του Γιώργου Χ. Σωτηρέλη
Αν θα ήθελε να προσδιορίσει κανείς τι μπορεί να σημαίνει Αριστερά σήμερα, σε μια σύγχρονη ανοιχτή και δημοκρατική κοινωνία, το βέβαιο είναι ότι θα έπρεπε να ξεκινήσει αρνητικά.
Εν πρώτοις, δεν είναι συμβατά με μια τέτοια κοινωνία όλα εκείνα τα κόμματα ή κομματίδια διαμαρτυρίας που εξακολουθούν να αρνούνται τον δημοκρατικό πλουραλισμό και το κράτος δικαίου, να ταυτίζουν τον Μαρξ με τον Στάλιν, να συγχέουν τον σοσιαλισμό με τη «δικτατορία του προλεταριάτου», να εξαντλούν τη μαχητικότητά τους σε ασκήσεις επαναστατικής γυμναστικής, να καλλιεργούν έναν τυφλό και ισοπεδωτικό καταγγελτισμό και να επιδίδονται με πάθος σε άγονους διαγωνισμούς αριστεροσύνης, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο από ένα κράμα των πλέον χαρακτηριστικών παιδικών ασθενειών της Αριστεράς: του χονδροειδούς αριστερισμού, του αφόρητου δογματισμού και του πολιτικού παλαιοημερολογητισμού.
Από την άλλη, όμως, δεν είναι δυνατόν να εντάσσονται στην ως άνω Αριστερά και οι πολιτικές δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται μεν σαν προοδευτικές, πλην όμως απορρίπτουν, σαν ξεπερασμένη, τη διάκριση Αριστερά-Δεξιά και αρνούνται να διαχωρίσουν τον (απολύτως απαραίτητο) πολιτικό φιλελευθερισμό από τον άκρως επικίνδυνο, τόσο για την κοινωνική όσο και για την ατομική ελευθερία, νεοφιλελευθερισμό.
Στην πραγματικότητα, οι πολιτικές αυτές δυνάμεις, εντασσόμενες γενικά και αόριστα σε έναν κεντρώο ή μεσαίο ή υπερβατικό ή μεταμοντέρνο χώρο, κρατώντας επαμφοτερίζουσα, ευκαιριακή και συχνά ιδιοτελή πολιτική στάση απέναντι στα κρίσιμα κοινωνικά προβλήματα, αναμασώντας συνεχώς αφόρητες κοινοτοπίες και ανούσιες εκκλήσεις περί «κοινής λογικής» και αναδεικνύοντας, σαν μόνο σημαντικό, τον ρόλο των προσώπων, είτε έχουν διαβεί προ πολλού είτε είναι έτοιμες να διαβούν τον Ρουβίκωνα, καθ’ οδόν προς τη Δεξιά…
Από εκεί και πέρα πάντως, δεν υπάρχει μόνο μία Αριστερά συμβατή με την ανοιχτή και δημοκρατική κοινωνία, αλλά ποικίλες θεμιτές εκδοχές της:
Α. Η πρώτη, ιστορικά, είναι η σοσιαλδημοκρατία, η οποία αποτέλεσε την ιστορική καμπή της Αριστεράς, διότι εγκατέλειψε πολύ νωρίς και πολύ αποφασιστικά τον δρόμο της «προλεταριακής επανάστασης», υιοθέτησε δημοκρατικές μεθόδους για την άνοδο στην εξουσία, έδωσε σάρκα και οστά στο κίνημα του μεταρρυθμισμού και δέσποσε έκτοτε για πολλά χρόνια στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, αφήνοντας ανεξίτηλο το αποτύπωμά της σε όλες τις μεγάλες κατακτήσεις του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Σήμερα όμως είναι αναμφίβολο ότι η σοσιαλδημοκρατία μαστίζεται από σοβαρή κρίση και από έντονα υπαρξιακά προβλήματα. Αυτό οφείλεται ιδίως πρώτον στο ότι δεν μπόρεσε έγκαιρα να ακούσει τη βουή των επερχόμενων γεγονότων (δηλαδή της παγκοσμιοποίησης και της κρίσης) και δεύτερον στο ότι άλλαξαν σημαντικά, στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, οι όροι των ταξικών αντιθέσεων και των αντίστοιχων κοινωνικοπολιτικών συγκρούσεων.
Το αποτέλεσμα ήταν αρχικά μεν να αιφνιδιαστεί και να αυτοσχεδιάσει, χωρίς σαφή στρατηγική που να υπερβαίνει τα όρια και το οικείο περιβάλλον του εθνικού κράτους και της μικτής οικονομίας, στη συνέχεια δε να αμβλύνει εξαιρετικά το ταξικό αισθητήριο και την κοινωνική ευαισθησία της, να αναδιατάξει σπασμωδικά τις κοινωνικές συμμαχίες της, να προσχωρήσει σε μια νέα αποϊδεολογικοποιημένη ανάγνωση των κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων (ιδίως κατά το μέρος που αφορούσαν τη διαμόρφωση πανίσχυρων και εξαιρετικά επίφοβων για τη δημοκρατία και την ελευθερία υπερεθνικών ιδιωτικών εξουσιών) και εν τέλει να μεταλλαχθεί και να αποκτήσει καθεστωτικά χαρακτηριστικά.
Παρά ταύτα, η σοσιαλδημοκρατία, στο σύνολό της, δεν φαίνεται να έχει κλείσει τον ιστορικό της κύκλο. Εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να εκφράζει την κοινωνική βάση της Αριστεράς, ενώ στο εσωτερικό της αυτή τη στιγμή λαμβάνουν χώρα εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πολιτικές και ιδεολογικές διεργασίες, που έχουν κλονίσει συθέμελα τα στερεότυπα και τις βεβαιότητες της εποχής της μετάλλαξης, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν αυτό που ακούγεται ολοένα και συχνότερα (με πιο πρόσφατα παραδείγματα την Αγγλία και την Πορτογαλία) είναι το σύνθημα «επιστροφή στις ρίζες»...
Β. Η δεύτερη μεγάλη εκδοχή της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς στον ευρωπαϊκό χώρο υπήρξε αναμφίβολα το ρεύμα του ευρωκομμουνισμού, το οποίο ανανέωσε την ιδέα της Αριστεράς, σηματοδοτώντας τη ρήξη μεγάλων κομμουνιστικών κομμάτων με τον σταλινισμό και τη μετεξέλιξή τους σε κόμματα που συνδύαζαν την κινηματική λογική και τον ριζοσπαστικό λόγο με τη δημοκρατία, την ελευθερία και την πολιτική συνεννόηση.
Είναι φανερό ότι το ρεύμα αυτό, αφού σφράγισε την ιδεολογική και πολιτισμική ταυτότητα της εν ευρεία εννοία σύγχρονης Αριστεράς, κινείται πλέον παράλληλα με τη σοσιαλδημοκρατία και αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα και τις ίδιες ανησυχίες, με έκδηλη την αμηχανία απέναντι στα μείζονα ζητήματα, αλλά και με παρεμφερείς εσωτερικές ιδεολογικοπολιτικές συγκρούσεις για θέματα συμβιβασμού και καθεστωτικής ενσωμάτωσης.
Γ. Η τρίτη και νεότερη εκδοχή της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς είναι η πολιτική οικολογία, η οποία ξεκίνησε ως ριζοσπαστικό αντικαπιταλιστικό κίνημα, με επίκεντρο την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά στη συνέχεια μετεξελίχθηκε, με πολλές αντιφάσεις και ιδιαιτερότητες, σε μια ιδιότυπη μεταρρυθμιστική δύναμη της Αριστεράς, που συνέβαλε αναμφισβήτητα στην ανανέωση της πολιτικής ατζέντας της και στην αναζωογόνηση του κινηματικού χαρακτήρα της, συνδυάζοντας πάντως αυτά τα χαρακτηριστικά με αξιοσημείωτα δείγματα πολιτικού ρεαλισμού (υπερβολικού ίσως το τελευταίο διάστημα), αλλά και διαχειριστικής αποτελεσματικότητας.
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, η έννοια της Αριστεράς σε μια ανοιχτή και δημοκρατική κοινωνία δεν μπορεί παρά να αναζητηθεί στο πλαίσιο μιας επικαιροποιημένης και προσεκτικά διηθημένης σύνθεσης των πλέον προωθημένων εκδοχών των τριών παραπάνω ρευμάτων, εμπλουτισμένων, σε κάθε περίπτωση, από την αξιόλογη συνεισφορά που είχε τα τελευταία χρόνια στον σχετικό διάλογο και η λεγόμενη «Νέα Αριστερά», που ανέδειξε τη σημασία και την προτεραιότητα κρίσιμων δικαιωμάτων και ευαίσθητων κοινωνικών ζητημάτων.
*καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα των Συντακτών 09/01/2016
Αν θα ήθελε να προσδιορίσει κανείς τι μπορεί να σημαίνει Αριστερά σήμερα, σε μια σύγχρονη ανοιχτή και δημοκρατική κοινωνία, το βέβαιο είναι ότι θα έπρεπε να ξεκινήσει αρνητικά.
Εν πρώτοις, δεν είναι συμβατά με μια τέτοια κοινωνία όλα εκείνα τα κόμματα ή κομματίδια διαμαρτυρίας που εξακολουθούν να αρνούνται τον δημοκρατικό πλουραλισμό και το κράτος δικαίου, να ταυτίζουν τον Μαρξ με τον Στάλιν, να συγχέουν τον σοσιαλισμό με τη «δικτατορία του προλεταριάτου», να εξαντλούν τη μαχητικότητά τους σε ασκήσεις επαναστατικής γυμναστικής, να καλλιεργούν έναν τυφλό και ισοπεδωτικό καταγγελτισμό και να επιδίδονται με πάθος σε άγονους διαγωνισμούς αριστεροσύνης, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο από ένα κράμα των πλέον χαρακτηριστικών παιδικών ασθενειών της Αριστεράς: του χονδροειδούς αριστερισμού, του αφόρητου δογματισμού και του πολιτικού παλαιοημερολογητισμού.
Από την άλλη, όμως, δεν είναι δυνατόν να εντάσσονται στην ως άνω Αριστερά και οι πολιτικές δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται μεν σαν προοδευτικές, πλην όμως απορρίπτουν, σαν ξεπερασμένη, τη διάκριση Αριστερά-Δεξιά και αρνούνται να διαχωρίσουν τον (απολύτως απαραίτητο) πολιτικό φιλελευθερισμό από τον άκρως επικίνδυνο, τόσο για την κοινωνική όσο και για την ατομική ελευθερία, νεοφιλελευθερισμό.
Στην πραγματικότητα, οι πολιτικές αυτές δυνάμεις, εντασσόμενες γενικά και αόριστα σε έναν κεντρώο ή μεσαίο ή υπερβατικό ή μεταμοντέρνο χώρο, κρατώντας επαμφοτερίζουσα, ευκαιριακή και συχνά ιδιοτελή πολιτική στάση απέναντι στα κρίσιμα κοινωνικά προβλήματα, αναμασώντας συνεχώς αφόρητες κοινοτοπίες και ανούσιες εκκλήσεις περί «κοινής λογικής» και αναδεικνύοντας, σαν μόνο σημαντικό, τον ρόλο των προσώπων, είτε έχουν διαβεί προ πολλού είτε είναι έτοιμες να διαβούν τον Ρουβίκωνα, καθ’ οδόν προς τη Δεξιά…
Από εκεί και πέρα πάντως, δεν υπάρχει μόνο μία Αριστερά συμβατή με την ανοιχτή και δημοκρατική κοινωνία, αλλά ποικίλες θεμιτές εκδοχές της:
Α. Η πρώτη, ιστορικά, είναι η σοσιαλδημοκρατία, η οποία αποτέλεσε την ιστορική καμπή της Αριστεράς, διότι εγκατέλειψε πολύ νωρίς και πολύ αποφασιστικά τον δρόμο της «προλεταριακής επανάστασης», υιοθέτησε δημοκρατικές μεθόδους για την άνοδο στην εξουσία, έδωσε σάρκα και οστά στο κίνημα του μεταρρυθμισμού και δέσποσε έκτοτε για πολλά χρόνια στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, αφήνοντας ανεξίτηλο το αποτύπωμά της σε όλες τις μεγάλες κατακτήσεις του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Σήμερα όμως είναι αναμφίβολο ότι η σοσιαλδημοκρατία μαστίζεται από σοβαρή κρίση και από έντονα υπαρξιακά προβλήματα. Αυτό οφείλεται ιδίως πρώτον στο ότι δεν μπόρεσε έγκαιρα να ακούσει τη βουή των επερχόμενων γεγονότων (δηλαδή της παγκοσμιοποίησης και της κρίσης) και δεύτερον στο ότι άλλαξαν σημαντικά, στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, οι όροι των ταξικών αντιθέσεων και των αντίστοιχων κοινωνικοπολιτικών συγκρούσεων.
Το αποτέλεσμα ήταν αρχικά μεν να αιφνιδιαστεί και να αυτοσχεδιάσει, χωρίς σαφή στρατηγική που να υπερβαίνει τα όρια και το οικείο περιβάλλον του εθνικού κράτους και της μικτής οικονομίας, στη συνέχεια δε να αμβλύνει εξαιρετικά το ταξικό αισθητήριο και την κοινωνική ευαισθησία της, να αναδιατάξει σπασμωδικά τις κοινωνικές συμμαχίες της, να προσχωρήσει σε μια νέα αποϊδεολογικοποιημένη ανάγνωση των κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων (ιδίως κατά το μέρος που αφορούσαν τη διαμόρφωση πανίσχυρων και εξαιρετικά επίφοβων για τη δημοκρατία και την ελευθερία υπερεθνικών ιδιωτικών εξουσιών) και εν τέλει να μεταλλαχθεί και να αποκτήσει καθεστωτικά χαρακτηριστικά.
Παρά ταύτα, η σοσιαλδημοκρατία, στο σύνολό της, δεν φαίνεται να έχει κλείσει τον ιστορικό της κύκλο. Εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να εκφράζει την κοινωνική βάση της Αριστεράς, ενώ στο εσωτερικό της αυτή τη στιγμή λαμβάνουν χώρα εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πολιτικές και ιδεολογικές διεργασίες, που έχουν κλονίσει συθέμελα τα στερεότυπα και τις βεβαιότητες της εποχής της μετάλλαξης, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν αυτό που ακούγεται ολοένα και συχνότερα (με πιο πρόσφατα παραδείγματα την Αγγλία και την Πορτογαλία) είναι το σύνθημα «επιστροφή στις ρίζες»...
Β. Η δεύτερη μεγάλη εκδοχή της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς στον ευρωπαϊκό χώρο υπήρξε αναμφίβολα το ρεύμα του ευρωκομμουνισμού, το οποίο ανανέωσε την ιδέα της Αριστεράς, σηματοδοτώντας τη ρήξη μεγάλων κομμουνιστικών κομμάτων με τον σταλινισμό και τη μετεξέλιξή τους σε κόμματα που συνδύαζαν την κινηματική λογική και τον ριζοσπαστικό λόγο με τη δημοκρατία, την ελευθερία και την πολιτική συνεννόηση.
Είναι φανερό ότι το ρεύμα αυτό, αφού σφράγισε την ιδεολογική και πολιτισμική ταυτότητα της εν ευρεία εννοία σύγχρονης Αριστεράς, κινείται πλέον παράλληλα με τη σοσιαλδημοκρατία και αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα και τις ίδιες ανησυχίες, με έκδηλη την αμηχανία απέναντι στα μείζονα ζητήματα, αλλά και με παρεμφερείς εσωτερικές ιδεολογικοπολιτικές συγκρούσεις για θέματα συμβιβασμού και καθεστωτικής ενσωμάτωσης.
Γ. Η τρίτη και νεότερη εκδοχή της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς είναι η πολιτική οικολογία, η οποία ξεκίνησε ως ριζοσπαστικό αντικαπιταλιστικό κίνημα, με επίκεντρο την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά στη συνέχεια μετεξελίχθηκε, με πολλές αντιφάσεις και ιδιαιτερότητες, σε μια ιδιότυπη μεταρρυθμιστική δύναμη της Αριστεράς, που συνέβαλε αναμφισβήτητα στην ανανέωση της πολιτικής ατζέντας της και στην αναζωογόνηση του κινηματικού χαρακτήρα της, συνδυάζοντας πάντως αυτά τα χαρακτηριστικά με αξιοσημείωτα δείγματα πολιτικού ρεαλισμού (υπερβολικού ίσως το τελευταίο διάστημα), αλλά και διαχειριστικής αποτελεσματικότητας.
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, η έννοια της Αριστεράς σε μια ανοιχτή και δημοκρατική κοινωνία δεν μπορεί παρά να αναζητηθεί στο πλαίσιο μιας επικαιροποιημένης και προσεκτικά διηθημένης σύνθεσης των πλέον προωθημένων εκδοχών των τριών παραπάνω ρευμάτων, εμπλουτισμένων, σε κάθε περίπτωση, από την αξιόλογη συνεισφορά που είχε τα τελευταία χρόνια στον σχετικό διάλογο και η λεγόμενη «Νέα Αριστερά», που ανέδειξε τη σημασία και την προτεραιότητα κρίσιμων δικαιωμάτων και ευαίσθητων κοινωνικών ζητημάτων.
*καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα των Συντακτών 09/01/2016
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου