Η καπηλεία του κράτους από τα κόμματα
Ενρίκο Μπερλινγκουέρ (συνέντευξη στην εφημερίδα «Ρεπούμπλικα», 28.07.1981)
«...Τα σημερινά κόμματα είναι πάνω απ’ όλα μηχανές εξουσίας και
πελατειακών σχέσεων: τα χαρακτηρίζει ελλιπής και αλλοιωμένη γνώση της
ζωής και των προβλημάτων της κοινωνίας και του κόσμου, διαθέτουν
λιγοστές ιδέες, λειψά ή ασαφή ιδανικά και προγράμματα και στερούνται
παντελώς αισθημάτων και κοινωνικο-πολιτικού πάθους. Διαχειρίζονται
συμφέροντα, ποικίλα, αντιφατικά, αμφίβολα κάποτε, πάντως χωρίς την
παραμικρή σχέση με τις απαιτήσεις και τις αναδυόμενες ανάγκες των
ανθρώπων, ή, πάλι, τις διαστρεβλώνουν χωρίς να επιδιώκεται το κοινό
καλό. Η ίδια η οργανωτική δομή τους προσαρμόστηκε σ’ αυτό το μοντέλο,
και δεν είναι πια οργανωτές του λαού, σχηματισμοί που προωθούν την
πολιτικο-κοινωνική ωριμότητα και πρωτοβουλία: είναι μάλλον ομοσπονδίες
ρευμάτων, που αποπνέουν καμαρίλα, καθένα με αρχηγό, υπαρχηγό κ.λπ. [...]
Τα κόμματα έχουν καταλάβει το κράτος και τους θεσμούς του, ξεκινώντας
από την κυβέρνηση. Έχουν καταλάβει τους ΟΤΑ, τους οργανισμούς προνοίας,
το πανεπιστήμιο, τη ραδιοτηλεόραση, κάποιες μεγάλες εφημερίδες
[...].Τέλος πάντων, όλα έχουν πια διαμοιρασθεί, ή θα ήθελαν να τα
διαμοιράσουν. Η κατάσταση είναι δραματική. Οτιδήποτε καλούνται να
διαχειριστούν ή να διεκπεραιώσουν οι ποικίλοι θεσμοί και οι σημερινοί
διοικητές τους αντιμετωπίζεται κυρίως σε συνάρτηση με τα συμφέροντα του
κόμματος ή του ρεύματος ή της φατρίας η οποία διεκδικεί το αξίωμα. Ένα
τραπεζικό δάνειο παραχωρείται αν εξυπηρετεί αυτόν τον σκοπό, αν είναι
επωφελές και καλλιεργεί τις πελατειακές σχέσεις. Μια διοικητική έγκριση
δίνεται, μια εργολαβία κατακυρώνεται, μια πανεπιστημιακή έδρα
εκχωρείται, ένας εργαστηριακός εξοπλισμός χρηματοδοτείται, εάν οι
ευεργετούμενοι κάνουν δήλωση πίστης στο κόμμα που τους εξασφαλίζει αυτά
τα οφέλη, ακόμα και όταν απλώς δικαιούνται τη θέση, την αναγνώριση, την
έγκριση. [...]
Κατά τη γνώμη μου, πολλοί Ιταλοί κατανοούν αυτήν την καπηλεία του
κράτους, τις καταπιέσεις, τα ρουσφέτια, τις διακρίσεις. Αλλά αρκετοί απ’
αυτούς τελούν υπό καθεστώς εκβιασμού. Εξασφάλισαν ωφελήματα (που ίσως
τα δικαιούνταν κιόλας, αλλά που τα εξασφάλισαν μόνο δια μέσου των
κομμάτων και των ρευμάτων τους) και είτε ελπίζουν να ωφεληθούν κι άλλο
είτε φοβούνται πως δεν θα ωφελούνται πια [...]
Λοιπόν: πρώτον, εμείς θέλουμε να πάψουν τα κόμματα να καταλαμβάνουν
το κράτος. Τα κόμματα πρέπει, όπως λέει το Σύνταγμά μας, να συμβάλλουν
στη δημιουργία της πολιτικής βούλησης του έθνους. Κι αυτό μπορεί να το
κάνουν όχι καταλαμβάνοντας όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του κράτους, όλο
και περισσότερα κέντρα εξουσίας σε κάθε χώρο, αλλά ερμηνεύοντας τα
μεγάλα ρεύματα θεώρησης των πραγμάτων, οργανώνοντας τις ευγενείς
επιδιώξεις του λαού, ελέγχοντας δημοκρατικά τις ενέργειες των θεσμών.
Αυτός είναι ο πρώτος λόγος για τον οποίο εμείς διαφέρουμε. [...]
Να καταπολεμηθούν τα προνόμια, να προστατευθούν οι αδύναμοι
Εμείς σκεπτόμαστε ότι τα προνόμια πρέπει να καταπολεμηθούν και να
καταργηθούν όπου κι αν φωλιάζουν, ότι οι φτωχοί και οι
περιθωριοποιημένοι, οι μη προνομιούχοι, πρέπει να προστατευθούν και να
τους δοθεί φωνή και συγκεκριμένη δυνατότητα να μετρούν περισσότερο στις
αποφάσεις, για να αλλάξουν την κατάστασή τους. Ότι ορισμένες ανθρώπινες
και κοινωνικές ανάγκες, που σήμερα αγνοούνται, πρέπει να ικανοποιηθούν
κατά προτεραιότητα σε σχέση με άλλες· ότι ο επαγγελματισμός και η
αξιοσύνη πρέπει να επιβραβεύονται, ότι πρέπει να είναι εξασφαλισμένη η
συμμετοχή κάθε πολίτη -άντρα ή γυναίκας- στα δημόσια πράγματα.
Αναγκαία η υπέρβαση του καπιταλισμού
Κανένα από τα κυβερνητικά κόμματα δεν τα έκανε αυτά. Εμείς οι
κομμουνιστές έχουμε εξήντα χρόνια στις πλάτες μας και αποδείξαμε ότι
αυτά τα επιδιώκαμε και τα κάναμε στα σοβαρά. Στη φυλακή με τους εργάτες
ήμαστε εμείς, στα βουνά με τους αντάρτες ήμαστε εμείς, στις λαϊκές
συνοικίες με τους ανέργους ήμαστε εμείς, με τις γυναίκες, με το
περιθωριοποιημένο προλεταριάτο, με τους νέους ήμαστε εμείς, σε
ορισμένους δήμους και ορισμένες περιφέρειες που διακυβερνήθηκαν έντιμα
ήμαστε εμείς.
Υπήρχαν και άλλοι, αλλά κυρίως εμείς. Kαι ας περάσουμε στο τρίτο
σημείο στο οποίο διαφέρουμε: Εμείς σκεπτόμαστε ότι ο τύπος της
οικονομικής και κοινωνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι αιτία μεγάλων
στρεβλώσεων, ανυπολόγιστων δαπανών και κοινωνικών ανισοτήτων, τεράστιας
σπατάλης πλούτου. Δεν θέλουμε να ακολουθήσουμε τα μοντέλα του
σοσιαλισμού που πραγματοποιήθηκαν μέχρι τώρα, απορρίπτουμε τον κεντρικό
προγραμματισμό της οικονομίας, νομίζουμε ότι η αγορά μπορεί να έχει
ουσιαστικό ρόλο, ότι η ατομική πρωτοβουλία είναι αναντικατάστατη, ότι η
ιδιωτική επιχείρηση έχει δικό της χώρο και ότι μπορεί να διατηρήσει δικό
της, σημαντικό ρόλο. Όμως είμαστε πεπεισμένοι ότι όλες αυτές οι
πραγματικότητες δεν λειτουργούν πια μέσα στις καπιταλιστικές μορφές
[...]. Κι είμαστε πεπεισμένοι επίσης ότι πρέπει και μπορεί να γίνει
συζήτηση για τον τρόπο υπέρβασης του καπιταλισμού ως μηχανισμού και
συστήματος, μια κι αυτός, σήμερα, δημιουργεί όλο και μεγαλύτερες μάζες
ανέργων, περιθωριοποιημένων, ανθρώπων υπό καθεστώς εκμετάλλευσης. Κι
αυτή είναι, κατά βάσιν, η αιτία, όχι μόνο της σημερινής οικονομικής
κρίσης, αλλά και των φαινομένων βαρβαρότητας, της διάδοσης των
ναρκωτικών, της άρνησης της εργασίας, της δυσπιστίας, της πλήξης, της
απελπισίας. Είναι έγκλημα να έχει κανείς αυτές τις ιδέες;
Οι σοσιαλδημοκράτες "ξέχασαν" τους υποπρολεταίρους και τους μη συνδικαλισμένους
(
σ.σ.: Απαντώντας στον ισχυρισμό του Σκάλφαρι ότι δεν υπάρχει
διαφορά με όσα σκέπτεται ένας πεπεισμένος Ευρωπαίος σοσιαλδημοκράτης,
συνεχίζει: )
Υπάρχει ουσιαστική διαφορά. Η σοσιαλδημοκρατία (μιλάω, βέβαια, για τη
σοβαρή σοσιαλδημοκρατία) πάντοτε μεριμνούσε ιδιαίτερα για τους εργάτες,
για τους συνδικαλισμένους εργαζόμενους, και λίγο ή καθόλου για τους
περιθωριακούς, τους υποπρολετάριους, τις γυναίκες. Πράγματι, τώρα που
εξαντλήθηκαν τα παλιά όρια της καπιταλιστικής ανάπτυξης, τα οποία
επέτρεπαν τη σοσιαλδημοκρατική πολιτική, τώρα που σε όλη την
καπιταλιστική Δύση τα προβλήματα τα οποία προηγουμένως υπενθύμιζα
εξερράγησαν, υπάρχουν σημεία κρίσης στον αγγλικό εργατισμό και στη
γερμανική σοσιαλδημοκρατία. Ακριβώς γιατί τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα
βρίσκονται μπροστά σε προβλήματα άγνωστα μέχρι τώρα ή που τα είχαν
αγνοήσει.
[....]
Η ηθική διάσταση της κρίσης της πολιτικής δεν εξαντλείται στο γεγονός
ότι, επειδή υπάρχουν κλέφτες, διεφθαρμένοι, καταχραστές στις υψηλές
σφαίρες της πολιτικής και της δημόσιας διοίκησης, πρέπει να
ξεσκεπαστούν, να καταγγελθούν και να πάνε φυλακή. Η ηθική διάσταση της
κρίσης της πολιτικής, στην Ιταλία, σήμερα, είναι αδιαχώριστη από την
κατάληψη του κράτους εκ μέρους των κυβερνητικών κομμάτων και των
ρευμάτων τους, είναι αδιαχώριστη από τον πόλεμο μεταξύ διαφόρων ομάδων,
είναι αδιαχώριστη από την τρέχουσα αντίληψη για την πολιτική και τις
μεθόδους διακυβέρνησης, που απλώς πρέπει να εγκαταλειφθούν και να
ξεπεραστούν. Να γιατί λέω ότι η ηθική διάσταση της κρίσης της πολιτικής
βρίσκεται στο κέντρο του ιταλικού προβλήματος. Νά γιατί τα άλλα κόμματα
μπορούν να αποδείξουν ότι είναι δυνάμεις ανανέωσης μόνο αν αποκαλύψουν
πλήρως την ηθική κρίση, φθάνοντας μέχρι τα πολιτικά αίτια της. Εκείνο
που πρέπει να μας ενδιαφέρει στ’ αλήθεια είναι η τύχη της χώρας. Αν
συνεχίσουμε μ’ αυτό τον τρόπο, υπάρχει κίνδυνος η δημοκρατία να
περιοριστεί, αντί να απλωθεί και να αναπτυχθεί· να βουλιάξει στο τέλμα.
[....]
Υπέρ της εγκράτειας, κατά του άκρατου ατομικού καταναλωτισμού
Εμείς [το 1977] υποστηρίξαμε ότι ο άκρατος ατομικός καταναλωτισμός
παράγει μόνο διασπάθιση πλούτου και στρεβλώσεις της παραγωγής, αλλά,
πέραν αυτών, και δυσφορία, αποπροσανατολισμό, δυστυχία. Υποστηρίζουμε
επίσης ότι -καθώς η απόσταση, εντός των βιομηχανικών χωρών, ανάμεσα σε
ζώνες ανεπτυγμένες και καθυστερημένες μεγάλωνε και, παράλληλα, οι πρώην
αποικίες αφυπνίζονταν, εξελίσσονταν και ανεξαρτητοποιούνταν- η
οικονομική κατάσταση στις εν λόγω βιομηχανικές χώρες δεν εξασφάλιζε πια
την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, διατηρούσε τον «πολιτισμό της
κατανάλωσης», με όλες τις εγγενείς επιβλαβείς επιπτώσεις, ακόμα και
ηθικές. Η διάδοση των ναρκωτικών στους νέους, λόγου χάρη, είναι ένα από
τα σοβαρά σημάδια αυτών των επιπτώσεων και, στην πραγματικότητα, κανείς
δεν αναλαμβάνει την ευθύνη... Μιλούσαμε όμως περί αυστηρής εγκράτειας.
Είμαστε οι μόνοι που υπογραμμίσαμε την ανάγκη να καταπολεμήσουμε τις
σπατάλες, να εξοικονομήσουμε πόρους, να περιορίσουμε την περιττή
ιδιωτική κατανάλωση, να επιβραδύνουμε τη διεστραμμένη δυναμική των
δημοσίων δαπανών, να δημιουργήσουμε καινούργιες πηγές πλούτου και
καινούργιες πηγές εργασίας. Είπαμε ότι ακόμα και οι εργαζόμενοι θα
έπρεπε να συμβάλουν, από τη μεριά τους, σ’ αυτή τη μεγάλη προσπάθεια
αναπροσανατολισμού της οικονομίας. Είπαμε επίσης ότι όλες οι θυσίες
έπρεπε να γίνουν υπό τον όρο αυστηρής ισότητας κι ο στόχος να είναι να
δοθεί το έναυσμα για ένα διαφορετικό πρότυπο ανάπτυξης και για
διαφορετικούς τρόπους ζωής (πιο φειδωλούς και πιο ανθρώπινους). Αυτός
υπήρξε ο δικός μας τρόπος να τοποθετήσουμε το πρόβλημα της αυστηρής
εγκράτειας και του ταυτόχρονου αγώνα κατά του πληθωρισμού και της
ύφεσης, δηλαδή της ανεργίας. Αποσαφηνίσαμε και αναπτύξαμε τις θέσεις μας
αυτές στο ΧV Συνέδριό μας, τον Μάρτιο του 1979. Δεν εισακουστήκαμε.
[...]
Πρέπει να αντιμετωπίσουμε και το κόστος της εργασίας, και να το
συγκρατήσουμε εν συνόλω, επεμβαίνοντας κυρίως όσον αφορά στην αύξηση της
παραγωγικότητας. Θέλω όμως να υπογραμμίσω ότι όταν ζητάς θυσίες από τη
χώρα και τις ζητάς πρώτ’ απ’ όλα -όπως συνήθως- από τους εργαζόμενους,
ενώ έχουμε πίσω μας ένα πρόβλημα σαν την P2 (
σ.σ.: παράνομη μασονική στοά),
είναι πολύ δύσκολο να εισακουστείς και να γίνεις πιστευτός. Όταν
ζητούνται θυσίες από τον κόσμο της εργασίας χρειάζεται ευρεία συναίνεση,
υψηλή πολιτική αξιοπιστία και ικανότητα να παταχθούν υπερβολικά και
απαράδεκτα προνόμια. Εάν αυτά τα στοιχεία δεν υπάρχουν, το εγχείρημα δεν
θα έχει αίσιο τέλος, θα αποτύχει.
Πηγή: Αυγή