσεων η βιωσιμότητα, με την περιορισμένη έκφανσή της, της αύξησης του πρασίνου και της βιώσιμης κινητικότητας αποτελεί κυρίαρχη ρητορική.

Η «πράσινη» αυτή στροφή επενδύει σε μία διάσταση της βιωσιμότητας, την περιβαλλοντική με τρόπο αποσπασματικό και επιφανειακό. Η σημαντική αποθάρρυνση του ιδιωτικού αυτοκινήτου στο κέντρο της πόλης και η μικρή αύξηση του πρασίνου περιορίζονται στα κεντρικά και περισσότερο ορατά σημεία της πόλης και δεν αφορούν τους αθέατους χώρους των γειτονιών που ασφυκτιούν από την πυκνή δόμηση, την απουσία ανοικτών χώρων πρασίνου και τα ιδιωτικά αυτοκίνητα. Δεν αφορούν δηλαδή, τουλάχιστον μέχρι τώρα, τους πιο επιβαρυμένους περιβαλλοντικά χώρους, όπου ξετυλίγονται οι καθημερινές ζωές των κατοίκων της πόλης, αλλά την εικόνα της. Οι παρεμβάσεις επίσης, περιορίζονται στη αποθάρρυνση του ΙΧ και την δενδροφύτευση ενώ δεν ασχολούνται με ζητήματα διαχείρισης του νερού στον αστικό ιστό, διαχείρισης των απορριμμάτων και των υλικών, αποκατάστασης των φυσικών διαδικασιών στο περιβάλλον της πόλης. Τα σημειακά περιβαλλοντικά οφέλη των παρεμβάσεων εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που καθορίζεται από τις τοπικές εκφάνσεις των εθνικών πολιτικών, όπως οι πρόσφατες εκχωρήσεις δύο στρατοπέδων της Δυτικής Θεσσαλονίκης στο ΤΑΓΠΕΔ και η δρομολογούμενη ιδιωτικοποίηση της Εταιρείας Ύδρευσης Θεσσαλονίκης (ΕΥΑΘ) που έχει επίσης περιληφθεί στην προς αξιοποίηση δημόσια περιουσία του ΤΑΓΠΕΔ.

Η «πράσινη» στροφή του Δήμου Θεσσαλονίκης θα πρέπει να ειδωθεί στο πλαίσιο άλλων πρωτοβουλιών του Δήμου που αφορούν την διαχείριση του δημόσιου χώρου. Πρωτοβουλίες, που νομιμοποιούνται στο όνομα της κρίσης και της συρρίκνωσης των οικονομικών πόρων του δήμου, υπονομεύουν τον δημόσιο χαρακτήρα του δημόσιου χώρου και αμφισβητούν καθοριστικές του διαστάσεις. Τέτοιες πρακτικές των τελευταίων τριών χρόνων είναι η εκχώρηση ευθύνης για τη συντήρηση δημόσιων χώρων σε ιδιώτες, οι χορηγίες δημόσιων χώρων, οι εντεινόμενες εκκαθαρίσεις δημόσιων χώρων από ανεπιθύμητους χρήστες όπως είναι οι μετανάστες-μικροπωλητές και οι χρήστες ναρκωτικών, καθώς και η απαγόρευση πολιτικών συγκεντρώσεων σε κεντρικές πλατείες στο όνομα της ομαλής λειτουργίας της αγοράς (Athanassiou, 2013).

Συμπερασματικά, η αστική βιωσιμότητα όπως και η περιβαλλοντική προστασία τίθενται στη δημόσια σφαίρα, αφ' ενός ως εμπόδια στην ανάπτυξη που πρέπει να παρακαμφθούν, αφ' ετέρου ενεργοποιούνται επιλεκτικά ως προωθητική δύναμη της ανάπτυξης, συνήθως για να παρέχουν νομιμοποίηση σε μεγάλες επενδύσεις αμφισβητούμενης περιβαλλοντικής ταυτότητας. Η παραπάνω αντιφατική ενεργοποίηση της προστασίας του περιβάλλοντος και της αστικής βιωσιμότητας έχει αναδειχθεί με τρόπο έντονο στα χρόνια της κρίσης στην Ελλάδα. Έχει όμως τις καταβολές της στην ίδια την κυρίαρχη ρητορική για το περιβάλλον που παραδοσιακά εμφορείται από τεχνοκρατικό ντετερμινισμό και πίστη σε μία παρωχημένη αντίληψη της επιστήμης. Η έννοια της αστικής βιωσιμότητας εκκινώντας από μία τέτοια βάση, αποχωρίζεται την κοινωνική της διάσταση, απογυμνώνει την πόλη από την πολιτική της φύση και χρησιμοποιείται για νομιμοποίηση αστικών στρατηγικών και παρεμβάσεων στο πλαίσιο του κυρίαρχου δόγματος της ανταγωνιστικότητας .

Υποσημειώσεις :

(1)United Nations Sustainable Development Knowledge Platform http://sustamabledevelopment.un.org/mdex.php?menu=1373

(2)http://ec.europa.eu/environment/europeangreencapital/ 

(3)http: //www .siemens.com/entry/cc/en/greencityindex.htm

(4)Πληθαράς Α. «Εκτός σχεδίου δόμηση: μια πράξη του πολέμου για το περιβάλλον» Εφημερίδα Αυγή Φύλλο 6-2-2011.

(5)Βλ., παραδείγματος χάριν, τις αντιδράσεις για τη εγκατάσταση αιολικών πάρκων στην Κρήτη στο Ιος, «Φαραωνικά έργα με fast track και πράσινο μανδύα: Οι εγκαταστάσεις Βιομηχανικών ΑΠΕ μεταβάλλουν το νησί σε πηγή ενέργειας για όλη την Ευρώπη, αλλά με βαρύ κόστος για το περιβάλλον και τους κατοίκους του» Εφημερίδα των Συντακτών, Φύλλο 10/2/2013. Διαθέσιμο στο http://www.efsyn.gr/?p=22550 (τελευταία πρόσβαση 10/10/2013)

(6)Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, Παράρτημα V_2, Κεφάλαιο 4.2, (Φεβρουάριος 2012) διαθέσιμο στο http://www.hellenicparliament.gr

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Athanassiou, Evangelia, 2013 "The shifting grounds of public space in Thessaloniki: 'bottom-up' and 'top-down' responses to crisis" στο Spaces of Crisis, πρακτικά Σεμιναρίου του Αιγαίου, Σύρος, Σεπτέμβριος 2012, (υπό δημοσίευση).
  • European Commision, Environment, European Green Capital http://ec.europa.eu/environment/europeangreencapital/index_en.htm
  • Guha R., Martinez-Alier J. 1997 Varieties of environmentalism: Essays North and South,, Earthscan, London.
  • Hajer M.A. 1995 The politics of environmental discourse Ecological modernization and the policy process, Clarendon Press, Oxford. 
  • OECD 2010 Cities and climate change OECD Publishing.
  • Pearce D., Markandya, A. Barbier E. 1989 A blueprint for a Green Economy, Earthscan, London.
  • Rethink Athens http://www.rethinkathens.org/ (τελευταία πρόσβαση 10 Οκτωβρίου 2013) 
  • Siemens http://www.siemens.com/entry/cc/en/greencityindex.htm (τελευταία πρόσβαση 10 Οκτωβρίου 2013)
  • Spaargaren G. 1997 Ecological modernization of production and consumption. Essays on environmental sociology, Wageningen University, Wageningen.
  • Swyngedouw E. 2009 "The antinomies of the post-political city. In search of a democratic politics of environmental production", International Journal of Urban and Regional Research, 33, 601-620. 
  • United Nations Environment Programme http://www.unep.org/Documents.Multilingual/Default.asp?documentid=97&articleid=1 503 (τελευταία πρόσβαση 10 Οκτωβρίου 2013) 
  • United Nations Sustainable Development Knowledge Platform http://sustainabledevelopment.un.org/index.php?menu=1373 (τελευταία πρόσβαση 10 Οκτωβρίου 2013)
  • Vale L, Campanella, T. 2005 The resilient cities: How modern cities recover from disaster, Oxford, Oxford University Press.
  • Ιος 2013 «Φαραωνικά έργα με fast track και πράσινο μανδύα: Οι εγκαταστάσεις Βιομηχανικών ΑΠΕ μεταβάλλουν το νησί σε πηγή ενέργειας για όλη την Ευρώπη, αλλά με βαρύ κόστος για το περιβάλλον και τους κατοίκους του» Εφημερίδα των Συντακτών, Φύλλο 10 Φεβρουαρίου 2013 Διαθέσιμο στο http://www.efsyn.gr/?p=22550 (Τελευταία πρόσβαση 10 Οκτωβρίου 2013)
  • Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, Παράρτημα V_2 (Φεβρουάριος 2012) διαθέσιμο στο http://www.hellenicparliament.gr
  • Πληθαράς Α. 2011 «Εκτός σχεδίου δόμηση: μια πράξη του πολέμου για το περιβάλλον» Εφημερίδα     Αυγή,     Φύλλο     6     Φεβρουαρίου     2011.     Διαθέσιμο     στο http://archive.avgi.gr/arxweb/avgi/demo/www.nnet.gr/www.greenpeace.org/greece/pre ss/118523/ArticleActionshow.action?articleID=597422    (τελευταία   πρόσβαση    10 Οκτωβρίου 2013)
  • ΦΕΚ Α/ 204/02/12/2010 Νόμος 3894/2010 Επιτάχυνση και Διαφάνεια Στρατηγικών Επενδύσεων.
  • ΦΕΚ/Α 60/31.03.2011 Νόμος 3937/2011 «Διατήρηση της Βιοποικιλότητας και άλλες διατάξεις. 
*Επίκουρη Καθηγήτρια, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Πηγή: citybranding.gr 

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

Το Κράτος Που Δεν Χτίσαμε. Γράφει ο Παντελής Μήτσιου (αναδημοσίευση απο Κλόουν)

Από τον Σεπτέμβριο του 2009 που η «κρίση» ξέφυγε από τα κείμενα των μυημένων και άρχισε να καταλαμβάνει την καθημερινότητα των ανθρώπων, πολύ πριν μετατραπεί από λέξη σε δυσβάσταχτο βάρος, πολλοί, θέλοντας να εξευμενίσουν το κακό, έσπευσαν να διαδηλώσουν παρηγορητικά ότι μπορεί να κρύβει μια ευκαιρία «να χτίσουμε επιτέλους κράτος».
Τώρα, μετά πέντε χρόνια καταρρεύσεων, εκθεμελιώσεων, καταστροφών - ανθρωπίνων ζωών κυρίως και δευτερευόντως θεσμών και δομών - μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι παρά τα γκρεμίσματα, κράτος δεν χτίσαμε.
Η δικαιοσύνη εξακολουθεί να κινείται με ρυθμούς χελώνας και να τελεσιδικεί πολλές φορές κατόπιν εορτής, θέτοντας εν αμφιβόλω το περί δικαίου αίσθημα και αυξάνοντας την ανασφάλεια και τον βαθμό επικινδυνότητας κάθε δραστηριότητας, της επιχειρηματικής μη εξαιρούμενης. Πολίτες αποφεύγουν να διεκδικήσουν νομικά το δίκιο τους επειδή ακριβώς δεν επιθυμούν να εμπλακούν σε μακροχρόνιες διαδικασίες κατά τις οποίες θα πρέπει να είναι αποφασισμένοι να χάσουν αρκετές εργατοώρες, καθισμένοι σε θλιβερές αίθουσες δικαστηρίων, ακούσια παρακολουθώντας τον πόνο κάθε πικραμένου και περιμένοντας επί ματαίω την εκδίκαση της υπόθεσής τους. Την ίδια αποτρεπτική δράση ασκεί η διαδικασία απονομής δικαιοσύνης και στο επιχειρείν. Τι θα σκεφθεί ο επιχειρηματίας που θα ήθελε να διεκδικήσει δικαστικά το δίκιο του όταν βλέπει να εγγράφονται καθημερινά 30 και πλέον υποθέσεις στο «πινάκιο» και να συζητιόνται οι 10; Γιατί να επενδύσει χρήμα και να σπαταλήσει χρόνο σε μια χώρα που δεν σέβεται το δίκιο και δεν τιμά την δικαιοσύνη;
Το φορολογικό σύστημα παραμένει το αγαπημένο παιχνίδι κάθε πολιτικού. Συνηθίσαμε να το λέμε σύστημα ενώ δεν είναι. Είναι απλά ένας μηχανισμός κάλυψης πρόσκαιρων αναγκών, όπως τις αντιλαμβάνεται ο έχων την διακυβέρνηση της χώρας στα χέρια του. Είναι μια βρύση για να γεμίζει το ταμείο προκειμένου να εξυπηρετούνται οι πελάτες του τάδε κόμματος ή του δείνα υπουργού και βουλευτή. Κανένας στρατηγικός σχεδιασμός, καμιά σοβαρή και μακρόπνοη πολιτική, κανένας αναπτυξιακός χαρακτήρας. Όλα θυσία στο όνομα της εκλογής και της επανεκλογής. Εν τω μεταξύ η φορολογία πνίγει την αγορά, επιδεινώνει την έλλειψη ρευστότητας, αποτρέπει – συνδυαστικά με άλλες κακοδαιμονίες – την όποια επενδυτική πρωτοβουλία.
Το αδειοδοτικό πλαίσιο δραστηριοτήτων παραμένει δαιδαλώδες με οριζόντιες και κάθετες επικαλύψεις αρμοδιοτήτων που έχουν σαν αποτέλεσμα ο πολίτης να γίνεται έρμαιο υπηρεσιών και παραγόντων, οι διαδικασίες έδαφος ανάπτυξης της διαφθοράς και κανείς τελικά να μην είναι υπεύθυνος για τίποτα, όταν έρθει – αν έρθει – η ώρα αναζήτησης ευθυνών. Όσες φορές επιχειρήθηκε η απλοποίηση των διαδικασιών, έγινε με τόσο πρόχειρο τρόπο ώστε προέκυψε ψηφιακή γραφειοκρατία η οποία αύξησε το χάος και δημιούργησε χειρότερο μπλέξιμο από αυτό το οποίο επιχείρησε να λύσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο τρόπος που το ΕΒΕΑ χειρίζεται το ΓΕΜΗ (αναζητήστε σχετική αρθρογραφία).
Η δημόσια διοίκηση παραμένει αρτηριοσκληρωτική, εχθρική προς τον πολίτη και αναποτελεσματική με τάση προς το χειρότερο, καθώς οι περικοπές στον αριθμό των υπηρετούντων έγιναν με τρόπο που επέφερε χειροτέρευση των υπηρεσιών που παρέχονται στον πολίτη. Βλέπεις, πολλοί πείστηκαν ότι το λιγότερο κράτος ταυτίζεται με το μικρότερο κράτος. Προκειμένου λοιπόν να βελτιώσουν την εικόνα στο ταμείο, παρουσιάζοντας πλεονάσματα, αλλά χωρίς να έχουν το θάρρος να αναλάβουν το όποιο πολιτικό κόστος, άφησαν τις απολύσεις μέσα από τις ευφάνταστες διαδικασίες της διαθεσιμότητας και των οριζόντιων περικοπών προσωπικού, εκεί που ήταν εύκολες και όχι εκεί που ήταν αναγκαίες, στα «χέρια» των κακών της τρόικας. Έτσι, εξακολουθούμε να έχουμε πενήντα ομοειδείς οργανισμούς που απασχολούν 200 υπαλλήλους και που έχουν πενήντα λογιστές, την στιγμή που θα μπορούσαν να κάνουν την δουλειά τους με έναν (1) και θεωρούμε λύση να τους κλείσουμε ή να απολύσουμε το εποχικό τους προσωπικό, αντί να εξορθολογήσουμε τη λειτουργία τους. Μιλάμε για τέτοια ιδεοληψία και τέτοιο κρυφτό από τις ευθύνες που συνοδεύουν την πραγματική άσκηση πολιτικής. Με αυτές τις λογικές, το κράτος γίνεται (και είναι) σαφώς μικρότερο από ότι πριν πέντε χρόνια αλλά δεν είναι καθόλου λιγότερο. Αντίθετα, η σκιά του πέφτει βαριά ακόμα και εκεί που δεν έχει κανένα λόγο να βρίσκεται.
Τα μεγάλα αναπτυξιακά έργα, όχι εκείνα που προσφέρουν κέρδη σε εργολαβικά συμφέροντα αλλά τα άλλα, που δίνουν ώθηση στις κοινωνίες, όπως το κτηματολόγιο, το δασολόγιο, τα επιμέρους κλαδικά χωροταξικά είτε καρκινοβατούν είτε παραμένουν ως καβάντζες εξαγγελίας για τις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Έτσι, ένα ολόκληρο κράτος εξακολουθεί να λειτουργεί με προσωρινές αποφάσεις και να ταΐζει το τέρας της διαφθοράς και των πελατειακών σχέσεων, καταπνίγοντας κάθε προσπάθεια δημιουργίας σύγχρονων υποδομών και δομών.
Η παιδεία αποτελεί το κατ' εξοχή παιχνίδι στα χέρια πολιτικών μικρού μεγέθους. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, οι εξαγγελθείσες «μεταρρυθμίσεις» στην παιδεία πρέπει να είναι περισσότερες από τους υπουργούς που υπηρέτησαν σε αυτό το έρμο υπουργείο. Μεταρρυθμίσεις που συνήθως περιορίζονται σε πειραματισμούς στο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ και στις αναθέσεις συγγραφής βιβλίων. Οι όποιες προσπάθειες πραγματικής μεταρρύθμισης, ακόμα και όταν έγιναν με αξιοζήλευτα διευρυμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αποδομήθηκαν από τους επόμενους, για να εξυπηρετηθούν αλλότριοι σκοποί και όχι η εκπαίδευση και η εκπαιδευτική διαδικασία.
Η υγεία και η κοινωνική ασφάλιση είχαν την ίδια τύχη και η προσπάθεια να μην θιγούν τα συμφέροντα ιατρών, φαρμακοποιών, κλινικαρχών, εμπλεκομένων στο εμπόριο και την παραγωγή φαρμάκων, οδήγησαν στην καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των ασθενών και των ασφαλισμένων. Οι τελευταίοι πληρώνουν το βαρύτερο τίμημα σε έναν χώρο που ναι μεν φέρει τον τίτλο υγεία αλλά νοσεί βαθύτατα. Δεν παραγνωρίζω το γεγονός ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι πληρώνουν την ασχετοσύνη (;) των πολιτικών αλλά, ας το παραδεχτούμε, αυτοί που πλήττονται περισσότερο είναι και οι περισσότερο αθώοι – οι ασθενείς και οι ασφαλισμένοι - οι οποίοι επιπλέον δεν έχουν δυνατότητα αντίδρασης. Δεν μπορούν να κηρύξουν απεργία από την ασθένεια, αν και θα το επιθυμούσαν σφόδρα.
Θα μπορούσα να συνεχίσω τον κατάλογο και να απαριθμώ κατορθώματα, όπως οι αλλεπάλληλες απορρυθμίσεις αγορών, π.χ. του γάλακτος, στο όνομα της εξυπηρέτησης του προϋπολογισμού των πολιτών αλλά δεν θα προσθέσει κάτι στο σκεπτικό μου. Σημασία έχει ότι επί πέντε χρόνια έχουμε υποστεί πρωτοφανείς επιθέσεις στη ζωή μας και η παρήγορη σκέψη ότι μέσα από την απίστευτη τραγωδία μας μπορεί να βγει κάτι θετικό, να χτιστεί επιτέλους κράτος, έχει καταρρεύσει με πάταγο.
Τώρα, πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης, αναζητούμε αυτόν που θα περιγράψει το Μετά Την Κρίση Κράτος, που θα ζωγραφίσει τη ζωή μας από άλλη, σαφώς χαμηλότερη, βάση εκκίνησης αλλά θα είναι Εκκίνηση και όχι συνέχεια. Εκκίνηση προς Νέους Στόχους και όχι συνέχεια της στασιμότητας και της μιζέριας ενός παταγωδώς αποτυχημένου μοντέλου που κάνει τα πάντα προκειμένου να αναπαραχθεί. Αναζητούμε αυτόν που θα περιγράψει το Αύριο, όχι γκρεμίζοντας για τη χαρά του γκρεμίσματος αλλά Αλλάζοντας ό,τι νοσεί και Χτίζοντας από την αρχή με σχέδιο και προοπτική.

Ζίγκμουντ Μπάουμαν: «Δεν είναι κρίση, είναι αναδιανομή πλούτου»


Ο επίτιμος καθηγητής κοινωνιολογίας Ζίγκμουντ Μπάουμαν μιλά για την κρίση, τον καταναλωτισμό, τις μορφές αντίστασης, την ανάγκη αλλαγής νοοτροπίας και το πώς βλέπει το μέλλον.


Τη συνέντευξη πήραν η Ντίνα Δαβάκη και ο Δημήτρης Μπούκας για την εφημερίδα Η Εποχή.

Η Ελλάδα και η Νότια Ευρώπη διέρχονται μια παρατεταμένη οικονομική κρίση και δέχονται συνέχεια σκληρά μέτρα λιτότητας. Ποια είναι η γνώμη σας για αυτά που συμβαίνουν;

Τα μέτρα συνδέονται με τα δάνεια που ζητούνται. Είναι σημαντικό όμως να δει κανείς για ποιο σκοπό χρησιμοποιούνται τα δάνεια που δίνονται στην Ελλάδα. Αν χρησιμοποιούνται για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, τότε απλά τρέφεται η ρίζα του προβλήματος και οι πολιτικές λιτότητας θα συνεχιστούν αμείωτες. Οι οικονομικές κρίσεις έχουν να κάνουν όχι με καταστροφή του πλούτου, αλλά με αναδιανομή του. Σε κάθε κρίση υπάρχουν πάντα κάποιοι που κερδίζουν περισσότερα χρήματα σε βάρος των άλλων. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, μετά την κρίση έχει παρατηρηθεί μια αργή ανάκαμψη, όμως το 93% του επιπλέον ΑΕΠ που δημιουργήθηκε, κατέληξε μόνο στο 1% του πληθυσμού.
Στα βιβλία σας έχετε πολλές φορές αναφερθεί στον καταναλωτισμό της σύγχρονης, μετανεωτερικής κοινωνίας. Σε τι βαθμό υπάρχει συμβατότητα μεταξύ καταναλωτισμού και μέτρων λιτότητας;
Μέχρι το 1970, υπήρχε μια κυρίαρχη κουλτούρα αποταμίευσης και οι άνθρωποι δεν ξόδευαν χρήματα αν δεν τα είχαν προηγουμένως κερδίσει. Μετά το 1970, και με τη συνδρομή πολιτικών όπως ο Ρέϊγκαν, η Θάτσερ και θεωρητικών όπως ο Φρίντμαν, το καπιταλιστικό σύστημα αντιλήφθηκε ότι υπήρχε παρθένο έδαφος που μπορούσε να κατακτηθεί. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν αυτή που είχε πει ότι ο καπιταλισμός αναζωογονείται μέσω νέων παρθένων περιοχών. Αλλά προέβλεψε λανθασμένα ότι όταν το σύστημα κατακτήσει όλα τα παρθένα εδάφη θα καταρρεύσει. Αυτό που δεν προέβλεψε ήταν ότι ο καπιταλισμός θα αποκτούσε την ικανότητα να δημιουργεί τεχνητές παρθένες περιοχές και να τις κατακτά. Μία από αυτές είναι οι άνθρωποι που δεν έχουν χρέη. Έτσι εφευρέθηκαν οι πιστωτικές κάρτες.

Διαμορφώθηκε λοιπόν μια κουλτούρα διαφορετική από αυτή της αποταμίευσης. Τώρα πλέον μπορούσε κανείς να ξοδεύει χρήματα που δεν είχε αποκτήσει. Η φάση μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης, που διήρκεσε από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, βασίστηκε σε αυτήν ακριβώς την πίεση για δανεισμό. Κι όταν κανείς χρωστούσε η αντίδραση των τραπεζών δεν ήταν όπως παλιότερα, να στείλουν τον κλητήρα, αλλά το αντίθετο: έστελναν ένα πολύ ευγενικό γράμμα, με το οποίο προσέφεραν ένα νέο δάνειο για να αποπληρωθεί το προηγούμενο χρέος! Αυτό συνεχίστηκε για τριάντα χρόνια, μέχρι που ο Κλίντον εισήγαγε τα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου, που σήμαινε ότι ακόμη και οι άνθρωποι που δεν μπορούσαν να καλύψουν τα έξοδά τους με τα έσοδα, μπορούσαν να πάρουν στεγαστικά δάνεια κλπ. Τελικά αυτή η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο και έτσι δημιουργήθηκε η χρηματοπιστωτική κρίση.Παρόλα αυτά, η καπιταλιστική οικονομία φαίνεται να αντέχει.

Είχαμε, για παράδειγμα, το κίνημα «Καταλάβετε τη Wall Street», το οποίο έτυχε μεγάλης προσοχής από τα ΜΜΕ σε όλον τον κόσμο. Στο μόνο μέρος που δεν έγινε αισθητό ήταν στην ίδια τη Wall Street, η οποία λειτουργεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο! Και αυτό είναι το πρόβλημα. Κυριαρχεί η ιδέα, στο μυαλό της κας Μέρκελ και των άλλων πολιτικών, ότι ο μόνος τρόπος είναι να υποστηρίζονται οι τράπεζες για να μπορούν να δίνουν περισσότερα δάνεια. Αλλά αυτή είναι μια πολύ κοντόφθαλμη πολιτική, αφού αυτή η παρθένα περιοχή του καπιταλισμού έχει πια εξαντληθεί: Οποιοσδήποτε μπορούσε να χρεωθεί, έχει χρεωθεί! Ακόμα και τα εγγόνια σας είναι ήδη χρεωμένα, δεν υπάρχει αμφιβολία. Θα πληρώνουν αυτά τα τριάντα χρόνια καταναλωτικού οργίου. Κι ενώ στην αρχή η παρθένα περιοχή των ανθρώπων που χρεώνονται απέφερε τεράστια κέρδη, βαθμιαία τα κέρδη αυτά λιγόστεψαν και τώρα είναι μηδαμινά, σύμφωνα με το νόμο της φθίνουσας απόδοσης. Αυτό που γίνεται στην Ελλάδα τώρα είναι ότι η χώρα επενδύει σε φαντάσματα, αυτό ακριβώς είναι οι τράπεζες που δίνουν δάνεια!Ποια είναι η διέξοδος, αν, όπως είπατε σε μια ομιλία σας, «έχει το μέλλον Αριστερά»;
Μού ζητάτε να απαντήσω ένα ερώτημα το οποίο πολύ πιο έξυπνοι άνθρωποι, όπως ο Στίγκλιτς, δυσκολεύονται να απαντήσουν.Είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν ριζικές λύσεις. Κι εκείνο που με ανησυχεί, είναι ότι μεταξύ των πολιτικών θεσμών που έχουμε στη διάθεση μας, δεν υπάρχει ούτε ένας που να είναι σε θέση να παράσχει μακροπρόθεσμες λύσεις. Όλες οι κυβερνήσεις υπόκεινται στους, κατά τον R.D.Laing[1], διπλούς δεσμούς, που στην περίπτωση των κυβερνήσεων, για να χρησιμοποιήσω μια αναλογία, συνίστανται στις πιέσεις που δέχονται. Από τη μία για να επανεκλεγούν πρέπει να αφουγκράζονται τα αιτήματα του λαού, εκούσια ή ακούσια, και να υποσχεθούν την ικανοποίησή τους. Από την άλλη, όλες οι κυβερνήσεις, δεξιές και αριστερές, αδυνατούν να τηρήσουν τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις λόγω των χρηματιστηρίων και των τραπεζών. Για παράδειγμα, όταν η κυρία Μέρκελ και ο κύριος Σαρκοζί συναντήθηκαν μια Παρασκευή να διαβουλευτούν για το μνημόνιο της Ελλάδας, έλαβαν και κοινοποίησαν κάποιες αποφάσεις, και έτρεμαν όλο το σαββατοκύριακο μέχρι να ανοίξουν τα χρηματιστήρια τη Δευτέρα.

Δεν ξέρω αν η άποψη του Laing είναι σωστή ή λάθος ως προς την οικογένεια, αλλά θεωρώ ότι έχω δίκιο όταν υποστηρίζω πως ισχύει στην περίπτωση των κυβερνήσεων.Ο κόσμος ψηφίζει από απογοήτευση. Εχουμε ολοένα και πιο συχνές εναλλαγές Δεξιάς και Αριστεράς. Στα πλαίσια της ίδιας κρίσης, ο αριστερός Θαπατέρο ηττήθηκε από τον δεξιό Ραχόι στην Ισπανία, ενώ στη Γαλλία ο δεξιός Σαρκοζί αντικαταστάθηκε από τον σοσιαλιστή Ολάντ. Αυτό ακριβώς εννοώ με τον όρο διπλοί δεσμοί. Από τη μία η πίεση του εκλογικού σώματος και από την άλλη το παγκόσμιο κεφάλαιο, χρηματιστήρια, τράπεζες, επενδυτές, που υπερβαίνουν οποιαδήποτε κυβέρνηση.

Μέχρι και οι ΗΠΑ είναι καταχρεωμένες. Φαντάζεστε να ζητήσουν οι δανειστές της αμερικανικής κυβέρνησης άμεση εξόφληση του χρέους; Η αμερικανική οικονομία θα καταρρεύσει εν ριπεί οφθαλμού. Σε συνθήκες διπλών δεσμών, τόσο στην ψυχολογία όσο και στην μακροοικονομία, δεν υπάρχει επιτυχής διαφυγή. Πρέπει να αλλάξει το σύστημα εκ βάθρων και αυτό χρειάζεται χρόνο.

Ναι, χρειάζεται ριζική λύση. Ποιά η γνώμη σας για τα κινήματα στη Νότια Ευρώπη; Εμείς ελπίζουμε πως τα κινήματα βάσης φαίνονται να ενισχύονται ολοένα. Είναι η πρώτη φορά, που στην Ελλάδα παρατηρούνται ομοιότητες με τα μέσα της δεκαετίας του ’70, μετά την πτώση της δικτατορίας. Υπάρχει συσπείρωση των πολιτών και νομίζουμε πως είναι πολύ καλός οιωνός και ελπιδοφόρος.
Είναι η μόνη ελπίδα. Στο «Ημερολόγιο μιας κακής χρονιάς» ο Νοτιοαφρικανός συγγραφέας Κούτσι επανεξετάζει τις βασικές αρχές που διέπουν τη σκέψη μας, τα θεμέλια του στοχασμού μας, που θεωρούνται δεδομένα. Ο αρχαίος ελληνικός όρος είναι «δόξα» και υποδηλώνει τις ιδέες με βάση τις οποίες σκεπτόμαστε, που όμως δεν αμφισβητούμε (ΣτΜ «δοξασία» στα νέα ελληνικά). Μας διευκολύνουν να κατανοήσουμε τι γίνεται γύρω μας ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε, αλλά δεν υπόκεινται σε έλεγχο. Τις αποδεχόμαστε σιωπηρά.  Ο Κούτσι τις θέτει σε αμφισβήτηση. Και λέει λοιπόν: «Αν θέλουμε πόλεμο, τον έχουμε. Αν επιθυμούμε ειρήνη, μπορούμε να την αποκτήσουμε. Αν αποφασίσουμε πως τα έθνη πρέπει να δρουν σε καθεστώς ανταγωνισμού και όχι φιλικής συνεργασίας, αυτό θα γίνει». Επομένως, κάθε αλλαγή είναι εφικτή.
Είναι θέμα πολιτικής βούλησης…

Στη θέση των ιδιωτικών επιχειρήσεων, μπορούμε να έχουμε συνεταιρισμούς. Oταν έκανα τη διατριβή μου για υφηγεσία στο LSE, το θέμα μου ήταν η κοινωνιολογική ανάλυση του βρετανικού εργατικού κινήματος. Πώς από την παρακμή του στο τέλος του 19ου αιώνα εδραιώθηκε και απέκτησε ισχύ τον 20ο. Δεν έγινε χάρη στις τράπεζες, ούτε χρηματοδοτήθηκε από ιδρύματα. Ενισχύθηκε όμως από το συνεταιρισμό καταναλωτών Ροτσντέιλ, που ήταν ο πρώτος συνεταιρισμός το 19ου αιώνα. Τα μέλη του αποφάσισαν να σταματήσουν να αγοράζουν από τα μαγαζιά, να μην πληρώνουν τους κεφαλαιούχους, αλλά να διανέμουν τα έσοδα του συνεταιρισμού στα μέλη του και στις τοπικές κοινότητες. Ο Ροτσντέιλ δεν ήταν ο μόνος, υπήρχαν κι άλλοι. Υπήρχαν τα ταμεία αλληλοβοήθειας, που με μια μικρή συνδρομή, τα μέλη σε περίπτωση δυσκολίας μπορούσαν να δανειστούν χρήματα και να μην καταφύγουν στην τράπεζα. Αυτά τα ταμεία δεν ήταν κερδοσκοπικά. Επομένως δεν είναι αποκύημα της φαντασίας του Κούτσι, αλλά εφικτό το να γίνουν αλλαγές. Προΰποθέτουν όμως επανάσταση στο επίπεδο της κουλτούρας και νοοτροπίας.

Στην Ελλάδα της κρίσης υπάρχουν παρόμοιες πρωτοβουλίες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, που παρακάμπτουν το μεσάζοντα και αγοράζουν από τους παραγωγούς και πωλούν σε τιμές κόστους απευθείας στους καταναλωτές. Μόνο έτσι μπορούν να αντεπεξέλθουν οι πολίτες , των οποίων η αγοραστική δύναμη έχει μειωθεί στο μισό από τις αλλεπάλληλες περικοπές. Πρόκειται για έγκλημα…
Αν τελικά η αλλαγή νοοτροπίας έχει αρχίσει, είναι μια αργή και μακροπρόθεσμη διαδικασία, που πρέπει να υπερνικήσει ισχυρότατους αντιπάλους. Ετσι όταν μιλάμε για λύσεις, το μείζον πρόβλημα δεν είναι το να βρούμε το τι είναι αναγκαίο να γίνει. Σ’ αυτό εύκολα μπορούμε να πετύχουμε σύγκλιση απόψεων. Το θέμα είναι το ποιός θα το κάνει.

Μήπως οι αγανακτισμένοι πολίτες;

Σίγουρα όχι τα πολιτικά κόμματα, οποιασδήποτε απόχρωσης. Ούτε οι κυβερνήσεις, που δεν ελέγχουν την οικονομία, οι δυνάμεις τις οποίας είναι παγκόσμιες. Τα κράτη είναι εξ ορισμού υποχρεωμένα να δρουν στα πλαίσια της επικράτειάς τους. Η οικονομία δεν ασχολείται πλέον με το τοπικό επίπεδο, τη νομοθεσία του τόπου, τις προτιμήσεις ή σύστημα αξιών των κατοίκων του. Μόλις διαπιστωθεί σύγκρουση, παίρνουν τα laptop, τα i-pad και i-phones και μετακομίζουν σε χώρες σαν το Μπανγκλαντές, όπου βρίσκουν απρόσκοπτη πρόσβαση σε εργατικά χέρια που κοστίζουν 2 δολάρια τη μέρα.  Υπάρχει αυτό που ο Ισπανός κοινωνιολόγος Μανουέλ Καστέλς αποκαλεί «χώρο των ροών» (space of flows). Εκατομμύρια δολλάρια μεταφέρονται ελεύθερα, με το πάτημα ενός πλήκτρου στον υπολογιστή. Έτσι λοιπόν, από τη μια μεριά έχουμε την εξουσία που είναι απελευθερωμένη από τον πολιτικό έλεγχο, και από την άλλη έχουμε την πολιτική, που συνεχώς πάσχει από έλλειμα εξουσίας, μια και η εξουσία εξατμίζεται στον χώρο των ροών.

Εννοείτε ότι η πολιτική είναι τοπική, ενώ η εξουσία παγκόσμια…
Ακριβώς. Και ο πιο αδύναμος κρίκος δεν είναι η κοινότητα, η πόλη ή οποιαδήποτε άλλη μορφή τοπικότητας, αλλά το ίδιο το κράτος, που είναι παγιδευμένο μεταξύ δύο πυρών, του έθνους από τη μια και των αγορών από την άλλη. Και οι πρωτοβουλίες που αναφέρατε γεννιούνται στο υπο-εθνικό επίπεδο. Οι θεσμοί του εθνικού επιπέδου (κόμματα, κυβέρνηση, βουλή κλπ.) δε μπορούν  να αντεπεξέλθουν στη διπλή αυτή πίεση.

Οι πολίτες στην προσπάθεια τους να προστατευθούν από τις επιπτώσεις αυτών των ανώνυμων δυνάμεων της αγοράς, αντιδρούν με τον παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή οργανώνονται με γνωστούς τους, γείτονες, με όλους αυτούς με τους οποίους αντιλαμβάνονται από κοινού πως η βελτίωση του τόπου τους θα έχει θετικό αντίκτυπο σε όλους και δεν είναι ανταγωνιστικό παιχνίδι με νικητές και ηττημένους.
Γίνεται στις μέρες μας συχνά λόγος για δίκτυα…

Ξέρετε, αντιμετωπίζω τον όρο αυτον με δυσπιστία. Τα δίκτυα έχουν να κάνουν με την επικοινωνία και η επικοινωνία περικλείει ταυτόχρονα τη δυναμική της σύνδεσης και τη δυναμική της αποσύνδεσης. Προτιμώ να μιλώ για κοινότητα, γιατί αυτός ο όρος εμπεριέχει την έννοια της δέσμευσης, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση των δικτύων. Σήμερα, μπορεί κανείς να έχει εκατοντάδες φίλους σε ένα online δίκτυο και απλά κάποια στιγμή να σταματήσει να επικοινωνεί με κάποιους, χωρίς να χρειαστεί καν να εξηγήσει γιατί ή να ζητήσει συγγνώμη.

Στις τελευταίες εκλογές στην Ελλάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε ποσοστό περίπου 27% για πρώτη φορά στην ιστορία. Η δέσμευσή του είναι ότι θα σταματήσει την αποπληρωμή του χρέους και τα μέτρα λιτότητας που έχουν επιβληθεί.


Από μια άποψη ήταν ευτυχής συγκυρία που η Αριστερά δε μπόρεσε να γίνει κυβέρνηση. Μπορώ να φανταστώ τη δυσκολία της θέσης της απέναντι σε πολιτικές που έχουν επιβληθεί, όχι από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά από τις ανώνυμες δυνάμεις της αγοράς. Όσο ισχυρή θέληση και καλή οργάνωση και να έχουν τα κόμματα, δε νομίζω ότι μπορούν να καταφέρουν κάτι αν δεν αλλάξει το σύστημα. Όπως ανέφερα, εκείνο που παρατηρείται σήμερα, είναι η αποκοπή της εξουσίας από την πολιτική.

Ως εξουσία αντιλαμβάνομαι την ικανότητα να κάνει κανείς κάποια πράγματα. Ως πολιτική αντιλαμβάνομαι την ικανότητα να αποφασίζει κανείς τι πρέπει να γίνει. Παλιότερα, το ζητούμενο ήταν να επιβάλλει κανείς τη δική του πολιτική ατζέντα. Ήταν δεδομένο ότι το κράτος θα υλοποιούσε την όποια ατζέντα. Σήμερα, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν εννοώ ότι το κράτος είναι τελείως ανίσχυρο, αλλά ότι έχει περιορισμένα περιθώρια ελιγμών. Έτσι, μπορεί π.χ. να αποφασίσει ποιούς θα φορολογήσει περισσότερο, αλλά δεν έχει λόγο στα μεγάλα προβλήματα. Όλοι οι πολιτικοί θεσμοί που δημιουργήθηκαν μεταπολεμικά, βασίζονταν στην αντίληψη ότι το κράτος είναι ικανό να διαχειριστεί την οικονομία, την άμυνα, όπως και τις πολιτισμικές νόρμες μιας κοινωνίας. Αλλά τώρα πια η ιδέα της εθνικής κυριαρχίας αποτελεί αυταπάτη, αφού δεν υπάρχει ούτε ένα έθνος που να είναι κυρίαρχο. Ακόμη και πολύ θαραλλέοι πολιτικοί, όπως ο Λούλα στη Βραζιλία, χρειάζεται να παρακολουθούν τις αντιδράσεις των αγορών όταν υιοθετούν τη μια ή την άλλη πολιτική.Αντίθετα, κυριαρχούν τα χρηματιστήρια που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να παρακολουθούν τις ισοτιμίες των νομισμάτων κι όταν εντοπίσουν μια αδυναμία, να τη διογκώνουν μέχρι να πάρει διαστάσεις τεράστιου προβλήματος, μέσω των ΜΜΕ και της πληροφορικής, ώστε να οδηγήσουν σε πτώση των μετοχών και υποτιμήσεις και να δημιουργήσουν συνθήκες κερδοσκοπίας για το μεγάλο κεφάλαιο.

Πώς μπορεί να επέλθει η αλλαγή; Πώς είναι δυνατόν το σύστημα της αγοράς να παραμένει τόσο σταθερό σ’ένα περιβάλλον γενικής ρευστότητας, για να χρησιμοποιήσουμε δικούς σας όρους;

Όπως σάς είπα, δε βλέπω κάποια αρχή ικανή να επιβάλει κάτι διαφορετικό και πιστεύω ότι για να υπάρξει θα περάσουν δεκαετίες, δεν είναι κάτι που θε εμφανιστεί μέχρι τις επόμενες εκλογές. Η μόνη ριζική λύση που βλέπω είναι να εδραιωθεί ένας τρόπος ζωής, που θα καταστήσει το υπάρχον σύστημα έκπτωτο. Δηλαδή, να σταματήσει το σκεπτικό τού να δανείζεται κανείς για την απόκτηση αυτοκινήτου ή σε επίπεδο κρατών, το να καταφεύγουν σε δανεισμό για να μειώσουν τους φόρους για τους πολύ πλούσιους, και να υιοθετηθεί ένας τρόπος ζωής, που θα παρέχει σε κάποιο βαθμό ασφάλεια σε όλους. Σε τέτοιο περιβάλλον οι κερδοσκόποι δεν μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα.

Δηλαδή ένας αντικαταναλωτικός τρόπος ζωής.


Ακριβώς. Το μισό πρόβλημα είναι ο υπερβολικός καταναλωτισμός της σπατάλης, που κυριαρχεί. Γι’ αυτό και κανένα επίδοξο κόμμα εξουσίας δεν υπόσχεται στους ψηφοφόρους πως θα πατάξει τον καταναλωτισμό. Δεν μιλάμε φυσικά για λιτότητα, αλλά για αλλαγή νοοτροπίας και τρόπου ζωής, με έμφαση στην ικανοποίηση των αναγκών και όχι την ικανοποίηση των καταναλωτών. Ο κόσμος τότε δεν θα σπαταλάει χρήματα για την απόκτηση διάφορων gadgets, όπως για παράδειγμα το να αγοράζεις καινούριο κινητό, χωρίς το παλιό να έχει βλάβη…
Αυτό γίνεται γιατί οι κατασκευαστές των gadgets διασφαλίζουν ότι μόλις εισαχθεί το νέο μοντέλο μιας συσκευής τα παλιότερα θα γίνουν παρωχημένης τεχνολογίας και αυτό ακριβώς τονίζουν όταν τα διαφημίζουν. Τέτοια τεχνάσματα χρησιμοποιούν για να παγιδεύουν τους καταναλωτές.


Φυσικά. Τα διαφημιστικά κόλπα αρχίζουν από τις διαφημίσεις στην παιδική τηλεόραση, όταν π.χ. τα νέα μοντέλα αθλητικών παπούτσιών παρουσιάζονται με τέτοιον τρόπο, που κάνει τα παιδιά να αισθάνονται πως θα γίνουν ρεζίλι στο σχολείο αν εμφανιστούν με παλιότερα. Μ’αυτόν τον τρόπο ασκούνται πιέσεις από παντού και απαιτείται θάρρος και αντοχή για να αντισταθεί κανείς στον καταναλωτισμό. Κάποιοι το κατορθώνουν και δημιουργούνται μικροί πυρήνες, όπως για παράδειγμα στην Ιταλία υπάρχει το κίνημα «slow food», που έχει εξαπλωθεί σε 160 χώρες ή το «Cittaslow», που αποσκοπεί στην επιβράδυνση του ρυθμού ζωής στα αστικά κέντρα και στη διασφάλιση της ποιότητας ζωής, αντί για την ποιότητα της κατανάλωσης. Τέτοιες πρωτοβουλίες αποτελούν «νησάκια» σε ένα αρχιπέλαγος. Από αυτό το σημείο ως τη ριζική αλλαγή νοοτροπίας είναι μακρύς ο δρόμος.  Με παρηγορεί όμως η σκέψη πως κάθε πλειοψηφία στην ιστορία ξεκίνησε ως μειοψηφία κι έτσι το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τις κινήσεις που αναφέραμε. Δεν έχω δυστυχώς άλλο όραμα να σας προσφέρω.

Ποιός θεωρείτε ότι είναι ο ρόλος των διανοούμενων σε αυτήν την προσπάθεια;

Η διανόηση έχει γίνει κι αυτή ένα προϊόν που πωλείται και αγοράζεται και αυτό ισχύει για όλους, τόσο συντηρητικούς, όσο και προοδευτικούς. Παλιότερα, ας πούμε στη δεκαετία του ’30, υπήρχαν διανοούμενοι με κάποιο όραμα, κομμουνιστικό ή ακόμη και φασιστικό. Σήμερα οι διανοούμενοι με όραμα είναι πολύ λίγοι. Ο Μισέλ Φουκώ έχει πει ότι δεν υπάρχουν πια ολοκληρωμένοι διανοούμενοι: οι πανεπιστημιακοί στηρίζουν τα πανεπιστήμια, οι καλλιτέχνες τα θέατρα, οι γιατροί τα νοσοκομεία, η κάθε κατηγορία τα δικά της επαγγελματικά συμφέροντα. Λείπουν οι διανοούμενοι που θα στοχαστούν με πλαίσιο αναφοράς την ανθρωπότητα ολόκληρη.

Αυτή η απουσία έχει να κάνει με τη σχετικοποίηση και την εμπορευματοποίηση της γνώσης;

Οι διαδικασίες της εμπορευματοποίησης, της απορρύθμισης, του ατομισμού χαρακτηρίζουν όλες τις πλευρές της σύγχρονης κοινωνίας. Έτσι δεν υπάρχουν πια «κέντρα βάρους», σημεία συνεύρεσης, και «εργοστάσια αλληλεγγύης». Όλα είναι σκόρπια, ρευστά. Συνεργαζόμαστε στιγμιαία για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος και στη συνέχεια μεταπηδάμε σε κάτι άλλο, όταν βαρεθούμε, και όχι όταν το πρόβλημα έχει επιλυθεί. Δεν υπάρχει αγκυροβόλι.

Αν λοιπόν, όπως περιγράφετε και στα βιβλία σας, ζούμε πια σε ένα μεταμοντέρνο, ρευστό κόσμο, μια ρευστή μετανεωτερικότητα, ποιά θα είναι η διάδοχη κατάσταση;

Χρησιμοποιώ, όπως ίσως ξέρετε, τον όρο interregnum, που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Τίτο Λίβιο για να περιγράψει την κατάσταση στη Ρώμη μετά το θάνατο του Ρωμύλου, που βασίλεψε για 37 χρόνια, όσο ήταν τότε ο μέσος όρος ζωής. Μετά το θάνατό του, ελάχιστοι Ρωμαίοι θυμούνταν τη Ρώμη πριν το Ρωμύλο. Οπότε επικρατούσε μια κατάσταση τραγικής αβεβαιότητας και έλλειψης προσανατολισμού, μέχρι να βρεθεί βασιλιάς.

Ο Γκράμσι δανείστηκε τον όρο και τον προσάρμοσε για να περιγράψει μια κατάσταση όπου οι παλιές πρακτικές δεν είναι πια αποτελεσματικές, ενώ νέοι τρόποι δεν έχουν ακόμα εφευρεθεί. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλέψουμε ποιοί θα είναι αυτοί οι τρόποι. Ίσως σε άλλα σημεία της υδρογείου να έχουν ήδη βρεθεί και να μην το γνωρίζουμε. Αυτό το μαθαίνουμε πάντα εκ των υστέρων. Στη διάρκεια του 20ου αιώνα, ούτε ένα από τα γεγονότα που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας δεν είχε προβλεφθεί. Όλα αποτέλεσαν εκπλήξεις και ο κόσμος δεν μπορούσε να πιστέψει πως συνέβαιναν. Οταν μελετούσα την ιστορία του εργατικού κινήματος στη Βρετανία και έκανα έρευνα στα αρχεία της Guardian στο Μάντσεστερ, διαπίστωσα πως ούτε μια φορά μέχρι το 1870  δεν είχε γίνει αναφορά στην βιομηχανική επανάσταση, ούτε στην κοιτίδα της, το Μάντσεστερ. Ο κόσμος δεν είχε αντιληφθεί πως ζούσε τη βιομηχανική επανάσταση. Επομένως, αν τώρα ζούμε μια μετα-ρευστή επανάσταση, μόνο τα παιδιά σας θα τη συνειδητοποιήσουν.


Αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον.


Ο συμπατριώτης σας Κορνήλιος Καστοριάδης, όταν λόγω των ριζοσπαστικών του θέσεων ερωτήθηκε αν στόχος του ήταν να αλλάξει τον κόσμο, απάντησε «Ούτε κατά διάνοια. Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου να αλλάξω τον κόσμο. Αυτό που επιθυμώ είναι να αλλάξει η ανθρωπότητα από μόνη της, όπως έκανε τόσες φορές στο παρελθόν». Αυτή είναι οπτική αισιόδοξου ανθρώπου.

Την προσυπογράφετε σε τελική ανάλυση;

Δεν θα προλάβω να το δω, γιατί είναι μακροπρόθεσμο. Όμως ελπίζω ο 21ος αιώνας να είναι αφιερωμένος στην επανασύνδεση εξουσίας και πολιτικής, μέσα από συλλογική δράση και κοινούς στόχους. Η διάκριση μεταξύ αισιόδοξης και απαισιόδοξης στάσης κατά τη γνώμη μου είναι λογικά εσφαλμένη, αφού δεν εξαντλεί όλες τις πιθανότητες. Ποιός είναι ο αισιόδοξος; Όποιος πιστεύει πως ο κόσμος ως έχει εδώ και τώρα, είναι ο καλύτερος δυνατός. Ποιός είναι ο απαισιόδοξος; Αυτός που σκέφτεται πως ίσως ο αισιόδοξος να έχει δίκιο.

Υπάρχει και ο Καστοριάδης μεταξύ των δύο θέσεων, που λέει πως ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός και έλπιζε πως κάποτε θα πραγματοποιηθεί. Όσον αφορά στο απώτερο μέλλον, η άποψη του είναι σωστή, όχι όμως όσον αφορά στο άμεσο μέλλον.

Όσο για μένα, είμαι βραχυπρόθεσμα απαισιόδοξος και μακροπρόθεσμα αισιόδοξος. Δεν βλέπω ριζοσπαστικές αλλαγές σύντομα, αλλά είμαι σίγουρος, πως είναι στο πρόγραμμα.

[1] Ο ψυχίατρος R.D. Laing, ορίζει ως «διπλούς δεσμούς», τα διαφορετικά αντιφατικά μηνύματα στα οποία είναι εκτεθειμένα τα μέλη της οικογένειας λόγω της ταυτόχρονης επιρροής της κοινωνίας και της οικογένειας και την ανάγκη να απαντήσουν σε πολύ συχνά παράλογες προκλήσεις για να μην τιμωρηθούν.

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

Διαφορετικοί ορισμοί της ανταγωνιστικότητας μιας χώρας

  •  
  • Η εθνική ανταγωνιστικότητα είναι το πλέγμα εκείνο των παραγόντων, πολιτικών και θεσμών που προσδιορίζουν το επίπεδο της παραγωγικότητας μιας χώρας. Το επίπεδο της παραγωγικότητας, με τη σειρά του, προσδιορίζει το διατηρήσιμο επίπεδο ευημερίας που μπορεί να απολαμβάνει μία οικονομία. Με άλλα λόγια, οι πιο ανταγωνιστικές οικονομίες μπορούν τείνουν να είναι σε θέση να προσφέρουν υψηλότερα επίπεδα εισοδήματος στους πολίτες τους. Το επίπεδο της παραγωγικότητας προσδιορίζει επίσης την απόδοση των επενδύσεων σε μια οικονομία. Καθώς οι αποδόσεις είναι οι καθοριστικοί προσδιοριστικοί παράγοντες στη μεγέθυνση των οικονομιών, μια πιο ανταγωνιστική οικονομία είναι μια οικονομία που πιθανότατα θα αναπτυχθεί ταχύτερα στο μεσο- και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. (World Economic Forum 2007: 3)
  • Η ανταγωνιστικότητα των χωρών είναι το πεδίο εκείνο της οικονομικής θεωρίας που αναλύει τα στοιχεία και τις πολιτικές εκείνες που διαμορφώνουν την ικανότητα μιας χώρας να δημιουργεί και να διατηρεί ένα περιβάλλον που υποστηρίζει μεγαλύτερη παραγωγή αξίας για τις επιχειρήσεις και μεγαλύτερη ευημερία για τους πολίτες.(Institute for Management Development 2006)
  • Ανταγωνιστικότητα είναι ο βαθμός στον οποίο ένα κράτος μπορεί, υπό συνθήκες ελεύθερης και δίκαιης αγοράς, να προσφέρει αγαθά και υπηρεσίες που πληρούν τα κριτήρια των διεθνών αγορών, διατηρώντας και αυξάνοντας ταυτόχρονα τα πραγματικά εισοδήματα των ανθρώπων μακροχρόνια. (OECD 1992: 237)
  • Η ανταγωνιστικότητα ενέχει στοιχεία παραγωγικότητας, αποτελεσματικότητας και κερδοφορίας. Αλλά δεν είναι αυτοσκοπός ή απλός στόχος. Είναι ένα ισχυρό μέσο αύξησης του βιοτικού επιπέδου και της κοινωνικής ευημερίας – ένα εργαλείο για την επίτευξη στόχων. Αυξάνοντας την παραγωγικότητα και την αποτελεσματικότητα στα πλαίσια της διεθνούς εξειδίκευσης, η ανταγωνιστικότητα προσφέρει παγκοσμίως τη βάση για την αύξηση των εισοδημάτων κατά μη πληθωριστικό τρόπο. Competitiveness Advisory (Ciampi) Group, “Enhancing European Competitiveness”. First report to the President of the Commission, the Prime Ministers and the Heads of State, June 1995.
  • Πρέπει να δούμε την ανταγωνιστικότητα ως το κύριο μέσο αύξησης του βιοτικού επιπέδου, απασχόλησης των ανέργων και εξάλειψης της φτώχειας.Competitiveness Advisory (Ciampi) Group. “Enhancing European Competitiveness”. Second report to the President of the Commission, the Prime Ministers and the Heads of State, December 1995
  • Η ανταγωνιστικότητα είναι η ικανότητα μιας χώρας να πετύχει διατηρήσιμα υψηλούς ρυθμούς αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. (World Economic Forum 1996: 19)
  • Η έννοια της ανταγωνιστικότητας περικλείει τόσο την αποδοτικότητα (επίτευξη στόχων με το μικρότερο δυνατό κόστος) όσο και την αποτελεσματικότητα (επιλογή των κατάλληλων στόχων). Αυτή η επιλογή βιομηχανικών στόχων είναι κρίσιμη. Η ανταγωνιστικότητα περιλαμβάνει τόσο τους στόχους όσο και τα μέσα για την επίτευξή τους. (Buckley, et al. 1988)
  • Ανταγωνιστικότητα σημαίνει υποστήριξη της ικανότητας των επιχειρήσεων, κλάδων, περιφερειών, χωρών ή διακρατικών περιοχών να δημιουργούν σχετικά υψηλά επίπεδα εισοδήματος και απασχόλησης των συντελεστών τους, ενώ παραμένουν εκτεθειμένες στο διεθνή ανταγωνισμό. (OECD 1996)
  • Η ανταγωνιστικότητα αναφέρεται στην ικανότητα μιας χώρας να πετύχει τους βασικούς στόχους της οικονομικής της πολιτικής, ιδιαίτερα την αύξηση του εισοδήματος και της απασχόλησης, χωρίς να αντιμετωπίσει προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών της. (Fagerberg 1996: 355)
  • Η ικανότητά μας να προσφέρουμε αγαθά και υπηρεσίες που πληρούν τα κριτήρια του διεθνούς ανταγωνισμού ενώ οι πολίτες μας απολαμβάνουν ένα βιοτικό επίπεδο που αυξάνεται και είναι διατηρήσιμο. (Tyson 1992)
  • Μια χώρα θεωρείται ανταγωνιστική αν πουλάει αρκετά προϊόντα και υπηρεσίες, με εισοδήματα για τους συντελεστές συμβατά με τις προσδοκίες και βλέψεις (τρέχουσες και συνεχώς μεταβαλλόμενες) της χώρας, υπό συνθήκες (μακρο-οικονομικές και κοινωνικές) που κρίνονται ως ικανοποιητικές από τους πολίτες. (Aiginger 1996: 141)
  • Ανταγωνιστικότητα είναι η ικανότητα μιας χώρας ή περιοχής να δημιουργεί ευημερία. (Aiginger 2006: 162)



Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

Εκ νέου πολιτικοποίηση σε όλα τα επίπεδα

του Μιχάλη Παπαγιαννάκη *

Δεν είναι βέβαιο ότι όλοι λυπούνται ή ανησυχούν από αυτή την εξέλιξη. Σίγουρα όμως οι περισσότεροι αναγνωρίζουν στην πολιτική μια δυνατότητα και έναν ρόλο δημιουργικών παρεμβάσεων στην οικονομική, κοινωνική, αλλα και πολιτιστική σφαίρα, όπως και σημαντικές ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση προβλημάτων, ανισοτήτων, κρίσεων.Το ζήτημα είναι ότι αυτές τις λειτουργίες και παρεμβάσεις η πολιτική όλο και λιγότερο τις ασκεί, εδώ και καιρό. Παλιότερα μπορούσε κανείς να επιδιώκει πολιτικές για την αύξηση της απασχόλησης και των εισοδημάτων, για την ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους, για την μείωση των ανισοτήτων και των αποκλεισμών, για την αύξηση των επενδύσεων για την Παιδεία, για τις παραμερισμένες κατηγορίες και ομάδες του πληθυσμού κτλ. κτλ Ηταν η εποχή που μιλούσαν όλοι για το ευρωπαϊκό ή για το «σοσιαλδημοκρατικό» κοινωνικό μοντέλο,θεωρώντας το περίπου ως αυτονόητο.

Η αποτελεσματικότητα αυτού του μοντέλου (και όχι μόνο στην Ευρώπη, θυμηθείτε την «ανοιχτή κοινωνία» στις ΗΠΑ...) σε μια μακρά μεταπολεμική περίοδο θεωρούνταν δεδομένη και αποδεικνυόταν από μια σχετικά στα θερή και υψηλή ανάπτυξη της παραγωγής και του διεθνούς εμπορίου υπό συνθήκες περίπου πλήρους απασχόλησης. Όλα αυτά μπήκαν σε αμφισβήτηση στα μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση, την παγκοσμιοποίηση, την κατάρρευση του διπολικού κόσμου, την ανάδυση νέων και σημαντικών χωρών στη συνολική οικονομική σκηνή. Άνοιγμα των εθνικών οικονομιών σε αυξημένο διεθνή ανταγωνισμό, δημοσιονομικές κρίσεις, προσπάθειες περιορισμού των φορολογιών επιχειρήσεων και πλούτου και αντίστοιχη πίεση για μείωση των δημόσιων δαπανών για το κοινωνικό κρατος, αλλά και για «αθέμιτες» αναπτυξιακές επενδύσεις, «μετακόμιση» επιχειρήσεων σε χώρες με μικρότερο οικονομικό και κοινωνικό κόστος, αύξηση της ανεργίας, πίεση εις βάρος των οργανωμένων παρεμβάσεων και αντιστάσεων των εργαζομένων, όλα αυτά και άλλα ανάλογα, συχνά και με ιδεολογικό περιτύλιγμα οικονομικού φιλελευθερισμού και αναπτυξιακής προσδοκίας από την ιδιωτική πρωτοβουλία οδήγησαν την πολιτική να στερηθεί πολλά από τα βασικά εργαλεία που της επέτρεπαν να παρεμβαίνει, να ρυθμίζει, να διακυβερνά, με σχετική αποτελεσματικότητα: φορολογία, νομισματική πολιτική, δημόσιες επενδύσεις και οργανισμοί, ευνοϊκές πιστώσεις, επιδόματα, κίνητρα, διοικητικές παρεμβάσεις...

Βέβαια, τα εργαλεία αυτά και η χρήση τους δεν παρήγαν στο παρελθόν πάντοτε τα καλύτερα αποτελέσματα. Παρήγαγαν και γραφειοκρατια, αυθαιρεσία, αδιαφανεία, κακή χρήση δημόσιων πόρων. Αναγνωριζόταν όμως γενικά ότι ήταν αναγκαία και θεμιτή η πολιτική παρέμβαση και ρύθμιση στο χώρο της ιδιωτικής οικονομίας, του ανεξέλεγκτου ανταγωνισμού και της ασυδοσίας σε οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και οικολογικές επιλογές. Αυτή η αποδοχή έδινε το δικαίωμα και τη δυνατότητα στους πολίτες να διεκδικήσουν από τη δημόσια εξουσία να παρέμβει προς αυτή ή εκείνη την κατεύθυνση, να οργανωθούν σχετικώς, να συζητήσουν, να αντιπαρατεθούν, να κάνουν σχετικά διαβήματα, να ψηφίσουν, να τιμωρήσουν ή να επιβραβεύσουν, να ελπίζουν ότι θα πετύχουν επιθυμητές αλλαγες. Αυτό δεν είναι όμως και το νόημα της πολιτικής συμμετοχής; 

Εδώ και καιρό εδραιώνεται στην πεποίθηση των πολιτών ότι η συμμετοχή δεν οδηγεί σε αποτελέσματα. Εξ ου και η απαξίωση της πολιτικής την οποία διαπιστώνουμε. Αρκετοί πιστεύουν ότι πρόκειται για παροδική κρίση, απ τα πραγματα θα «διορθωθούν» με αλλαγές σε ηγεσίες, πρόσωπα, κείμενα, νομικές ρυθμίσεις. Δεν νομίζω ότι αρκούν.

Απαιτείται μια νέα «πολιτικοποίηση» της διεθνούς και της κοινωνικής συμβίωσης, σε άλλα επίπεδα και με άλλα επίδικα αντικείμενα ώστε να μπορούν να υπάρξουν εκ νέου δυνατότητες, εργαλεία, και κίνητρα για συμμετοχή των πολιτών. Πολιτικοποίηση της διακυβέρνησης της παγκοσμιοποίησης, με νέες μορφές ενεργού συμμετοχής, κρατών, κινημάτων και πολιτών. Ενοποίηση της Ευρώπης και πολιτικοποίηοη των οικονομικών, κοινωνικών και οικολογικών λειτουργιών της. Ανοικοδόμηση του κοινωνικού κρατους και πολιτικοποίηοη των πόρων του (αλήθεια, γίνεται χωρίς αποκατάσταση της φορολογίας ως εργαλείου ανακατανομής εισοδημάτων, παροχών και κοινωνικών παρεμβασεων;). Αποκατάσταση των εξουσιών της νομοθετικής (και κοινοβουλευτικής) εξουσίας εις βάρος της εκτελεστικής. Περιφερειακή ανασυγκρότηση του κράτους και της αυτοδιοίκησης.

Προφανώς πρόκειται απλώς για απλούς τίτλους ολόκληρων κεφαλαίων μιας σύγχρονης και επείγουσας μεταρρύθμισης της ουμβίωσής μας, και επομένως της πολιτικής.

Φυσικά το κλειδί είναι ποιες πολιτικές δυνάμεις μπορούν να ξεκινήσουν να συζητούν και να μετέχουν σε μια τέτοια μεταρρύθμιση ιδεών, προτάσεων και τελικά δράσεων. Η ελπίδα πολλών μας είναι σε μια ανανεωμένη, ευρωπαϊστική, οικολογική και μεταρρυθμιστική Αριστερά. Παντως τα «κεφάλαια» που προαναφέρθηκαν και άλλα ανάλογα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο στοχασμού και νέων προτασεων όλων των πολιτών και πολιτικών δυναμεων, πάντα βέβαια στη φιλοδοξία της εκ νέου πολιτικοποίησης της συμβίωσης μας στον κόσμο και στη χώρα. Και τότε θα είναι δυνατόν να συζητήσουμε παραγωγικά...

*Δημοσιεύτηκε στο Βήμα της Κυριακής 13/7/2008