Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Ο Nash, η διαπραγμάτευση και ο Βαρουφάκης


του Αντώνη Μιχαλάκη

O τραγικός θάνατος του John Nash πριν από λίγες μέρες σε τροχαίο έγινε άμεσα γνωστός είτε μέσω διαδικτύου, είτε από τα ρεπορτάζ της τηλερόρασης. Το κεντρικό σχόλιο όλων όσων γράφονταν ή λέγονταν, ήταν για την ταινία – αφιέρωμα στον Nash “Α Beautiful Mind”. Κι όμως η σχέση της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας με τον μεγάλο μαθηματικό είναι πολύ καλύτερα δομημένη και ξεπερνά τα εισιτήρια που έκοψε η ταινία στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες. Ας δούμε όμως γιατί.
Το 1928 ένας ιδιοφυής διανοητής ο John von Neumann, παρουσίασε μια χρήσιμη θεωρία σε ανταγωνιστικές καταστάσεις, με κύρια βλέψη τα παίγνια μηδενικού αθροίσματος. Με το θεώρημα minimax έλυσε αυτό το παίγνιο θεωρώντας ότι οι δύο παίκτες συμπεριφέρονται “έξυπνα”. Έτσι μπήκαν οι βάσεις για τη Θεωρία Παιγνίων. Ο von Neumann απέτυχε όμως να δώσει λύση στα παίγνια μη-μηδενικού αθροίσματος. Κυρίως γιατι δεν μπόρεσε να λύσει το Πρόβλημα της Απροσδιοριστίας, δηλαδή το πως να κάνεις τη βέλτιστη επιλογή εφόσον δεν γνωρίζεις τις επιλογές των άλλων, οι οποίες επιλογές εξαρτώνται και από τη δική σου κοκ. Στην πραγματικότητα το ερώτημα έμπαινε επιτακτικά: Πως μπορούμε να λάβουμε υπόψη, να αναλύσουμε και να ποσοτικοποιήσουμε τις προσδοκίες των “παικτών” ώστε να πάρουμε την βέλτιστη στρατηγική επιλογή; Σε πολιτικο-κοινωνικό επίπεδο αυτό μπήκε στην συζήτηση από τον Μακιαβέλι, τον Χομπς, τον Ρουσώ και σε οικονομικό επίπεδο (ως ισορροπία προσδοκιών) από τον Σμιθ, τον Ρικάρντο, τον Κέινς. 
 
Ο Nash ξεπερνά την Απροσδιοριστία, επινοώντας και αποδεικνύοντας μια “λύση” ως ισορροπία ανάμεσα στις πράξεις και τις προσδοκίες των παικτών που τους ώθησαν σε αυτές τις πράξεις. Η περίφημη ισορροπία Nash δεν ασχολείται με το τι σκέφτονται οι άλλοι παίκτες αλλά ποιές είναι εκείνες οι επιλογές που δεν θα κάνουν κανένα παίκτη να μετανιώσει για την αποφάσή του. Με αυτό τον τρόπο επιβεβαιώνονται οι προσδοκίες όλων των παικτών. Απεδειξε δηλαδή ότι κάθε κοινωνικό παίγνιο έχει τουλάχιστον μια τέτοια λύση.
Η δεύτερη μεγάλη συνεισφορά του Nash ήταν η προσέγγισή του στο διαπραγματευτικό πρόβλημα. Ως διαπραγματευτικό πρόβλημα μπορούμε να ορίσουμε το φόβο αθέτησης της συμφωνίας, την ίδια την ουσία της συμφωνίας, την διαφορά αντικειμενικών και υποκειμενικών ωφελειών και τη διαφορετικά σταθμισμένη βαρύτητά τους ,τη σχετική διαπραγματευτική ισχύ των μερών. Επειδή όλα αυτά δεν μπορούσαν να οριστούν επακριβώς, οι οικονομολόγοι οδηγήθηκαν στην άποψη ότι το μη επιλύσιμο διαπραγματευτικό πρόβλημα το λύνει μόνο ο ανταγωνισμός γιατί ακυρώνει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τις υποκειμενικότητες των μερών. Ταυτόχρονα θεωρούσαν πως η αποτυχία του πρώτου σταδίου διαπραγμάτευσης αυξάνει την πιθανότητα κατάρρευσης όλης της διαπραγμάτευσης, λόγω της σοβαρής σχέσης των προσδοκιών ενός διαπραγματευτή με τις προσδοκίες των άλλων.
 
Ο Nash υπερβαίνει τη λύση σε στάδια και πηγαίνει κατευθείαν στο αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης. Όρισε απευθείας τρεις ιδιότητες της λύσης: α) η λύση είναι μια ισορροπία Nash. Η τούρτα δηλαδή μοιράζεται με τέτοιο τρόπο ώστε κανείς να μην μετανιώσει για την επιλογή του, β) η λύση είναι ανεξάρτητη από το πως τα διαπραγματευτικά μέρη ορίζουν τις ωφέλειες τους, από την κλίμακα μέτρησής τους και γ) η λυση δεν επηρεάζεται από την “απαγόρευση” εναλλακτικών κατανομών που ούτως ή άλλως τα διαπραγματευτικά μέρη δεν θα κατέληγαν ποτέ. Ο Nash αποδεικνύει πως υπάρχει μια και μοναδική λύση που να ικανοποιεί και τις τρεις ιδιότητες. Είναι η συμφωνία που μεγιστοποιεί το γινόμενο (εδώ επέρχεται και η μαθηματικοποίηση του θέματος) των ωφελειών των διαπραγματευτών.
Σε αυτή τη μαγική στιγμή μπαίνουν στη συζήτηση όμως η αβεβαιότητα των παικτών (σε κοινωνικό επίπεδο θα λέγαμε η ενδεχομενικότητα), η εξέλιξη ενός παίγνιου στον χρόνο, ο ορισμός του τι θεωρούμε κάθε φορά ορθολογική συμπεριφορά και οι πολλαπλές ισορροπίες για σύνθετα κοινωνικά φαινόμενα. Όλα τα προβλήματα δηλαδή που δεν παρουσιάζει ο homo economicus αλλά είναι παρόντα στο σύγχρονο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων. 
 
Ο σημερινός Υπουργός Οικονομικών Γ. Βαρουφάκης τα γνωρίζει όλα αυτά πάρα πολύ καλά. Άλλωστε αναφέρει σε ένα βιβλίο – αφιέρωμα για τον John Nash και για την δημιουργική απροσδιοριστία της ανθρώπινης δράσης (φαντάζομαι ότι σκέφτεστε την δημιουργική ασάφεια). Ο παγνιοθεωρητικός υπουργός υποστηρίζει ότι ο Nash απέτυχε να δώσει μια ενιαία κοινωνική λύση μέσω της Θεωριας Παιγνίων, γιατί ο Nash ανακάλυψε τα όρια του μεθοδολογικού ατομικισμού. Θα συμφωνήσω. Κυρίως γιατί μια ποσοτικοποιημένη προσέγγιση του θέματος αφήνει απέξω την ιστορική ενδεχομενικότητα για τον τρόπο συγκρότησης των κοινωνικών δεσμών και συμβολαίων. Όμως στην επίμαχη τωρινή περίοδο διαπραγμάτευσης φαίνεται ότι ο Βαρουφάκης έχει ξεχάσει τελείως τις ορθολογικότητες σαν να μην μιλούμε για μια ολόκληρη χώρα, σαν να μην μιλούμε για ένα κοινωνικό πλέγμα σχέσεων που διέπονται από καθημερινές διαμεσολαβήσεις, σαν να μην μας ενδιαφέρει η επίτευξη της μίας και μοναδικής λύσης, αλλά μόνο πως θα “παίξουμε” στο επίπεδο των προσδοκιών. Και μάλιστα με ένα τρόπο επικοινωνιακού επαναπροσδιορισμού της κλίμακας μέτρησης των ωφελειών/χρησιμοτήτων (αξιοπρέπεια vs υλικών αγαθών).

Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

'Ωρα αποφάσεων

του Νικόλα Σεβαστάκη*

Απότομη προσγείωση, στροφή στον ρεαλισμό, «κυβίστηση». Αυτές είναι οι λέξεις που κυριαρχούν στα σχόλια για τη νέα ελληνική κυβέρνηση και την πορεία της. Εδώ και ένα μήνα και γύρω από το δράμα της διαπραγμάτευσης για τη λεγόμενη ενδιάμεση συμφωνία εκτυλίσσεται ένα δεύτερο δράμα με χαιρέκακες δικαιώσεις, αγωνίες διάψευσης, ιδεολογικά άγχη. Αυτό μάλιστα το δεύτερο δράμα φαίνεται πως θα έχει συνέπειες στη διαμόρφωση των κοινωνικών προσδοκιών στο επόμενο διάστημα.
Ηδη πάντως στην Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, μέσα και έξω από το κόμμα και στον περίγυρο, η συμφωνία με τους δανειστές χαρακτηρίστηκε «σοσιαλφιλελεύθερη». Αλλοι μάλιστα θα μιλήσουν για στρατηγική υποχώρηση της κυβέρνησης και για ανακωχή με στοιχεία πρώτης ήττας και ασύμμετρης αυτοϋπονόμευσης του σχεδίου ανάσχεσης του νεοφιλελευθερισμού. Πέρα πάντως από τα μισόλογα ή και τις σιωπές, είναι προφανές πως ένας κόσμος ανησυχεί και μουρμουρίζει με δυσφορία.
Ας το πούμε αλλιώς: Η κυβέρνηση «με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ» βιώνει ένα σοκ απομάγευσης του όλου αντιμνημονιακού ριζοσπαστισμού. Η συνάντηση με την πραγματικότητα της διακυβέρνησης μοιάζει με επώδυνη μαθητεία στις αποχρώσεις μιας πραγματικότητας που είναι αδύνατον να την περιγράψει το αφαιρετικό ζεύγος Μνημόνιο/Αντιμνημόνιο. Αυτό ήταν βέβαια φανερό εδώ και πολύ καιρό, αλλά η ιδεολογία και συγχρόνως τα κέρδη που εξασφάλιζε στον ΣΥΡΙΖΑ το σύνθημα «εμείς» ή «αυτοί» μπορούσαν να το κρύβουν.
Ο αριστερός ριζοσπαστισμός, στην παράδοξη συμμαχία του με την εθνικολαϊκή αγανάκτηση, αντιμετωπίζει πια με πιεστικό τρόπο την πρόκληση για αλλαγές στη σύστασή του, στη δομή των προσδοκιών του. Ο σκληρός οικονομικός και πολιτικός χρόνος, το επείγον των προβλημάτων, οι απαιτήσεις διοίκησης ενός προβληματικού κράτους και των θεσμών του, όλα αυτά δεν δίνουν χρόνο για αναβολή αποφάσεων.
Υπάρχουν όμως πολλά σοβαρά εμπόδια για τη διαχείριση αυτής της μετάβασης και των αναστατώσεών της. Εκτός, βεβαίως, από την εύθραυστη φύση των οικονομικών σχέσεων με την Ευρώπη και τα σοβαρά χρηματοδοτικά προβλήματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχτισε εκλογική δυναμική και ερείσματα επιμένοντας μονότονα σε μια πολεμική σύλληψη της κοινωνίας και των διλημμάτων της. Εκανε πολιτική με ισχυρά ηθικά λεξιλόγια (αξιοπρέπεια), ανασύροντας μια στοιχειώδη ταξική κοινωνιολογία και ανακυκλώνοντας νοσταλγικά κοιτάσματα από αντιστασιακές στιγμές του ιστορικού παρελθόντος.
Στοιχημάτισε πάνω από όλα στην ιδέα ενός καθαρτήριου Κινήματος, το οποίο και μόνο με την ύπαρξή του θα αποδεικνυόταν ικανό να κάμψει τις ανελαστικές κυριαρχίες στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Αφησε, έτσι, να καλλιεργηθεί η εικόνα του λαού στους δρόμους, ενός λαού που επιτελεί τη «λαϊκή εξουσία» και του οποίου η παρέμβαση στο θέατρο της πολιτικής θα ακύρωνε τυπικές δεσμεύσεις και θα διέγραφε ουσιαστικά τα κληροδοτημένα θεσμικά πλαίσια.
Μετά τις τελευταίες εξελίξεις όμως το τοπίο διαφέρει: το ερώτημα είναι αν μπορεί να υπάρξει ένας ριζοσπαστισμός της σύνεσης δίχως τη φαντασμαγορία της ρήξης και μιας θεαματικής σύγκρουσης με τους «φορείς του κακού». Αν υποθέσουμε πως στον πυρήνα κάθε ριζοσπαστισμού βρίσκεται η φαντασίωση της εκκίνησης από «μηδενική βάση», πώς μπορεί να γίνει αποδεκτή δίχως σοβαρούς τριγμούς η ιδέα για μερική (έστω) συνέχεια και προέκταση παλαιότερων σχέσεων και ρυθμίσεων; Μένει λοιπόν η εξής απορία: Μήπως η χώρα είναι καταδικασμένη να ζήσει σε μια ομιχλώδη προσαρμογή, σε μια γκρίζα ζώνη μεταξύ ευρωπαϊκής νομιμοφάνειας και ασκήσεων ανυπακοής;
Κανένας παρατηρητής δεν θα ήταν σε θέση να γνωρίζει εκ των προτέρων την κατεύθυνση των πραγμάτων. Η μετάβαση από τη λογική της ριζοσπαστικής βουλησιαρχίας σε έναν παραγωγικό πραγματισμό που θα παιχτεί στις λεπτομέρειες δεν είναι εύκολη. Κάποιος πρέπει να αναζητήσει αυτή τη μετάβαση, να την έχει ήδη προετοιμάσει ή έστω να την έχει υπόψη του προγραμματικά και ως μία εύλογη προοπτική. Σε ποια κατεύθυνση μπορεί να κινηθεί εφεξής η κυβέρνηση;
Πίσω από τις δυσκολίες της φάσης την οποία διανύουμε υπάρχει για μένα ένας συγκεκριμένος κίνδυνος: οι συμβιβασμοί ως προς το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και το σφιχτό δημοσιονομικό πλαίσιο να «αντισταθμιστούν» (ή μάλλον να γίνει προσπάθεια να καλυφθούν) από εθνικιστικές εκφωνήσεις ή από πρόχειρους και ασύντακτους θεσμικούς πειραματισμούς. Αυτό θα συνιστούσε όμως μία αρνητική εκδοχή «προσαρμογής στον ρεαλισμό»: θα έδειχνε απλώς ότι μαθαίνουν και αυτοί οι καινούργιοι τα πιο συμβατικά κόλπα του ρηχού πολιτικού θεάματος και της λαϊκής ικανοποίησης.
Θα ήταν αντιθέτως ένδειξη χρήσιμου αριστερού ρεαλισμού μια άλλη επιλογή: η απομάγευση της αντιμνημονιακής «φάσης» να δώσει ώθηση στην εκκοσμίκευση της ελληνικής ριζοσπαστικής Αριστεράς, σε μια κάποια υπέρβαση των σκληρών «θεολογικών» της καθηλώσεων σε εξαντλημένα και ανεδαφικά παραδείγματα. Μιλώ έτσι για μια ωρίμαση με όρους αλήθειας και διαυγούς εξήγησης των δυσκολιών της καινούργιας φάσης.
Σε αυτή την περίπτωση, ο κυβερνών ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αφήσει πίσω του τα σύνδρομα ηθικής δικαίωσης, τη ρητορική του κοινωνικού πολέμου και τους πειρασμούς για εθνική ενοχοποίηση των αντίθετων επιχειρημάτων ή των διαφορετικών ερμηνειών της κατάστασης. Χρειάζεται να αφήσει πίσω του το ευνουχιστικό φάντασμα της νέας Βάρκιζας, της «παράδοσης των όπλων» και της ταπεινωτικής οπισθοχώρησης, όλη αυτή την εσχάτως νεκραναστημένη ψευδοστρατιωτική ρητορική που διαβάζει κανείς εδώ κι εκεί ως συμβουλές αδιαλλαξίας και σθεναρής στάσης.
Μια τολμηρή πολιτική της αλήθειας στο κοινωνικό ζήτημα μαζί με τη συνειδητοποίηση ότι μεταρρύθμιση δεν μπορεί να σημαίνει την επιστροφή σε νόμους του 1985 ή σε ρυθμίσεις του 2000 θα ήταν στιγμές αφύπνισης που μπορεί να σώσουν την κατάσταση. Στην αντίθετη περίπτωση, η απομάγευση του αντιμνημονιακού ριζοσπαστισμού θα δώσει τη θέση της στην πικρόχολη απογοήτευση από την Αριστερά. Κι ακόμα χειρότερα, θα ωθήσει τμήματα του λαού στον πολιτικό κυνισμό και στον αντιδημοκρατικό μηδενισμό.
Αυτό που νομίζω πως δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ είναι ένα παιχνίδι των λέξεων δίχως ευθύνη για αντίστοιχες κυβερνητικές πράξεις πολιτικής: τόσο οι λεονταρισμοί των «όχι» (των «nein» του Μίκη Θεοδωράκη) όσο και μια επιδερμική «μεταρρυθμιστική» φρασεολογία που συνυπάρχει με πράξεις πισωγυρίσματος. Πιστεύω ότι το παιχνίδι με τις λέξεις, τόσο τις δήθεν ανατρεπτικές όσο και τις ψευδώς «ρεαλιστικές», έχει πλέον τεράστιο κόστος. Γι’ αυτό και η απόφαση για το ποιος δρόμος θα επιλεγεί με συνέπεια και ποιες λογικές θα πρέπει να εγκαταλειφθούν ως επιζήμιες είναι η κατεξοχήν πολιτική απόφαση της συγκυρίας: μια απόφαση για περισσότερη πολιτική και λιγότερη επικοινωνία, ακόμα και αν αυτοί οι δύο ταλαιπωρημένοι όροι του συρμού συνδέονται στενά στις σύγχρονες δημοκρατίες.
* Συγγραφέας και καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα των Συντακτών