Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

Προοδευτική ή συντηρητική κυβέρνηση του Σάκη Παπαθανασίου

Πριν 10 μέρες σε άρθρο μου στο TVXS  περιέγραψα το πολιτικό σκεπτικό της τοποθέτησης μου για τις αυριανές εκλογές. Συγκεκριμένα ανέφερα τα παρακάτω:
Η χώρα συνεχίζει να αντιμετωπίζει προκλήσεις. Δεν έχουν εξαλειφτεί οι κίνδυνοι του Grexit ή του Grimbo. Για να αποτραπούν χρειάζεται:
Διεκδίκηση νέων ρυθμίσεων στα θέματα του χρέους και της αναπτυξιακής ενίσχυσης με ρεαλιστικές θέσεις.
Αξιόπιστη υλοποίηση της συμφωνίας με το μέγιστο δυνατό πολλαπλασιασμό επενεργειών των θετικών στοιχείων και τη δημιουργία οικονομικών – κοινωνικών αντιρροπήσεων στα αρνητικά μέτρα.
Ζητούμενο είναι η προώθηση ενός συνεκτικού προγράμματος σαρωτικών μεταρρυθμίσεων και  εκσυγχρονισμών σε όλους τους τομείς και όχι απλώς η  διαχείριση της συμφωνίας.

α) Παραμένει αναγκαία η προοδευτική διακυβέρνηση

Το πρόγραμμα εξόδου από την κρίση πρέπει να υπερβαίνει τις πολιτικές Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ που διαχειρίστηκαν τα θέματα, εντός και εκτός μνημονίου, με τρόπο που διατήρησε τις κατεστημένες παθογένειες και αύξησε τις ανισότητες.
Ταυτόχρονα πρέπει να υπερβεί τα χαρακτηριστικά που έκαναν μη επιτυχημένη την 7μηνη θητεία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ όπως η παράβλεψη της  δημοσιονομικής παραμέτρου, η αμφιταλάντευση σε ό,τι αφορά στην ευρωπαϊκή πορεία, τα κρατικίστικα στερεότυπα και η υποτίμηση των αρνητικών επιπτώσεων πολιτικών χειρισμών στην οικονομία (βλέπε δημοψήφισμα).

Η συναίνεση όλων των δυνάμεων ευρωπαϊκού προσανατολισμού είναι απολύτως απαραίτητη για την προώθηση των αυτονόητων αλλαγών.  Στο σύνολό του όμως το πρόγραμμα εξόδου από την κρίση έχει εξ αντικειμένου πολιτικό πρόσημο. Για αυτό η αντίθεση δεξιάς και αριστεράς διατηρείται εντός του πλαισίου των ευρωπαϊκών δυνάμεων.

β) Ευρύ μπλοκ δυνάμεων για την προοδευτική διακυβέρνηση

Η προώθηση προοδευτικών λύσεων στο μέτρο του εφικτού προϋποθέτει  στη διακυβέρνηση της χώρας να βρίσκονται δυνάμεις που δεσμεύονται σε αυτή την κατεύθυνση. Απαιτείται μάλιστα η μέγιστη δυνατή συσπείρωση τέτοιων δυνάμεων, καθώς η υπόθεση της εξόδου από την κρίση αποτελεί μια σύνθετη διαδικασία και πρέπει να στηρίζεται σε μια μεγάλη προοδευτική πλειοψηφία με ορίζοντα τριετίας στη Βουλή και στον λαό.

Οι εκλογές δημιουργούν την ευκαιρία να αντιστοιχηθεί ο πολιτικός χάρτης της χώρας σε αυτήν την αναγκαιότητα.

Η αναγνώριση από τον  ΣΥΡΙΖΑ των δεσμεύσεων και των αντικειμενικών παραμέτρων είναι το βήμα για να γίνει εφικτή μια βιώσιμη διακυβέρνηση με την πρωτοκαθεδρία του.
Η αναγνώριση από το ΠΑΣΟΚ και το ΠΟΤΑΜΙ, (που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικές δυνάμεις αλλά λειτουργούν συχνά περισσότερο σαν συνεργάτες της Ν.Δ παρά ως φορείς αλλαγής), των λαθών του παρελθόντος, ο τερματισμός της συλλήβδην αντιαριστερής ρητορείας και η απαλλαγή από συντηρητικές λογικές είναι το βήμα που πρέπει να κάνουν.

γ) Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί υπό προϋποθέσεις να ηγηθεί της προοδευτικής ανασυγκρότησης της χώρας

Μια τέτοια προοδευτική διακυβέρνηση προϋποθέτει ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι πρώτο κόμμα δεσμευόμενος σε ένα σύγχρονο και ρεαλιστικό πρόγραμμα προοδευτικής ανασυγκρότησης.

Η συμφωνία με τους δανειστές  και η αποχώρηση της μερίδας που διακατεχόταν από αντιευρωπαϊκές και παλαιο-αριστερές θέσεις δημιουργεί βάσιμες προσδοκίες ότι θα κινηθεί σε μια τέτοια κατεύθυνση. Εξάλλου αν θέλει να πετύχει αυτός είναι ο μόνος δρόμος που έχει μπροστά του.

Όσοι κραδαίνουν τα αρνητικά σημεία που επέδειξε το διάστημα της 7μηνης διακυβέρνησής του και κλείνουν τα μάτια στις συντελούμενες διαδικασίες μετασχηματισμού του, απλώς αποφαίνονται δογματικά. Βεβαίως δεν έφυγαν όλα τα εμπόδια αλλά έχει γίνει το μεγάλο βήμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να αποσαφηνίσει πλήρως προεκλογικά τη νέα αφήγηση του με ευρωπαϊκό και αναπτυξιακό προσανατολισμό, η οποία να είναι κάθετα αντίθετη όχι μόνο στον νεοφιλελευθερισμό αλλά και στον καταστροφικό αριστερό λαϊκισμό και αντιευρωπαϊσμό της Λαϊκής Ενότητας του Π. Λαφαζάνη. Οφείλει ταυτόχρονα να δραστηριοποιηθεί για την πολιτική συνάντηση -  χωρίς λογικές ανταλλαγμάτων - με ευρύτερες δυνάμεις που μπορούν να συνεισφέρουν στη νέα πολιτική πρόταση.

Η προοδευτική ανασυγκρότηση της χώρας όμως δεν αποτελεί υπόθεση μόνο ενός κόμματος. Είναι απαραίτητη μια ευρύτατη συνάντηση σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο που θα κινητοποιήσει το  καλύτερο προοδευτικό δυναμικό της  ελληνικής κοινωνίας. Αυτό - μεταξύ άλλων - προϋποθέτει άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ στο θέμα των ενδεχόμενων μελλοντικών κυβερνητικών συνεργασιών.

Δεν γίνεται χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν γίνεται μόνο από τον ΣΥΡΙΖΑ

Στο προαναφερόμενο άρθρο σήμερα θα συμπλήρωνα, λαμβάνοντας υπόψη την προεκλογική παρουσία των κομμάτων, τα εξής:

Η αντίθεση μεταξύ ευρωπαϊστών και αντιευρωπαϊστών είναι υπαρκτή και αν κρινόταν η παραμονή της χώρας στο ευρώ θα γινόταν κυρίαρχη και αυτό θα μας υποχρέωνε στη συγκρότηση ενός ευρωπαϊκού μετώπου. Την περίοδο όμως που διανύουμε δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα. Είναι βεβαίως ζητούμενο η πολιτική ήττα των αντιευρωπαϊκών δυνάμεων συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων της Αριστεράς που στο όνομα της κατάργησης της λιτότητας μας καλούν να ακολουθήσουμε το δρόμο που θα φέρει λιτότητα τριπλάσιου βαθμού και εξαθλίωση. Για αυτό θεωρώ απολύτως λανθασμένη οποιοδήποτε συζήτηση για το ενδεχόμενο μετεκλογικής συνεργασίας του ΣΥΡΙΖΑ με τη Λαϊκή Ενότητα.

Δημιουργείται αμέσως το ερώτημα ποια μπορεί να είναι η σχέση της Δεξιάς με την Αριστερά , γενικότερα των συντηρητικών  με τις προοδευτικές δυνάμεις, εντός του ευρωπαϊκού δρόμου της χώρας.

Υπάρχουν σίγουρα περιθώρια συνεργασίας σε κάποιους τομείς σχετικούς με την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Δεν είναι τυχαίο ότι η συμφωνία που έφερε η κυβέρνηση Τσίπρα κέρδισε την πλειοψηφία στο ελληνικό κοινοβούλιο με τη στήριξη των άλλων κομμάτων ευρωπαϊκού προσανατολισμού. Η συνεργασία αυτή μπορεί να αφορά επίσης εθνικά θέματα, αλλά και θέματα όπως η  προώθηση λειτουργικών και τεχνολογικών εκσυγχρονισμών.

Οι δυνατότητες συνεργασίας δεν καταργούν όμως τη διάκριση μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών δυνάμεων, που εξάλλου υπάρχει σε όλη την Ευρώπη και είναι  μέρος της δημοκρατικής διαδικασίας. Στην ίδια τη Γερμανία η σύμπραξη των Χριστιανικοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών προέκυψε λόγω της μη εισόδου στη Βουλή των συμμάχων της κ. Μέρκελ ενώ και παλιότερα στην κυβέρνηση βρισκόταν ο συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών και Πράσινων.

Η έξοδος της χώρας μας από την κρίση θα γίνει μέσω μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς. Ο χαρακτήρας αυτών των αλλαγών καθορίζει το παρόν και το μέλλον. Το δίλημμα είναι υπαρκτό: Προοδευτικές μεταρρυθμίσεις που θα αντιμετωπίσουν τις παθογένειες του παρελθόντος, θα επιμερίσουν δίκαια τα βάρη και τις ωφέλειες και θα εντάξουν τη χώρα σε μια βιώσιμη ανάπτυξη με μείωση των ανισοτήτων και εμβάθυνση της δημοκρατίας ή συντηρητικές μεταρρυθμίσεις που θα διατηρήσουν τη χώρα εντός ευρώ αυξάνοντας τις ανισότητες και υποβαθμίζοντας τις δυνάμεις  της εργασίας;
 
Προκύπτει όμως το ζήτημα εάν η έννοια του προοδευτικού και του συντηρητικού έχει νόημα εφόσον έχουμε μπροστά μας την υποχρέωση της υλοποίησης του νέου μνημονίου.

Υποστηρίζω πως έχει νόημα. Η υλοποίηση της συμφωνίας δεν είναι μια τεχνοκρατική διαδικασία και την περίοδο εφαρμογής της, μια προοδευτική πολιτική μπορεί και πρέπει να περιλαμβάνει παράλληλα :

Διεκδίκηση στα θέματα που είναι ανοικτά όπως οι εργασιακές σχέσεις, ο δημόσιος χαρακτήρας των δικτύων της ενέργειας, η συγκεκριμενοποίηση των επιπρόσθετων αναπτυξιακών ενισχύσεων και το μεγάλο θέμα της απομείωσης του χρέους.
Προώθηση κοινωνικών αντισταθμίσεων για τους οικονομικά αδύναμους και τις οικογένειες που  ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.
Αντιμετώπιση των παθογενειών (όπως κλοπή ΦΠΑ, φοροδιαφυγή, υπερτιμολογημένες προμήθειες του δημόσιου τομέα κ.ά.) που θα παράγουν τα ίδια δημοσιονομικά αποτελέσματα δημιουργώντας εμπράκτως τη δυνατότητα να ληφθούν θετικά μέτρα όπως η μείωση του ΦΠΑ στα είδη διατροφής, η μείωση της φορολογίας, η αύξηση των δικαιούχων επιδόματος ανεργίας.
Προώθηση αντιρρόπησης προς τα υφεσιακά μέτρα μέσω της ταχύτατης και βέλτιστης διαχείρισης των αυξημένων ευρωπαϊκών πόρων με την παραγωγή αποτελεσμάτων σε επενδύσεις, θέσεις εργασίας και εισοδήματα.
Διεκδίκηση μεγάλων πρωτοβουλιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο όπως η αντιμετώπιση της ανεργίας , της φτώχειας και των προσφυγικών ροών .

Επιπροσθέτως δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι υπάρχουν σημαντικά ζητήματα που είναι εκτός μνημονίου και στα οπαία μια προοδευτική κυβέρνηση καλείται να ακολουθήσει διαφορετική πολιτική από αυτή του παρελθόντος με χαρακτηριστικά αυτά της διαφθοράς, των πελατειακών σχέσεων, του πολιτικού συστήματος κ.ά.

Για όλους τους παραπάνω λόγους δεν μπορεί να υπάρχει κοινό πρόγραμμα διακυβέρνησης μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ . Μια τέτοια κυβέρνηση στην ουσία θα αποτελεί  επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση.

Αυτό που χρειάζεται είναι μια κυβέρνηση προοδευτική που θα υπερβεί τη στείρα αντιμνημονιακή επαγγελία και θα μπει στην ουσία του θέματος που είναι η εφαρμογή των μέγιστων δυνατών προοδευτικών λύσεων εντός της κρίσης.

Πώς όμως αντιμετώπισαν τα κόμματα μια τέτοια προοπτική συγκρότησης προοδευτικής κυβέρνησης;

Το ΠΑΣΟΚ έτρεξε να δηλώσει ότι θέλει τη Ν.Δ οπωσδήποτε σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, συνεχίζοντας την πολιτική Βενιζέλου. Η ομάδα της ΔΗΜΑΡ, που προσκολλήθηκε στο σχήμα του ΠΑΣΟΚ, αποδέχθηκε αυτή τη θέση παραβιάζοντας όλες τις αποφάσεις που είχε λάβει έως προσφάτως η ΔΗΜΑΡ  υπέρ της προοδευτικής διακυβέρνησης.

Το ΠΟΤΑΜΙ παρά τη χρησιμοποίηση υψηλών τόνων εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ δεν έθεσε ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή του σε κυβέρνηση  τη  συμμετοχή και της Ν.Δ
Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε σημαντικά βήματα  σε σχέση με το παρελθόν. Στην προεκλογική περίοδο έθεσε το δίλημμα προοδευτική ή συντηρητική κυβέρνηση και κάλεσε όλους τους προοδευτικούς πολίτες ανεξαρτήτως του που βρέθηκαν στο παρελθόν να στηρίξουν την προσπάθεια του. Άνοιξε τη συζήτηση για το ενδεχόμενο σύμπραξης του (αν χρειαστεί) με το ΠΑΣΟΚ και το ΠΟΤΑΜΙ θέτοντας τον όρο της απαλλαγής τους από τις συντηρητικές πολιτικές. Δεσμεύτηκε για τη συγκρότηση μιας κυβέρνησης που θα λειτουργεί ως κυβέρνηση όλων των Ελλήνων. Έθεσε ρεαλιστικές προσεγγίσεις για την υλοποίηση της συμφωνίας και τις διεκδικήσεις που θα προβάλλει στα ανοικτά θέματα.

Στο κρίσιμο ζήτημα των μεταρρυθμίσεων μίλησε για την ανάγκη προοδευτικών μεταρρυθμίσεων και αλλαγών σε όλους τους τομείς. Στον προεκλογικό του λόγο  περιόρισε το όλο ζήτημα στο πεδίο της διαπλοκής. Στην πραγματικότητα όμως οι μεταρρυθμίσεις αφορούν όλα τα πεδία του κράτους και της οικονομίας και όχι μόνο την αντιμετώπιση των ισχυρών ελίτ και των παθογενειών που σχετίζονται με αυτές.

Αφορούν τον επανακαθορισμό της έννοιας του προοδευτικού φορέα όχι μόνο ως προωθητή της αναδιανομής και της διεύρυνσης της πρόσβασης των εργαζόμενων στρωμάτων στο κοινωνικό κράτος αλλά πρωτίστως ως φορέα που μπορεί να οδηγήσει την Ελλάδα στην κοινωνικά δίκαιη έξοδο από την κρίση και σε μια νέου τύπου ανάπτυξη με παραγωγή, θέσεις εργασίας και  εισοδήματα που θα μπορούν να σταθούν σε ένα διεθνοποιημένο και ανταγωνιστικό περιβάλλον.

Αφορούν τον εκσυγχρονισμό, την παραγωγικότητα και την αντιμετώπιση της διαφθοράς και του κομματισμού στο δημόσιο τομέα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ολοκλήρωσε τη στροφή του. Έκανε όμως το μεγάλο βήμα.

Εμείς οι Δημοκράτες και Ευρωπαϊστές της Αριστεράς δεν μπορούμε να παραβλέπουμε τις αντιθέσεις και την πραγματική διακύβευση. Ούτε η κριτική μας στον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να γίνεται με όρους αποδόμησης κάθε προοδευτικής προσπάθειας. Καθήκον μας είναι να στηρίξουμε κριτικά τη δεύτερη προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ που έχει πολύ καλύτερες προοπτικές και να συμβάλλουμε στη συγκρότηση ενός μεγάλου προοδευτικού μπλοκ δυνάμεων για την αλλαγή.
Για αυτό θα ψηφίσω κριτικά, και με βάση τις μέχρι τώρα θέσεις μου, τον ΣΥΡΙΖΑ.




Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Ο Nash, η διαπραγμάτευση και ο Βαρουφάκης


του Αντώνη Μιχαλάκη

O τραγικός θάνατος του John Nash πριν από λίγες μέρες σε τροχαίο έγινε άμεσα γνωστός είτε μέσω διαδικτύου, είτε από τα ρεπορτάζ της τηλερόρασης. Το κεντρικό σχόλιο όλων όσων γράφονταν ή λέγονταν, ήταν για την ταινία – αφιέρωμα στον Nash “Α Beautiful Mind”. Κι όμως η σχέση της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας με τον μεγάλο μαθηματικό είναι πολύ καλύτερα δομημένη και ξεπερνά τα εισιτήρια που έκοψε η ταινία στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες. Ας δούμε όμως γιατί.
Το 1928 ένας ιδιοφυής διανοητής ο John von Neumann, παρουσίασε μια χρήσιμη θεωρία σε ανταγωνιστικές καταστάσεις, με κύρια βλέψη τα παίγνια μηδενικού αθροίσματος. Με το θεώρημα minimax έλυσε αυτό το παίγνιο θεωρώντας ότι οι δύο παίκτες συμπεριφέρονται “έξυπνα”. Έτσι μπήκαν οι βάσεις για τη Θεωρία Παιγνίων. Ο von Neumann απέτυχε όμως να δώσει λύση στα παίγνια μη-μηδενικού αθροίσματος. Κυρίως γιατι δεν μπόρεσε να λύσει το Πρόβλημα της Απροσδιοριστίας, δηλαδή το πως να κάνεις τη βέλτιστη επιλογή εφόσον δεν γνωρίζεις τις επιλογές των άλλων, οι οποίες επιλογές εξαρτώνται και από τη δική σου κοκ. Στην πραγματικότητα το ερώτημα έμπαινε επιτακτικά: Πως μπορούμε να λάβουμε υπόψη, να αναλύσουμε και να ποσοτικοποιήσουμε τις προσδοκίες των “παικτών” ώστε να πάρουμε την βέλτιστη στρατηγική επιλογή; Σε πολιτικο-κοινωνικό επίπεδο αυτό μπήκε στην συζήτηση από τον Μακιαβέλι, τον Χομπς, τον Ρουσώ και σε οικονομικό επίπεδο (ως ισορροπία προσδοκιών) από τον Σμιθ, τον Ρικάρντο, τον Κέινς. 
 
Ο Nash ξεπερνά την Απροσδιοριστία, επινοώντας και αποδεικνύοντας μια “λύση” ως ισορροπία ανάμεσα στις πράξεις και τις προσδοκίες των παικτών που τους ώθησαν σε αυτές τις πράξεις. Η περίφημη ισορροπία Nash δεν ασχολείται με το τι σκέφτονται οι άλλοι παίκτες αλλά ποιές είναι εκείνες οι επιλογές που δεν θα κάνουν κανένα παίκτη να μετανιώσει για την αποφάσή του. Με αυτό τον τρόπο επιβεβαιώνονται οι προσδοκίες όλων των παικτών. Απεδειξε δηλαδή ότι κάθε κοινωνικό παίγνιο έχει τουλάχιστον μια τέτοια λύση.
Η δεύτερη μεγάλη συνεισφορά του Nash ήταν η προσέγγισή του στο διαπραγματευτικό πρόβλημα. Ως διαπραγματευτικό πρόβλημα μπορούμε να ορίσουμε το φόβο αθέτησης της συμφωνίας, την ίδια την ουσία της συμφωνίας, την διαφορά αντικειμενικών και υποκειμενικών ωφελειών και τη διαφορετικά σταθμισμένη βαρύτητά τους ,τη σχετική διαπραγματευτική ισχύ των μερών. Επειδή όλα αυτά δεν μπορούσαν να οριστούν επακριβώς, οι οικονομολόγοι οδηγήθηκαν στην άποψη ότι το μη επιλύσιμο διαπραγματευτικό πρόβλημα το λύνει μόνο ο ανταγωνισμός γιατί ακυρώνει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τις υποκειμενικότητες των μερών. Ταυτόχρονα θεωρούσαν πως η αποτυχία του πρώτου σταδίου διαπραγμάτευσης αυξάνει την πιθανότητα κατάρρευσης όλης της διαπραγμάτευσης, λόγω της σοβαρής σχέσης των προσδοκιών ενός διαπραγματευτή με τις προσδοκίες των άλλων.
 
Ο Nash υπερβαίνει τη λύση σε στάδια και πηγαίνει κατευθείαν στο αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης. Όρισε απευθείας τρεις ιδιότητες της λύσης: α) η λύση είναι μια ισορροπία Nash. Η τούρτα δηλαδή μοιράζεται με τέτοιο τρόπο ώστε κανείς να μην μετανιώσει για την επιλογή του, β) η λύση είναι ανεξάρτητη από το πως τα διαπραγματευτικά μέρη ορίζουν τις ωφέλειες τους, από την κλίμακα μέτρησής τους και γ) η λυση δεν επηρεάζεται από την “απαγόρευση” εναλλακτικών κατανομών που ούτως ή άλλως τα διαπραγματευτικά μέρη δεν θα κατέληγαν ποτέ. Ο Nash αποδεικνύει πως υπάρχει μια και μοναδική λύση που να ικανοποιεί και τις τρεις ιδιότητες. Είναι η συμφωνία που μεγιστοποιεί το γινόμενο (εδώ επέρχεται και η μαθηματικοποίηση του θέματος) των ωφελειών των διαπραγματευτών.
Σε αυτή τη μαγική στιγμή μπαίνουν στη συζήτηση όμως η αβεβαιότητα των παικτών (σε κοινωνικό επίπεδο θα λέγαμε η ενδεχομενικότητα), η εξέλιξη ενός παίγνιου στον χρόνο, ο ορισμός του τι θεωρούμε κάθε φορά ορθολογική συμπεριφορά και οι πολλαπλές ισορροπίες για σύνθετα κοινωνικά φαινόμενα. Όλα τα προβλήματα δηλαδή που δεν παρουσιάζει ο homo economicus αλλά είναι παρόντα στο σύγχρονο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων. 
 
Ο σημερινός Υπουργός Οικονομικών Γ. Βαρουφάκης τα γνωρίζει όλα αυτά πάρα πολύ καλά. Άλλωστε αναφέρει σε ένα βιβλίο – αφιέρωμα για τον John Nash και για την δημιουργική απροσδιοριστία της ανθρώπινης δράσης (φαντάζομαι ότι σκέφτεστε την δημιουργική ασάφεια). Ο παγνιοθεωρητικός υπουργός υποστηρίζει ότι ο Nash απέτυχε να δώσει μια ενιαία κοινωνική λύση μέσω της Θεωριας Παιγνίων, γιατί ο Nash ανακάλυψε τα όρια του μεθοδολογικού ατομικισμού. Θα συμφωνήσω. Κυρίως γιατί μια ποσοτικοποιημένη προσέγγιση του θέματος αφήνει απέξω την ιστορική ενδεχομενικότητα για τον τρόπο συγκρότησης των κοινωνικών δεσμών και συμβολαίων. Όμως στην επίμαχη τωρινή περίοδο διαπραγμάτευσης φαίνεται ότι ο Βαρουφάκης έχει ξεχάσει τελείως τις ορθολογικότητες σαν να μην μιλούμε για μια ολόκληρη χώρα, σαν να μην μιλούμε για ένα κοινωνικό πλέγμα σχέσεων που διέπονται από καθημερινές διαμεσολαβήσεις, σαν να μην μας ενδιαφέρει η επίτευξη της μίας και μοναδικής λύσης, αλλά μόνο πως θα “παίξουμε” στο επίπεδο των προσδοκιών. Και μάλιστα με ένα τρόπο επικοινωνιακού επαναπροσδιορισμού της κλίμακας μέτρησης των ωφελειών/χρησιμοτήτων (αξιοπρέπεια vs υλικών αγαθών).

Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

'Ωρα αποφάσεων

του Νικόλα Σεβαστάκη*

Απότομη προσγείωση, στροφή στον ρεαλισμό, «κυβίστηση». Αυτές είναι οι λέξεις που κυριαρχούν στα σχόλια για τη νέα ελληνική κυβέρνηση και την πορεία της. Εδώ και ένα μήνα και γύρω από το δράμα της διαπραγμάτευσης για τη λεγόμενη ενδιάμεση συμφωνία εκτυλίσσεται ένα δεύτερο δράμα με χαιρέκακες δικαιώσεις, αγωνίες διάψευσης, ιδεολογικά άγχη. Αυτό μάλιστα το δεύτερο δράμα φαίνεται πως θα έχει συνέπειες στη διαμόρφωση των κοινωνικών προσδοκιών στο επόμενο διάστημα.
Ηδη πάντως στην Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, μέσα και έξω από το κόμμα και στον περίγυρο, η συμφωνία με τους δανειστές χαρακτηρίστηκε «σοσιαλφιλελεύθερη». Αλλοι μάλιστα θα μιλήσουν για στρατηγική υποχώρηση της κυβέρνησης και για ανακωχή με στοιχεία πρώτης ήττας και ασύμμετρης αυτοϋπονόμευσης του σχεδίου ανάσχεσης του νεοφιλελευθερισμού. Πέρα πάντως από τα μισόλογα ή και τις σιωπές, είναι προφανές πως ένας κόσμος ανησυχεί και μουρμουρίζει με δυσφορία.
Ας το πούμε αλλιώς: Η κυβέρνηση «με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ» βιώνει ένα σοκ απομάγευσης του όλου αντιμνημονιακού ριζοσπαστισμού. Η συνάντηση με την πραγματικότητα της διακυβέρνησης μοιάζει με επώδυνη μαθητεία στις αποχρώσεις μιας πραγματικότητας που είναι αδύνατον να την περιγράψει το αφαιρετικό ζεύγος Μνημόνιο/Αντιμνημόνιο. Αυτό ήταν βέβαια φανερό εδώ και πολύ καιρό, αλλά η ιδεολογία και συγχρόνως τα κέρδη που εξασφάλιζε στον ΣΥΡΙΖΑ το σύνθημα «εμείς» ή «αυτοί» μπορούσαν να το κρύβουν.
Ο αριστερός ριζοσπαστισμός, στην παράδοξη συμμαχία του με την εθνικολαϊκή αγανάκτηση, αντιμετωπίζει πια με πιεστικό τρόπο την πρόκληση για αλλαγές στη σύστασή του, στη δομή των προσδοκιών του. Ο σκληρός οικονομικός και πολιτικός χρόνος, το επείγον των προβλημάτων, οι απαιτήσεις διοίκησης ενός προβληματικού κράτους και των θεσμών του, όλα αυτά δεν δίνουν χρόνο για αναβολή αποφάσεων.
Υπάρχουν όμως πολλά σοβαρά εμπόδια για τη διαχείριση αυτής της μετάβασης και των αναστατώσεών της. Εκτός, βεβαίως, από την εύθραυστη φύση των οικονομικών σχέσεων με την Ευρώπη και τα σοβαρά χρηματοδοτικά προβλήματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχτισε εκλογική δυναμική και ερείσματα επιμένοντας μονότονα σε μια πολεμική σύλληψη της κοινωνίας και των διλημμάτων της. Εκανε πολιτική με ισχυρά ηθικά λεξιλόγια (αξιοπρέπεια), ανασύροντας μια στοιχειώδη ταξική κοινωνιολογία και ανακυκλώνοντας νοσταλγικά κοιτάσματα από αντιστασιακές στιγμές του ιστορικού παρελθόντος.
Στοιχημάτισε πάνω από όλα στην ιδέα ενός καθαρτήριου Κινήματος, το οποίο και μόνο με την ύπαρξή του θα αποδεικνυόταν ικανό να κάμψει τις ανελαστικές κυριαρχίες στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Αφησε, έτσι, να καλλιεργηθεί η εικόνα του λαού στους δρόμους, ενός λαού που επιτελεί τη «λαϊκή εξουσία» και του οποίου η παρέμβαση στο θέατρο της πολιτικής θα ακύρωνε τυπικές δεσμεύσεις και θα διέγραφε ουσιαστικά τα κληροδοτημένα θεσμικά πλαίσια.
Μετά τις τελευταίες εξελίξεις όμως το τοπίο διαφέρει: το ερώτημα είναι αν μπορεί να υπάρξει ένας ριζοσπαστισμός της σύνεσης δίχως τη φαντασμαγορία της ρήξης και μιας θεαματικής σύγκρουσης με τους «φορείς του κακού». Αν υποθέσουμε πως στον πυρήνα κάθε ριζοσπαστισμού βρίσκεται η φαντασίωση της εκκίνησης από «μηδενική βάση», πώς μπορεί να γίνει αποδεκτή δίχως σοβαρούς τριγμούς η ιδέα για μερική (έστω) συνέχεια και προέκταση παλαιότερων σχέσεων και ρυθμίσεων; Μένει λοιπόν η εξής απορία: Μήπως η χώρα είναι καταδικασμένη να ζήσει σε μια ομιχλώδη προσαρμογή, σε μια γκρίζα ζώνη μεταξύ ευρωπαϊκής νομιμοφάνειας και ασκήσεων ανυπακοής;
Κανένας παρατηρητής δεν θα ήταν σε θέση να γνωρίζει εκ των προτέρων την κατεύθυνση των πραγμάτων. Η μετάβαση από τη λογική της ριζοσπαστικής βουλησιαρχίας σε έναν παραγωγικό πραγματισμό που θα παιχτεί στις λεπτομέρειες δεν είναι εύκολη. Κάποιος πρέπει να αναζητήσει αυτή τη μετάβαση, να την έχει ήδη προετοιμάσει ή έστω να την έχει υπόψη του προγραμματικά και ως μία εύλογη προοπτική. Σε ποια κατεύθυνση μπορεί να κινηθεί εφεξής η κυβέρνηση;
Πίσω από τις δυσκολίες της φάσης την οποία διανύουμε υπάρχει για μένα ένας συγκεκριμένος κίνδυνος: οι συμβιβασμοί ως προς το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και το σφιχτό δημοσιονομικό πλαίσιο να «αντισταθμιστούν» (ή μάλλον να γίνει προσπάθεια να καλυφθούν) από εθνικιστικές εκφωνήσεις ή από πρόχειρους και ασύντακτους θεσμικούς πειραματισμούς. Αυτό θα συνιστούσε όμως μία αρνητική εκδοχή «προσαρμογής στον ρεαλισμό»: θα έδειχνε απλώς ότι μαθαίνουν και αυτοί οι καινούργιοι τα πιο συμβατικά κόλπα του ρηχού πολιτικού θεάματος και της λαϊκής ικανοποίησης.
Θα ήταν αντιθέτως ένδειξη χρήσιμου αριστερού ρεαλισμού μια άλλη επιλογή: η απομάγευση της αντιμνημονιακής «φάσης» να δώσει ώθηση στην εκκοσμίκευση της ελληνικής ριζοσπαστικής Αριστεράς, σε μια κάποια υπέρβαση των σκληρών «θεολογικών» της καθηλώσεων σε εξαντλημένα και ανεδαφικά παραδείγματα. Μιλώ έτσι για μια ωρίμαση με όρους αλήθειας και διαυγούς εξήγησης των δυσκολιών της καινούργιας φάσης.
Σε αυτή την περίπτωση, ο κυβερνών ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αφήσει πίσω του τα σύνδρομα ηθικής δικαίωσης, τη ρητορική του κοινωνικού πολέμου και τους πειρασμούς για εθνική ενοχοποίηση των αντίθετων επιχειρημάτων ή των διαφορετικών ερμηνειών της κατάστασης. Χρειάζεται να αφήσει πίσω του το ευνουχιστικό φάντασμα της νέας Βάρκιζας, της «παράδοσης των όπλων» και της ταπεινωτικής οπισθοχώρησης, όλη αυτή την εσχάτως νεκραναστημένη ψευδοστρατιωτική ρητορική που διαβάζει κανείς εδώ κι εκεί ως συμβουλές αδιαλλαξίας και σθεναρής στάσης.
Μια τολμηρή πολιτική της αλήθειας στο κοινωνικό ζήτημα μαζί με τη συνειδητοποίηση ότι μεταρρύθμιση δεν μπορεί να σημαίνει την επιστροφή σε νόμους του 1985 ή σε ρυθμίσεις του 2000 θα ήταν στιγμές αφύπνισης που μπορεί να σώσουν την κατάσταση. Στην αντίθετη περίπτωση, η απομάγευση του αντιμνημονιακού ριζοσπαστισμού θα δώσει τη θέση της στην πικρόχολη απογοήτευση από την Αριστερά. Κι ακόμα χειρότερα, θα ωθήσει τμήματα του λαού στον πολιτικό κυνισμό και στον αντιδημοκρατικό μηδενισμό.
Αυτό που νομίζω πως δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ είναι ένα παιχνίδι των λέξεων δίχως ευθύνη για αντίστοιχες κυβερνητικές πράξεις πολιτικής: τόσο οι λεονταρισμοί των «όχι» (των «nein» του Μίκη Θεοδωράκη) όσο και μια επιδερμική «μεταρρυθμιστική» φρασεολογία που συνυπάρχει με πράξεις πισωγυρίσματος. Πιστεύω ότι το παιχνίδι με τις λέξεις, τόσο τις δήθεν ανατρεπτικές όσο και τις ψευδώς «ρεαλιστικές», έχει πλέον τεράστιο κόστος. Γι’ αυτό και η απόφαση για το ποιος δρόμος θα επιλεγεί με συνέπεια και ποιες λογικές θα πρέπει να εγκαταλειφθούν ως επιζήμιες είναι η κατεξοχήν πολιτική απόφαση της συγκυρίας: μια απόφαση για περισσότερη πολιτική και λιγότερη επικοινωνία, ακόμα και αν αυτοί οι δύο ταλαιπωρημένοι όροι του συρμού συνδέονται στενά στις σύγχρονες δημοκρατίες.
* Συγγραφέας και καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα των Συντακτών

Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Στο μεταίχμιο Ανατολής-Δύσης. Για το βιβλίο του François Vallejo «Μεταμορφώσεις» (μετάφραση: Γιάννης Στρίγκος)

του 'Ακη Παπαντώνη


«Πού είσαι Αμπντελκρίμ Γιουσέφ; Σήκω πάνω
κι έλα μαζί μου, Αμπντελκρίμ Γιουσέφ!» (σ. 242)
Στη Γαλλία των έντονων φυλετικών ζυμώσεων, των (και) πρόσφατων ταραχών στα μπανλιέ, των αναπάντεχων (;) ποσοστών δημοφιλίας της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν, η έκδοση του πιο πρόσφατου βιβλίου του Μισέλ Ουελμπέκ, «Υποταγή», στο οποίο η Μουσουλμανική Αδελφότητα έχει αναλάβει τις τύχες της χώρας, δεν συνιστά την πρώτη προσπάθεια αποτύπωσης της σύγχρονης πραγματικότητας με επίκεντρο τον εγχώριο μουσουλμανικό πληθυσμό.
Για παράδειγμα, ο ίδιος ο Ουελμπέκ στην «Πλατφόρμα» (Εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2002) «θυσιάζει» την πρωταγωνίστρια του βιβλίου στο πλαίσιο ενός τρομοκρατικού χτυπήματος, ενώ στο ανά χείρας βιβλίο (πρώτη έκδοση, στα γαλλικά, το 2012) του πολλάκις βραβευμένου Φρανσουά Βαλεζό επιχειρείται κάτι αντίστοιχο: μια προσέγγιση στο ολοένα συχνότερο φαινόμενο του προσηλυτισμού στο ριζοσπαστικό παρακλάδι του Ισλάμ.
Στο βιβλίο η πλοκή περιστρέφεται γύρω από την Αλίξ Τεζέ, ετεροθαλή αδελφή του Αλμπάν Ζοζέφ, ή Αμπντελκρίμ Γιουσέφ μετά τον προσηλυτισμό του, συντηρήτρια έργων τέχνης και εξ ανάγκης «σωσίβια λέμβος» του αδελφού της.
Εκείνος είναι υποψήφιος διδάκτορας με ερευνητικό αντικείμενο τη Χημεία, απομακρυσμένος από τους γονείς του –οι οποίοι διατηρούν ταξιδιωτικό γραφείο και είναι ευλαβικά αφιερωμένοι στην εργασία τους–, ενώ ο πρότερος στενός δεσμός με την αδελφή του έχει από καιρό ατονήσει.
Ο συγγραφέας, δε, επιλέγει να προσδώσει στην αφήγηση και στοιχεία αστυνομικής πλοκής: γαλλικές μυστικές υπηρεσίες, ανατροπές, παρακολουθήσεις, ύποπτες παρεμβάσεις «αφ’ υψηλού».
Ομως κάθε πραγματολογικό στοιχείο της πλοκής, όπως αυτά που αναφέρονται πιο πάνω, δεν είναι παρά επιχρίσματα της αφήγησης. Ο Βαλεζό στην πραγματικότητα επιχειρεί κάτι πολύ πιο φιλόδοξο λογοτεχνικά.
Αφ’ ενός, λοιπόν, επιθυμεί να ψηλαφίσει το «γαλλικό τραύμα», όπως αυτό ενδεχομένως ορίζεται από την αδυναμία οργανικής ενσωμάτωσης των μουσουλμάνων και από τη διείσδυση ακροδεξιών, ρατσιστικών ιδεολογιών σε ένα ολοένα μεγαλύτερο μέρος του γαλλικού πληθυσμού.
Αφ’ ετέρου, αποφεύγει να φορτίσει –είτε θετικά είτε αρνητικά– το φαινόμενο της μεταστροφής προς το Ισλάμ. Με θαυμαστή ενάργεια και νηφαλιότητα ο Γάλλος συγγραφέας παραθέτει στοιχεία του φανατισμού που κρύβεται και στις δύο πλευρές, με το να στήνει μια διαρκή διελκυστίνδα μεταξύ αποδοχής-απόρριψης όλων των κλισέ που συνοδεύουν μια τέτοια ιστορία.
Για παράδειγμα, συχνά η άθεη Αλίξ εμφανίζεται πιο φανατική στη συμπεριφορά της από τον «προσηλυτισμένο φανατικό» αδελφό της, ενώ εξίσου συχνά ο αδελφός της αναλώνεται στο να αναπαράγει «στεγνά» υποδείγματα μουσουλμανικού καθοδηγητισμού.
Ο Βαλεζό όμως επιχειρεί και κάτι ακόμα – μια μορφική εμμονή στην αφήγησή του που, τουλάχιστον σε πρώτη ματιά, καθρεφτίζεται και στην ίδια τη θεματική του βιβλίου. Κοντολογίς, ο συγγραφέας αφήνεται σε μια χειμαρρώδη πρωτοπρόσωπη αφήγηση, από την οποία αφαιρεί ακόμα και τυπογραφικές διαφοροποιήσεις που θα επέτρεπαν τη διάκριση φωνών και των αναφορών σε άλλες φωνές από την αφηγήτρια, τη νεαρή Αλίξ.
Ετσι λοιπόν, καθώς η Αλίξ ψάχνει, βρίσκει, ξαναχάνει και ξαναβρίσκει τον αδελφό της, καθώς ξενυχτά κι ανησυχεί, καθώς συζητά ή σιωπά και εργάζεται σαν υπνωτισμένη, καθώς διαλέγεται μαζί του ψύχραιμα ή φωνάζει υστερικά, η δομή της αφήγησης παραμένει μονολιθικά αναλλοίωτη. Κυμαίνεται μεταξύ εσωτερικής, σχεδόν ημερολογιακής, καταγραφής της κάθε ημέρας από την πρωταγωνίστρια και πολυφωνικής μίξης όλων των χαρακτήρων του βιβλίου μέσα από το αφηγηματικό φίλτρο της Αλίξ.
Ωστόσο, και μέσω της καλής (και με λιγοστές αστοχίες) μετάφρασης, αυτή η «δομική» επιλογή του Βαλεζό φορές φορές μπερδεύει τον αναγνώστη ή ίσως τον επαναφέρει σε πιο αργό ρυθμό ανάγνωσης που όμως, σε πολλά σημεία, δεν συμβαδίζει με εκείνον της αφήγησης.
Τέλος, οφείλει κανείς να πιστώσει στον Βαλεζό το ότι καταπιάνεται με ένα ζέον θέμα της καθημερινότητας, χωρίς να καταφεύγει διαρκώς σε «δημοσιογραφικά» κλισέ (χωρίς πάντως να τα αποφεύγει εξ ολοκλήρου) και, κυρίως, χωρίς να οχυρώνεται πίσω είτε από αντι-ισλαμικά είτε από εθνολαϊκιστικά επιχειρήματα.
Μάλιστα, όσο ενδιαφέρον παρουσιάζει η «μεταμόρφωση» του νεαρού Γάλλου επιστήμονα, κοινωνιολογικά και ως ψυχογράφημα, άλλο τόσο ενδιαφέρουσες είναι οι διαρκείς μεταμορφώσεις της αδελφής του – η οποία καλείται να αντιπαρατεθεί στον εαυτό της, ο οποίος εν τέλει αντιπροσωπεύει τον «δυτικό κόσμο» σοκαρισμένο μπροστά στην τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα.
Κι έτσι, με τον τρόπο αυτό, ο συγγραφέας αμφισβητεί το παρόν μοντέλο ειρηνικής συνοίκησης στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού κράτους και προειδοποιεί –γιατί η λογοτεχνία δεν οφείλει να προσφέρει λύσεις, αλλά να υπενθυμίζει ή να ξαναθέτει ερωτήματα– για την ανάγκη μιας διαφορετικής διαχείρισης της έντασης, της Πίστης, της αποδοχή του «άλλου».

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα των Συντακτών

Οι δυο δημοκρατίες

του Νικόλα Σεβαστάκη

Υπάρχει ως γνωστόν μια παλαιά γραμμή κατάκρισης της δημοκρατίας και των δημοκρατικών ατόμων. Στο στόχαστρο βρέθηκε η «υπερβολικά χαλαρή» κατάσταση των κοινωνικών ηθών κι άλλοτε πάλι μια καταστροφική για τις πολιτικές και πνευματικές ιεραρχίες, συνθήκη.  Ο Γάλλος ριζοσπάστης φιλόσοφος Ζακ Ρανσιέρ ισχυρίζεται πως από τους πλατωνικούς διαλόγους μέχρι τους σύγχρονους διανοητές που εξοργίζονται με την ασυδοσία των επιθυμιών, το βλέμμα των ελίτ διαμορφώνεται κατά βάση ως μίσος για τη δημοκρατία[1]. Υιοθετώντας διάφορα λεξιλόγια κατάκρισης –διατείνεται ο Ρανσιέρ- οι ελίτ αμφισβητούν τις εμπειρίες και τους τρόπους πρακτικής χειραφέτησης των απλών και καθημερινών ανθρώπων.
Το επιχείρημα είναι, παρόλα αυτά, μια εμφανώς μονόπλευρη και εσφαλμένη κατασκευή. Και είναι λάθος έστω και αν παραδεχτούμε ότι στηρίζεται σε ένα αναντίρρητο δεδομένο: ότι διαχρονικά υφίστανται ποικίλες εκδοχές αντιδημοκρατικού ελιτισμού και ολιγαρχικών εμμονών. Για παράδειγμα μέχρι τον εικοστό αιώνα σε πολλούς σημαντικούς λόγιους και συγγραφείς είναι ευδιάκριτη η επίδραση ενός αφελούς «πολιτικού πλατωνισμού»: η άποψη ότι η αυθεντική πολιτική γνώση προσιδιάζει σε μια μειονότητα αμερόληπτων ειδημόνων οι οποίοι και πρέπει να κυβερνούν δίχως να λογοδοτούν σε συμβατικές κοινοβουλευτικές ή άλλες «περιττές» διαδικασίες.
Ο Φλομπέρ, ο Έλιοτ ή ο Τζορτζ Στάινερ κάτι τέτοιο θα θεωρούσαν λυτρωτικό ως αντίδοτο στη μαζική δημοκρατική κοινοτοπία. Παρόμοιες ιδέες ενδέχεται να επιβιώνουν και τώρα σε διανοούμενους που έχουν κατατρομάξει από την άνοδο των ανορθολογικών και λαϊκιστικών τάσεων στις σύγχρονες κοινωνίες. Υπάρχει πράγματι ένα  νήμα που συνδέει την κριτική του πολιτισμού με σχήματα πεφωτισμένης ολιγαρχίας.
Καλό είναι όμως να αποδίδουμε δικαιοσύνη στα φαινόμενα παρατηρώντας και την άλλη πλευρά. Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια γύρω από τη λέξη δημοκρατία εκτυλίχτηκε ένα δράμα ιδεολογικής χρήσης και κατάχρησης. Κάποιοι ταύτισαν αυθαίρετα τη δημοκρατία με τη φαντασίωση της άμεσης ή αδιαμεσολάβητης έκφρασης του λαού και των αναγκών του. Άλλοι πάλι αναφέρονται κατ’ επανάληψη στη λαϊκή κυριαρχία προϋποθέτοντας ότι το περιεχόμενο των εθνικών και λαϊκών δικαίων είναι κάτι διάφανο και προκαθορισμένο. Διαδίδεται εντέλει ένας δημόσιος λόγος στον οποίο ο λαός,  η κοινωνία, το έθνος και η δικαιοσύνη φτιάχνουν μια σχεδόν μυστικιστική ενότητα σημαινόντων. Ο λαός μετατρέπεται σε ηθικό υποκείμενο ενώ η αγανάκτηση/ αντίσταση προβιβάζεται σε μοναδική εκδοχή ευαίσθητης κριτικής.
Στον ορίζοντα της νεωτερικής εποχής, όμως, η δημοκρατία οριοθετεί πάντα ένα πεδίο εντάσεων και αμφίβολων εκβάσεων. Δεν είναι μια απλή έννοια αλλά μια σύνθετη εμπειρία: συνδέεται αφενός με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας περιλαμβάνει όμως και τη μέριμνα για τις εγγυήσεις δικαίου, τον πλουραλισμό και την προστασία του ατόμου. Η επέκταση των ελευθεριών και η φροντίδα για μείωση των  μεγάλων ανισοτήτων είναι οι δυο ψυχές της δημοκρατικής δυναμικής. Είναι όμως και πηγή πολλών από τις έριδες της ιστορίας της.
Ζούμε όμως μια ρητορική που συγχέει την αγαθότητα των προθέσεων με τις «πολιτικές» μιας περιστασιακής πολιτικής πλειοψηφίας. Και αυτή η ρητορική μαρτυρά περισσότερο επιστροφή σε κακέκτυπα ιακωβινισμού παρά ανανέωση της δημοκρατικής σκέψης. Ο λαϊκίστικος εθνικισμός συνέχει την κυρίαρχη ελληνική ιδεολογία της τρέχουσας περιόδου.
Από την άλλη πλευρά όσοι ταυτίζουν τη δημοκρατία με έναν δογματικό εξισωτισμό και την άρνηση κάθε αυθεντίας προωθούν μια επιπλέον σύγχυση: αντιλαμβάνονται ως δημοκρατική μία πολύ ιδιαίτερη, αναρχική αντίληψη για την κατάργηση κάθε κοινωνικής και διανοητικής ιεραρχίας. Σε αυτή την περίπτωση, η αναφερόμενη «δημοκρατία» δεν έχει βέβαια σχέση με τη φιλελεύθερη δημοκρατία αλλά με τη ρομαντική αναπαράσταση της κοινότητας των ίσων. Έχουμε λοιπόν τη μια ή άλλη εξιδανίκευση της μικρής συνέλευσης η οποία υποθετικά ενσαρκώνει την αγνότητα της δημοκρατικής βούλησης.
Είτε έτσι είτε αλλιώς θα έλεγε κανείς ότι ζούμε την επέκταση του πεδίου των συγχύσεων, για να παραφράσω τον Ουελμπέκ. Ο ριζοσπαστισμός αποδεικνύεται ανίκανος να γειώσει ή να εκλεπτύνει την κριτική στις υπαρκτές παθολογίες των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Αυτή του η αδυναμία τρέπει συχνά τους φορείς του στη νοσταλγία για κάποια απατηλά «καθαρή» δημοκρατία η οποία θα έλυνε με μιας τόσο το κοινωνικό ζήτημα όσο και την κρίση εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς.
Η επιστροφή όμως στη μια ή άλλη μυθικο-εκστατική ιδέα «λαϊκής» δημοκρατίας είναι το τίμημα που πληρώνουμε για δύο εκτροπές των προηγούμενων χρόνων: τόσο για την υψηλόφωνη ηθικολογία της αγανάκτησης που δημιούργησε μορφές τύφλωσης όσο και για την προσφυγή σε μια τεχνοκρατική ατζέντα μεταρρύθμισης η οποία δεν πήρε στα σοβαρά το ζήτημα των ανισοτήτων.
Οι συζητήσεις για τη δημοκρατία θα είχαν πιθανότητες να γεννήσουν αποκρίσεις αν αφήναμε πίσω αυτές τις συμπληρωματικές αυταπάτες…
[1] Ζακ Ρανσιέρ, Το μίσος για τη δημοκρατία. Πολιτική, δημοκρατία, χειραφέτηση, (μετ: Βίκυ Ιακώβου), εκδόσεις Πεδίο, 2010.

ΠΗΓΗ: dimartblog.com

Σοσιαλδημοκρατία: Έτσι ή αλλιώς;

του Αντώνη Μιχαλάκη
 
Για την σοσιαλδημοκρατία πολλά έχουν γραφτεί και πολλά έχουν λεχθεί και αναλυθεί, γιατί σ' αυτήν ακόμη αναφέρονται πολλοί πολίτες της χώρας μας αλλά και της Ευρώπης. Ένα ακόμη κείμενο με αναφορά σε αυτό το μεγάλο ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα είναι σταγόνα στον ωκεανό. Εντούτοις, υπάρχει πάντα η ανάγκη να εκφραστούν σκέψεις και διαθέσεις, χωρίς κανένα ίχνος καθοδήγησης ή μηδενισμού της ιστορικής διαδρομής.
Αναμφισβήτητα το σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα σκέψης έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εγκαθίδρυση της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ως το πιο αποτελεσματικό πολίτευμα στον δυτικό κόσμο. Με ισχυρούς δεσμούς με το κοινωνικό κράτος και την συλλογική διαβούλευση, ενίσχυσε περαιτέρω την πολιτική ωρίμανση κοινωνιών που ήταν χτυπημένες από τις μεγάλες καταστροφές των ολοκληρωτισμών. Ταυτόχρονα λειτούργησε προωθητικά για την ευημερία των ευρωπαϊκών κοινωνιών και αφού στόχευσε στην υλοποίηση υλιστικών αιτημάτων, προχώρησε στην ικανοποίηση των μεταϋλιστικών αναγκών που δημιουργήθηκαν στη σύγχρονη εποχή. 
Η αναζήτηση στην δεκαετία του '90 ενός οράματος διαφορετικού από το ηγεμονικό ρεύμα του νεοφιλελευθερισμού, ώθησε την σοσιαλδημοκρατία σε μια παράταιρη ώσμωση με οικονομικές πολιτικές που οδηγούσαν σταδιακά στην αποδιάρθρωση του κράτους πρόνοιας και στην αποδόμηση της ιδέας της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η προσπάθεια για επανεγγραφή της αριστερής ευρωπαϊκής ατζέντας κατέληξε πολλές φορές σε απρόσκοπτη υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων οπτικών. Στην σημερινή εποχή είναι σαφές ότι αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί.

Αν θεωρήσουμε ως βασικές αξίες την κοινωνική δικαιοσύνη, την ελευθερία, την ισότητα, την ευρωπαϊκή συμπόρευση, τον οικολογικό μετασχηματισμό, την λογοδοσία, τότε η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία έχει πολύ δρόμο να διανύσει για να ξανααγκαλιάσει όλη αυτή την ιδεολογική χορογραφία. Γίνεται αναγκαία η περιγραφή μιας κοινωνικής Ευρώπης και στην Ελλάδα η περιγραφή μιας ευρωπαϊκής κοινωνίας. Γίνεται αναγκαία η επανασύνδεση με το κοινωνικό γίγνεσθαι και ο επαναπροσδιορισμός των πολιτικών συμμαχιών. Ικανός όρος για την αναζωογόνηση του σοσιαλδημοκρατικού ρεύματος σκέψης είναι η ριζοσπαστικοποίησή του. Όχι φυσικά εκμεταλλευόμενο το λαϊκιστικό momentum αλλά μέσα από ειλικρινή κριτική για τα λάθη και τις παραλείψεις που οδήγησαν σε μια διαπλεκόμενη και ηττημένη σοσιαλδημοκρατία. Αναγκαίος όρος η κοινωνική γείωση. Η αναφορά στο λαϊκό χωρίς ελιτίστικες προθέσεις και χωρίς διάθεση καθοδήγησης. Αλλά συμπορευόμενη με την εμπειρία που δίνει η ιστορία των ευρωπαϊκών λαών.

Στην Ελλάδα τα πολιτικά οχήματα μεταφοράς της σοσιαλδημοκρατίας είναι φθαρμένα. Προφανώς μαζί τους και οι οδηγοί των οχημάτων. Θεωρώντας ότι στόχος για τη χώρα είναι η επιστροφή στην κανονικότητα – όχι με πισωγύρισμα αλλά με βήματα μπροστά – ο επαναπροσδιορισμός των πολιτικών σχεδίων και των συμμαχιών είναι το απαραίτητο πρώτο στάδιο. Και οι πρώτες συγκρούσεις ή ωσμώσεις μπορούν να γίνουν σε αυτό το πεδίο. Ας ειπωθούν λοιπόν τα σχέδια ξεκάθαρα και ειλικρινά.

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

Σταδιακή βελτίωση και όχι καταστροφικοί ηρωισμοί


Του Αλέξανδρου Παπουτσή

Βρισκόμαστε στην τρίτη εβδομάδα μετά τις εκλογές τις 25ης Ιανουαρίου και τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτό το διάστημα έχουν γίνει πολλά. Οι δράσεις έφεραν αντιδράσεις, η αεικινησία της νέας κυβέρνησης διεθνοποίησε ξανά το πρόβλημα της Ελλάδας μετά το 2010 και τις ανάλογες τότε προσπάθειες, χωρίς όμως καμία βεβαιότητα αποτελεσματικότητας μέχρι στιγμής. Η αρχική εντύπωση υποστήριξης των ελληνικών αιτημάτων υποχώρησε καθώς μετά την απομάκρυνση της ελληνικής αντιπροσωπίας  από τις πρωτεύουσες, διαδοχικά οι εταίροι επανέλαβαν τις πάγιες θέσεις τους για συνέχιση μεταρρυθμίσεων και συνεργασία με την τρόικα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως όλη αυτή η προσπάθεια από ελληνικής πλευράς πήγε χαμένη καθώς υπήρξε μία σημαντική διαφορά σε σχέση με την προηγούμενη κυβέρνηση. Αντιστράφηκε το δόγμα «πρώτα υλοποιώ και μετά διαπραγματεύομαι», παρουσιάστηκε η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας με τρόπο πιο ρεαλιστικό από το «success story», το κοινωνικό ζήτημα μπήκε στο επίκεντρο των προσπαθειών και αμφισβητήθηκε ανοιχτά η ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική λιτότητας. Με μια πρώτη ματιά η νέα ελληνική κυβέρνηση φάνηκε να σπάει μία άρρητη συμφωνία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Με αφέλεια και θάρρος παραδέχεται και υπογραμμίζει ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός και πως πρέπει να υπάρξει αλλαγή πολιτικής. Η ευρωζώνη ήταν και παραμένει ο βασικός αποσταθεροποιητικός παράγοντας για την παγκόσμια ανάπτυξη.

Υπάρχουν όμως και αρνητικές πλευρές της προσπάθειας αυτής. Εμφανίζεται η ελληνική κυβέρνηση να ζητάει χρόνο μέσω ενός προγράμματος γέφυρα, μέχρι να παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικών ισοδυνάμων που θα αντικαταστήσει το μνημόνιο. Θεμιτή, λογική απαίτηση λέμε εμείς εντός Ελλάδας αλλά άλλοι το βλέπουν ως αθέτηση συμφωνιών και ασυνέχεια του κράτους και δυσφορούν. Επιπλέον, ένα λογικό ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί τα 2-3 χρόνια αξιωματικής αντιπολίτευσης ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ετοίμαζε ένα τέτοιο σχέδιο ώστε σήμερα να είναι σε θέση να το παρουσιάσει. Εάν είχε έτοιμο ένα στοιχειώδες πρόγραμμα προοδευτικών μεταρρυθμίσεων, ένα στοιχειώδες σχέδιο δημοσιονομικών ισοδύναμων μέτρων, ένα στοιχειώδες πλάνο διαπραγμάτευσης με πολύ συγκεκριμένες απαιτήσεις και στόχους, με εντοπισμό των πιο αδύναμων, άδικων, αναποτελεσματικών σημείων του μνημονίου, με συγκεκριμένες απαιτήσεις θεσμικού τύπου ( π.χ κατάργηση της Τρόικα), με προτάσεις διαχείρισης του δημοσίου χρέους συμβατές με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, σήμερα θα βρίσκονταν σε πιο πλεονεκτική θέση.  Ένα σχέδιο ρεαλιστικό, δημοκρατικό, ευρωπαϊκό που θα πατάει πάνω σε δίκαια αιτήματα αλλά και σε επίπονες και άβολες αλήθειες, που δεν θα βασίζεται σε έναν άκρατο και μονομερή βολονταρισμό, με κέντρο τον ελληνικό εξαιρετισμό θα μπορούσε ενδεχομένως να προκαλέσει μεγαλύτερα ρήγματα στην γερμανικής εμπνεύσεως οικονομική πολιτική της λιτότητας.

Σε κάθε περίπτωση όμως η νέα κυβέρνηση πρέπει να έχει την απαραίτητη ευελιξία ώστε να μπορέσει να αποφύγει τη διεθνή και ευρωπαϊκή απομόνωση.  Να μην τυφλωθεί από την μεγάλη εσωτερική υποστήριξη που απολαμβάνει διότι αυτό δεν είναι ασφαλές κριτήριο ορθότητας – το διδάσκει η ελληνική Ιστορία πλείστες όσες φορές. Να επιδιώξει τη βάσανο της καθημερινής και σταδιακής βελτίωσης και όχι την καταστροφική γοητεία ηρωικών ενεργειών. Οι προγραμματικές δηλώσεις αρχικά δημιούργησαν ανησυχία όχι γιατί ήταν ριζοσπαστικές αλλά γιατί δεν φάνηκε να γεφυρώνουν το χάσμα με την κυρίαρχη πολιτική των εταίρων – δείγμα και αυτό της ευρωπαϊκής πραγματικότητας. Μια αμοιβαία επωφελής συμφωνία και ένας κοινός τόπος για τα μετέπειτα φαίνεται παρόλα αυτά να διαμορφώνεται οδεύοντας στο eurogroup. Εάν ξεπεραστεί ο σκόπελος της επί της αρχής συμφωνίας ακολουθεί μαραθώνιος για κυβέρνηση και ελληνική κοινωνία.  

ΠΗΓΗ: ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 11/02/2015

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Το έθνος, το μνημόνιο και η κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας

Του Ανδρέα Γιάνναρου

Οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης εδράζονταν σε τρεις άξονες. Πρώτον, να τηρηθούν οι προεκλογικές δεσμεύσεις και οι εξαγγελίες για αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, δεύτερον να κρατηθούν ανοικτές οι θύρες της Ευρώπης και οι αντίστοιχες δεσμεύσεις και τρίτον να διαμορφωθεί μια νέα εθνική συλλογική ταυτότητα με ιδιαίτερες αναφορές την ενότητα, την αντίσταση, τον σεβασμό στον σύνταγμα και στις θυσίες των πολιτών.

Ο Α. Τσίπρας επιχείρησε να υπερβεί το δίπολο ανάμεσα στις δεσμεύσεις και τα ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα από την Ευρώπη και το φιλόδοξο οικονομικό σχέδιο που εκπονήθηκε στην Θεσσαλονίκη προτάσσοντας άλλοτε επιτυχώς και άλλοτε με κενά και επικλήσεις εθνικών συμβόλων μια δέσμη βασικών θέσεων που θα αποτελούσαν την βάση της νέας διακυβέρνησης.

Το σπάσιμο των προεκλογικών εξαγγελιών σε δύο χρονικές περιόδους, η δέσμευση για μικρό πρωτογενές πλεόνασμα, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και η μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης έκλειναν ουσιαστικά το μάτι προς την πλευρά της Ευρώπης και την διαμόρφωση ενός πλαισίου συνεννόησης.
Επίσης η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς για διαγραφή του χρέους, άρσης των ιδιωτικοποιήσεων ή κατάργησης της τρόικας ήταν το πεδίο συνάντησης της κυβέρνησης με τις απαιτήσεις των εταίρων.

Από την άλλη η δέσμευση ότι θα καταργηθεί ο ΕΝΦΙΑ, ότι θα επανακτηθούν οι συλλογικές συμβάσεις και ο κατώτατος μισθός και ότι θα επιστραφεί ο 13ος μισθός των συνταξιούχων, οι επαναπροσλήψεις όσων απολύθηκαν στο δημόσιο, έστω όλα αυτά σταδιακά, αποτύπωναν ουσιαστικά και την προσπάθεια της κυβέρνησης να δείξει ότι τηρεί τις προεκλογικές της εξαγγελίες και δείχνει συνέπεια των λόγων της. Η μη ευκρινής ωστόσο περιγραφή του πλαισίου πάνω στο οποίο θα υλοποιηθούν αυτές οι δεσμεύσεις αναδείκνυαν και τις αντιφάσεις αυτής της στρατηγικής.

Το πρόγραμμα γέφυρα που έχει αναδειχθεί ως ο βασικός μοχλός διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης με τους εταίρους προς το παρόν δεν φαίνεται να αποσπάει συναινέσεις, μένει να εξειδικευθεί και να περιγράφει συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις.

Η επίκληση ωστόσο του Α. Τσίπρα ότι η προηγούμενη κυβέρνηση δεν πήρε εξάμηνη παράταση ήταν και μια έμμεση παραδοχή για την αναγκαιότητα της παράτασης και ενδεχομένως μια προσαρμογή της κυβέρνησης στις νέες συνθήκες σε περίπτωσης απόρριψης των προτάσεών της.

Όσον αφορά μερικές από τις χθεσινές εξαγγελίες, εντύπωση προκάλεσε η αναφορά για μείωση των κρατικών δαπανών και κατάργηση προνομίων που αφορούν περουσιακά στοιχεία του κράτους αλλά και δημοσίων λειτουργών. Μια κίνηση που πέρα από τους πολιτικούς και οικονομικούς και επικοινωνιακούς συμβολισμούς, επιχειρεί να ξεκλειδώσει την οργή ενός μεγάλου τμήματος πολιτών για την διαφθορά του πολιτικού συστήματος.

Στα θετικά η απόδοση ιθαγένειας, η αδειοδότηση από την αρχή των καναλιών, η διατήρηση της εθνικής εξωτερικής πολιτικής που έχει οικοδομηθεί εδώ και χρόνια (Κύπρος, Σκοπιανό), στα αρνητικά η οπισθοχώρηση όπως φαίνεται στην εκπαίδευση (τράπεζα θεμάτων, συμβούλια ιδρύματος), η παντελής έλλειψη για κάποιου είδους διαχωρισμό κράτους-Εκκλησίας (η κόκκινη γραμμή όπως φαίνεται της συνεργασίας με τους ΑΝΕΛ), η επιστράτευση και πάλι των εξεταστικών επιτροπών για το μνημόνιο που φαίνεται ότι αποτελεί και διάθεση της κυβέρνησης να συντηρήσει τουλάχιστον φρασεολογικά την ιδιότυπη κόντρα με τους πολιτικούς της αντιπάλους.

Τέλος οι αναφορές του Α.Τσίπρα σε πολλά σημεία της ομιλίας του, για την αναγκαιότητα της χαμένης εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, αν και ξένισαν τα παραδοσιακά ακροατήρια της αριστεράς, είχαν σκοπό να ξεδιπλώσουν μια νέα μορφή διασύνδεσης της αριστεράς με το έθνος και την διαμόρφωση μιας νέας εθνικής συλλογικής ταυτότητας.

Οι επικλήσεις για κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας αντί για κυβέρνηση αριστεράς, για ανάκτηση της εθνικής αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας, αναδεικνύουν και την μεγάλη αυτή στροφή της κυβέρνησης προς ένα εθνικό ακροατήριο με έναν λόγο πιο συναισθηματικό, πιο ψυχολογικό, πιο αιχμηρό.

Αν δεν αποσαφηνιστεί όμως ο νέος αυτός αριστερός πατριωτισμός και δεν διαχωριστεί από τον εθνολαϊκισμό στην βάση υπαρκτών διλημμάτων, μνημόνιο αντιμνημόνιο χθες, με την κυβέρνηση ή με τους ξένους σήμερα, μπορεί να δημιουργήσει αντίρροπες δυνάμεις και να ενισχύσει αντιθεσμικές συμπεριφορές και νοοτροπίες.

Στο δια ταύτα, διάθεση συνεννόησης, ασάφειες και κενά, ρητορική έντονου εθνικού στοιχείου. Οι επόμενες ημέρες θα δείξουν τα περιθώρια, τις αντοχές και τις πιθανές προσαρμογές αυτού του σχεδίου...

ΠΗΓΗ : www.o-klooun.com

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

«Όπως αργεί το ατσάλι να γίνει κοφτερό...»




Του Ρωμανού Οικονομίδη
 
Λένε ότι ο χειρότερος εφιάλτης είναι να πραγματοποιηθεί το όνειρό σου. Έτσι κι εγώ, μεγαλωμένος σε ένα «αριστερό σπίτι», ποτέ δε φανταζόμουν ότι θα έγραφα αυτές τις γραμμές, με τον τρόπο που θα τις γράψω, για τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και την ταυτόχρονη εξαΰλωση του δικού μου κόμματος, της ΔΗΜΑΡ. 
 
Ωστόσο, το συγκεκριμένο κείμενο δε γράφεται ούτε ως αποδοκιμασία του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε ως επικήδειος της ΔΗΜΑΡ. Γράφεται για να μεταφέρω τις δικές μου εμπειρίες, αυτές που αποκόμισα από τη συμμετοχή μου σε ένα διαφορετικό κόμμα της Αριστεράς και πώς βίωσα –σαν εξωτερικός παρατηρητής- την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, ελπίζοντας να εκφράσω κι άλλους της γενιάς μου.
Όπως αποδείχθηκε περίτρανα, στη σημερινή κυβέρνηση το αντιμνημονιακό μένος επιβλήθηκε του αριστερού και ευρωπαϊκού προσανατολισμού, οι οποίοι θα μπορούσαν να συνδυαστούν και να κυβερνήσουν. Λογικό από τη μία, αφού η ρητορική και οι επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ, δεν άφηναν τέτοια περιθώρια. Μοιραίο σφάλμα από την άλλη, για ένα νέο και ισχυρό κόμμα που φιλοδοξεί να διαμορφώσει συνειδήσεις. 
 
Η αλήθεια είναι ότι η λαϊκή εντολή δεν ήταν κυβέρνηση της Αριστεράς, ούτε καν κυβέρνηση με αριστερό χαρακτήρα. Οι ψηφοφόροι αντάμειψαν τα κόμματα που επέδειξαν αντιμνημονιακή συνέπεια και σίγουρα πολλές ήταν οι ψήφοι οργής. Όσο εύκολα κερδήθηκαν αυτές οι ψήφοι, τόσο εύκολα μπορούν να χαθούν. Κι αυτό, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν παίδευσε ποτέ το λαό και αριστερή κυβέρνηση χωρίς αριστερή παιδεία, δε γίνεται. 
 
Εκ διαμέτρου αντίθετα, τη νύχτα των εκλογών, τα συναισθήματα για όσους συντρόφους έμειναν στη ΔΗΜΑΡ και ήπιαν όλο το πικρό ποτήρι μέχρι τέλους. Ο κύκλος της Δημοκρατικής Αριστεράς κλείνει με το χειρότερο ίσως τρόπο. Κουρασμένη, απαξιωμένη και περιθωριοποιημένη οδηγήθηκε σε ένα ταπεινωτικό αποτέλεσμα που θα γραφτεί με μαύρα γράμματα στην ιστορία της Ανανεωτικής Αριστεράς. 
 
Από τη στιγμή που το κόμμα μετατράπηκε σε ιδιοκτησία, γεμίσαμε «μισθοφόρους και πραιτοριανούς» και ακόμα και η αξιοπρέπεια έγινε ζητούμενο. Δε θα πω ότι θα ξανασυναντηθούμε με όσους σμίξαμε. Το timing χάθηκε, οι ιδέες, οι προτάσεις και το αξιόλογο πολιτικό προσωπικό δόθηκαν προίκα αλλού. 
 
Ας μη δώσουμε υποσχέσεις που δε θα κρατήσουμε.


Παρόλα αυτά, η ΔΗΜΑΡ αποτέλεσε τεράστιο κεφάλαιο για τη χώρα και τη νέα γενιά σε μια δύσκολη περίοδο. Έφερε στο προσκήνιο ιδέες που αργότερα έγιναν πλειοψηφικές.
Ναι, ποτέ δεν κατάφερε να αποτυπώσει το παραπάνω γεγονός σε ποσοστά, αλλά θυμηθείτε:
*Μίλησε για δίκαιη λιτότητα και κατανομή των βαρών, όταν οι μεν έλεγαν ότι είναι αδύνατη η διαπραγμάτευση και οι δε μιλούσαν για καταγγελίες.
*Διακήρυξε ότι η Αριστερά δεν μπορεί να μένει στον απορριπτικό λόγο, αλλά και να προτείνει ρεαλιστικές λύσεις.
*Εισήγαγε στην ελληνική κοινωνία την έννοια των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων εν μέσω κρίσης, όταν οι κυβερνήσεις ισοπέδωναν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και οι αντιπολιτεύσεις αρνούνταν οποιαδήποτε αλλαγή.

Σταθμό στην πορεία της, βέβαια, αποτέλεσε η γενναία συμμετοχή της στην κυβέρνηση, εκεί όπου κόπηκε ο ομφάλιος λώρος και οι προσδοκίες για κάτι μεγαλύτερο από αυτό που αρχικά σκεφτήκαμε φούντωσαν. Τα πράγματα, όμως, ήταν πολύ πιο δύσκολα σε σχέση με αυτά που από αφέλεια νομίσαμε.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που ένιωσα ότι τα όπλα που είχε στη φαρέτρα του το κόμμα της Ανανεωτικής Αριστεράς, ήταν πολύ πιο αδύναμα από αυτά των πολιτικών του αντιπάλων. Με αποτέλεσμα πολλές φορές να δοκιμαστούν τα όρια της Αριστεράς και να καταλήξουμε η γραμμή μας να είναι το σύνολο των δισταγμών μας.

Για τους νέους που οργανωθήκαμε ανιδιοτελώς, αυτή η Αριστερά ήταν κάτι παραπάνω. Ένα δεύτερο σχολείο, θα έλεγα.

Ανησυχώ βλέποντας το φανατισμό και την ελαφρότητα πολλών «νεοαριστερών», οι οποίοι εύκολα περιπέφτουν σε αυθαίρετους μανιχαϊσμούς και υποκύπτουν στο λαϊκισμό. Κι εδώ, είναι μεγάλη και ιστορική η ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ για το όνομα της Αριστεράς, το οποίο θα παραδώσει στις επόμενες γενιές. Δεν έχει το μονοπώλιο όμως.
Εμάς, η δική μας Αριστερά, μας έμαθε για τον Μπερλίνγκουερ, τον Αγιέντε, τους δικούς μας Λεωνίδα Κύρκο, Μιχάλη Παπαγιαννάκη και πολλούς άλλους. Μορφές της που ένωναν, δεν αναβίωναν πάθη του παρελθόντος, ούτε δίχαζαν. 
 
Καταλάβαμε ότι εκτός από τους κοινωνικούς αγώνες, υπάρχουν και οι κοινωνικοί συμβιβασμοί, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την ομαλή λειτουργία της Δημοκρατίας, ειδικά σε περιόδους κρίσης.
Πέρα από τούτες τις ιδέες, έχουν μείνει δύο βαθύτερες αξίες, που αποτελούν εφόδιο ζωής.
Το πρώτο, είναι να αγωνίζεσαι για τις ιδέες σου, όσο μόνος κι αν είσαι, γιατί μόνο τότε είσαι ελεύθερος. Και το δεύτερο, να υπομένεις όταν σε λοιδορούν ή σε περιθωριοποιούν.
Κάναμε πράξη το πρώτο, τώρα ήρθε η ώρα για το δεύτερο. Μεγαλώσαμε με πρότυπα ανθρώπους της μεταπολίτευσης, οι οποίοι δεν ενέδωσαν στις σειρήνες του ΠΑΣΟΚ. Δε θα υποκύψουμε τώρα εμείς στον ΣΥΡΙΖΑ. 
 
Το όλο εγχείρημα της δημιουργίας της Δημοκρατικής Αριστεράς, θα μπορούσα να το συμπυκνώσω στο ερώτημα που μου έθεσε ένας σύντροφος και συμπατριώτης σε μια συνομιλία μας έξω από το 3ο Συνέδριο:
«Μήπως έπρεπε να μείνουμε και να παλέψουμε για τις ανανεωτικές μας ιδέες μέσα από ένα ευρύτερο σχήμα της Αριστεράς;»
Για να απαντήσει ο ίδιος αμέσως: «Όχι ρε γαμώτο! Δεν μπορώ να πείσω τον εαυτό μου ότι έκανα λάθος τότε που έφυγα!»

Η Δημοκρατική Αριστερά, μέσα από τις ιδέες και τις πράξεις της, κλόνισε πολλά από τα κακώς κείμενα της Αριστεράς και αμφισβήτησε ιδεολογήματα και μυθεύματα. Η ανάγκη της αμφισβήτησης όμως δεν «πνίγεται» εύκολα.
Πέρα από την κρίση, η γενιά μου έχει κάτι πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπίσει. Την έλλειψη μιας ουτοπίας, στην οποία θα αφοσιωθεί και θα παλέψει για να τη δει να πραγματώνεται.
Είμαστε καταδικασμένοι να κοιμόμαστε με όνειρα και να ξυπνάμε με ρεαλισμό.

Όσοι νέοι κάνουμε την επιλογή να μην ακολουθήσουμε τον ΣΥΡΙΖΑ και να μείνουμε σε μια δική μας, διαφορετική Αριστερά, είμαστε ηττημένοι και νικητές μαζί. Ηττημένοι για τους σημερινούς θριαμβευτές, αλλά και νικητές γιατί ανοίγουν νέοι δρόμοι στο διάβα μας.

Θα αγωνιστούμε για το σήμερα, αλλά θα κάνουμε και υπομονή για το αύριο. Ακριβώς όπως έγραψε ο Άρης Αλεξάνδρου: «Όπως αργεί το ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι, έτσι αργούν κι οι λέξεις ν’ ακονιστούν σε λόγο. Σκοπός μας το μαχαίρι».

Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

Ο δρόμος έως την υπουργοποίηση ήταν 3 ½ δηλώσεις δρόμος




Της Ιωάννας Γρηγοριάδου
 
«Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου»
                                       
                                                Μανόλης Αναγνωστάκης

Δύο ημέρες πριν από τις εκλογές, στις 23 Ιανουαρίου 2015, ο κ. Γιάννης Πανούσης (μέχρι πρότινος βουλευτής της ΔΗΜΑΡ) αφιέρωσε στη ΔΗΜΑΡ  άρθρο του με τίτλο : «Πολιτικό παντοπωλείο». 

Στο υπ’ αριθμ. 2 υστερόγραφο αναφέρει : «Η ΔΗΜΑΡ, ως μικροπαντοπωλείο της γειτονιάς, ξεπούλησε τα πάντα σε φτηνές τιμές. Τώρα το μόνο που ελπίζει είναι να την εξ-αγοράσει ένα super market. Αυτό κι αν είναι η «υπεραξία» της Ανανεωτικής Αριστεράς!!».

Ο κ. Πανούσης, βουλευτής  και μέλος της Εκτελεστικής και Κεντρικής  Επιτροπής της ΔΗΜΑΡ για αρκετά χρόνια, αναφέρθηκε απαξιωτικά στη ΔΗΜΑΡ  χαρακτηρίζοντάς την «μικροπαντοπωλείο». Ίσως επειδή ο ίδιος  αποφάσισε να ψωνίζει μόνο από μεγάλα super markets.
Θα είχε ενδιαφέρον  ωστόσο να μας πει με ποια ιδιότητα ο ίδιος μετείχε στο «μικροπαντοπωλείο».Με την ιδιότητα εκείνου που μετείχε στο μικροπαντοπωλείο και ξεπούλησε τα «εμπορεύματά» του  ή με εκείνη του «εμπορεύματος»  που εξ-αγοράστηκε από το  super market;

Σήμερα μετά την υπουργοποίησή του,  οι δηλώσεις και τα άρθρα που το τελευταίο διάστημα είχε υπογράψει ως βουλευτής της ΔΗΜΑΡ  αποκτούν τη σημασία τους.    

Δηλώσεις του κ. Πανούση από το καλοκαίρι του 2014 έως τον Ιανουάριο του 2015

1). «Συγκρότηση της Κεντροαριστεράς με τη ΔΗΜΑΡ αυτόνομη και όχι εντασσόμενη στον ΣΥΡΙΖΑ ή στο ΠΑΣΟΚ» 
(καλοκαίρι 2014)

Στις 11/7/2014, με δήλωσή του περί της συγκρότησης της κεντροαριστεράς  αναφέρει : «Όλοι οι επιμέρους χώροι της κεντροαριστεράς, Λοβέρδος, ένα κομμάτι του ΠΑΣΟΚ, ένα κομμάτι της Λούκας Κατσέλη, θα ήθελαν τον Φώτη Κουβέλη αρχηγό αυτής της κίνησης
Ερωτώμενος για το τι πρέπει να πράξει η ΔΗΜΑΡ απάντησε πως «η ΔΗΜΑΡ ούτε πρέπει να συγχωνευτεί με τον ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή, ούτε πρέπει να μείνει μόνη της σε μια γωνιά. Πρέπει να δυναμώσει η ίδια, να δυναμώσει την κεντροαριστερά και όταν συμβεί αυτό μετεκλογικά και εφόσον ο ελληνικός λαός, απ’ ότι φαίνεται και από τις δημοσκοπήσεις, δώσει στο ΣΥΡΙΖΑ την πρώτη θέση, τότε η ΔΗΜΑΡ να συμβάλλει σε αυτό που λέει κυβερνώσα αριστερά».

Στις 24/7/2014, δύο βδομάδες μετά,  δημοσίευσε άρθρο του με  πρόταση  για την ίδρυση νέου πολιτικού φορέα στον οποίο θα μετάσχει η ΔΗΜΑΡ  «υπεύθυνα, αυτόνομα και με καθαρή στρατηγική». Σε ότι αφορά δε στο πρόσωπο που θα ηγείται του νέου πολιτικού φορέα δήλωσε: «είτε προσωρινή τριμελής επιτροπή νέων προσώπων, είτε μεταβατικός πρόεδρος». Και το όνομα αυτού : «ΣΟΔΗΑ» (Σοσιαλιστική Δημοκρατική Αριστερά) με έμβλημα του νέου πολιτικού  φορέα :  ένα δεμάτι στάχυα. Στο άρθρο του μάλιστα σημείωνε πως : «Αν πάει να ενταχθεί η ΔΗΜΑΡ στο ΣΥΡΙΖΑ ή στο ΠΑΣΟΚ, θα εξαφανιστεί».

Σε διευκρινιστικές του δηλώσεις  στις 29/7/2014  αναφέρεται  στη ΣΟΔΗΑ «ως φορέα-«ομπρέλα» και άλλων κομμάτων και φορέων που εφόσον πετύχει θα συνεργαστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ για την κυβερνώσα Αριστερά». Δεν αμελεί να πει πως «η ΣΟΔΗΑ θα αποτελεί την ενοποίηση του χώρου που ονομάζεται κεντροαριστερά».


2).  «Αντίο Κεντροαριστερά… Ήρθε η ώρα της Αριστεράς! Η ΔΗΜΑΡ με ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ!» *
(Νοέμβριος 2014)

Στις 14/11/2014 σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό «Κόκκινο» αναφέρει:
«ο χώρος της κεντροαριστεράς ολοκλήρωσε τον κύκλο του και πλέον είναι η ώρα της αριστεράς, για την οποία σημείωσε πως δε μπορεί να κυβερνήσει δίχως τη σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ»*.

*Αυτή του η δήλωση  τον κατέστησε  πολιτικά  συμπαθή ή απλώς ανεκτό για την  Αριστερή  Πλατφόρμα του κ. Λαφαζάνη,  που ως γνωστόν δεν επιθυμούσε και δεν επιθυμεί οποιαδήποτε συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ με ΔΗΜΑΡ.

3). «Η ΔΗΜΑΡ να μην κατέβει στις εκλογές, να στηρίξει ΣΥΡΙΖΑ!»
(τέλη Δεκεμβρίου 2014)

Μετά την άκαρπη  τρίτη ψηφοφορία στη Βουλή (29/12/2014) για την εκλογή ΠτΔ και ενώ οδεύουμε σε Εθνικές εκλογές ο κ. Πανούσης κάνει εκ νέου δηλώσεις. Ζητά  από τη ΔΗΜΑΡ να μην κατέλθει στις εκλογές,  και  να στηρίξει ΣΥΡΙΖΑ.

Και η  ½ δήλωση αφού πριν ο αλέκτωρ λαλήσει τρεις αυτοακυρώθηκε…

«Εγώ είμαι δάσκαλος, δεν είμαι πολιτικός. Αποσύρομαι από την πολιτική»*.
(Ιανουάριος 2015)

«Η δική μου στάση είναι δηλωμένη εδώ και ενάμιση χρόνο και βέβαια ενισχύθηκε και με τα τελευταία γεγονότα. Είμαι δάσκαλος, δεν είμαι πολιτικός. Οπότε σε οποιαδήποτε μορφή δεν κατεβαίνω, είτε αν η ΔΗΜΑΡ αποφασίσει να κατέβει μόνη της, είτε αν είχε συνεργαστεί - συγχωνευθεί με τον ΣΥΡΙΖΑ, ή οποιοδήποτε άλλο σενάριο θα γινόταν, εγώ θα είχα αποσυρθεί έτσι και αλλιώς» 

*Μετά από αυτήν τη δήλωση ήρθε η υπουργοποίηση. Αλλά «πώς τα φέρνει η ζωή»,  είπε  κατά την τελετή – παραλαβή στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, «…τώρα είμαι εδώ για να διδάξουμε μαζί ήθος, πίστη στους θεσμούς, σεβασμό στο νόμο».  Ο κ. καθηγητής της Εγκληματολογίας, πρέπει να βρει  χρόνο  να διδάξει και τι σημαίνει «εκ προμελέτης», τι σημαίνει «δόλος», πώς συντελείται η «απόσβεση ενοχών», τι σημαίνει «σύμβαση έργου» και τι είναι η «μεσιτεία».Τα τρία τελευταία αφορούν το Αστικό Δίκαιο αλλά είμαστε βέβαιοι πως οι γνώσεις του είναι επαρκείς και επ’ αυτού, πέραν του Ποινικού.

------------------------------------------------

Οι πολιτικές μεταγραφές της τελευταίας εκλογικής μάχης ήταν πέρα από όσα έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε. Βουλευτές και στελέχη κομμάτων πρόταξαν την επιδίωξή τους πρώτα να βρουν κόμμα που να τους εξασφαλίσει τη βουλευτική έδρα και μετά να εφεύρουν τους λόγους για τη μετακίνησή τους. 

Στην περίπτωση του Γ. Πανούση υπάρχουν διαφορές.  Η επιδίωξή του δεν ήταν η εξασφάλιση της βουλευτικής έδρας. Ήταν η εξασφάλιση του πολιτικού ρόλου και η συμμετοχή του στη νέα κυβέρνηση. Επιπλέον κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει πως πρώτα  υπουργοποιήθηκε και μετά επέλεξε να στηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ. Στήριξε συστηματικά και ανοιχτά τον ΣΥΡΙΖΑ (ενόσω ήταν βουλευτής της ΔΗΜΑΡ)  και η υπουργοποίηση επήλθε ως αποτέλεσμα της στάσης του αυτής. 

Αυτή η επιβράβευση δεν αφορά μόνο τον κ. Πανούση. Αφορά και τον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί από όσα στελέχη έφυγαν από τη ΔΗΜΑΡ προς τον ΣΥΡΙΖΑ ή παρέμειναν στη ΔΗΜΑΡ και με αποφασιστικότητα και σταθερότητα εργάστηκαν για την Πολιτική Αλλαγή με ρεαλισμό και όραμα (αποχώρηση από την κυβέρνηση Σαμαρά, μη ψήφιση ΠτΔ  και απόρριψη κάθε πρότασης για επανείσοδο της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση Σαμαρά παρ’ όλη την ανοίκεια επίθεση από το σύνολο των ΜΜΕ που είχαν αποφασίσει πως η ΔΗΜΑΡ πρέπει να εξαφανιστεί)  ο ΣΥΡΙΖΑ προέκρινε ως άξια «ανταμοιβής» με τη θέση του υπουργού, τη στάση εκείνου που έδρασε ως  απλός διαφημιστής του και ως δυσφημιστής για το κόμμα με το οποίο εξελέγη βουλευτής συμβάλλοντας με τη στάση του και όσο του αναλογούσε στην πολιτική εξαφάνιση της ΔΗΜΑΡ. Και μάλιστα ως βουλευτής που δεν ανεξαρτοποιήθηκε από τη ΔΗΜΑΡ αλλά παρέμεινε σε αυτήν έως τη διάλυση της Βουλής, αποδεχόμενος ακόμη και προσκλήσεις από  ΜΜΕ προκειμένου να συνεχίσει να υποστηρίζει την μη κάθοδο της ΔΗΜΑΡ στις εκλογές  και την στήριξή του στον ΣΥΡΙΖΑ.

Ούτως  ή άλλως η ΔΗΜΑΡ  το «έργο» αυτό το είδε να παίζεται και μετά την αποχώρησή της από την κυβέρνηση Σαμαρά,  από όλους εκείνους (βουλευτές και στελέχη της) που εκπροσωπούσαν στα ΜΜΕ τη ΔΗΜΑΡ  …κατηγορώντάς την για την αποχώρησή της από την  κυβέρνηση Σαμαρά. Ε! έμελλε να  το δει κι από  τα «αριστερά» της. Έχει τροφοδοτήσει με πολλά στελέχη και βουλευτές της  ποτάμια, πράσινους ήλιους, και πράσινες ελιές, ελπίδες που σχηματίζουν κυβέρνηση αλλά και γαλάζιες κεντροαριστερές…
Τελικά στον τηλεοπτικό χρόνο που αναλογούσε στη  ΔΗΜΑΡ χτίστηκαν πολλές πολιτικές καριέρες.

Υ.Γ.1 Ο κ. Πανούσης σε εκπομπή του Σκάι στις 30/1/2015 απαντώντας σε ερώτηση των δημοσιογράφων της εκπομπής «Οι αταίριαστοι» είπε πως δεν υπήρχε προσυνεννόηση με τον ΣΥΡΙΖΑ για την υπουργοποίησή του. Προς «απόδειξη» μάλιστα ανέφερε: «Έγινε μια πρόταση αναπάντεχη, πραγματικά αναπάντεχη. Τον κ. Τσίπρα του έχω πει μια φορά καλημέρα στη Βουλή. Δεν τον ξέρω, ούτε ζήτησα ποτέ τίποτα κλπ» …

Είπε κάποιος πως   ο χαιρετισμός του με τον Αλέξη Τσίπρα  ή κάποιο ραντεβού του με στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ τον έκανε υπουργό; Η στάση που επέδειξε ο κ. Πανούσης  (όπως αυτή περιγράφεται στο παρόν κείμενο) ήταν από μόνη της ένας διαρκής χαιρετισμός και στήριξη από πλευράς του προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Εξαιτίας αυτής της στάσης υπουργοποιήθηκε και όχι γιατί συνάντησε ή δεν συνάντησε τον κ. Τσίπρα.
(από το 1.15΄)

Υ.Γ.2
«Άντε να λύσουμε, να ξεκινήσουμε
και τους βαρέθηκα, δεν τους μπορώ…»