Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Το «επάγγελμα» του Κώστα Φιλίνη


του Γρηγόρη Ανανιάδη

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τη Ζωή Σβώλου για το ότι διασκέδασε τους ενδοιασμούς μου να συμμετάσχω στην αποψινή εκδήλωση στη μνήμη του Κώστα Φιλίνη. Εάν οι αρχικός μου δισταγμός είχε επικρατήσει θα το έφερα βάρος στη συνείδησή μου. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που μας σημαδεύουν στην πορεία του βίου μας, και στη δική μου περίπτωση ο Φιλίνης ήταν ένας από αυτούς.
Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τη Λουτσιάνα Καστελλίνα, τη μεγάλη αυτή φυσιογνωμία της ευρωπαϊκής αριστεράς, η οποία με την παρουσία της εδώ σήμερα τιμά όχι μόνο τη μνήμη του Κώστα Φιλίνη, αλλά και όλους εμάς.
Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω από καρδιάς όλους τους συντελεστές του πολύτιμου αυτού τόμου, που μας προσφέρουν τα ΑΣΚΙ,  το Ινστιτούτο Πουλαντζά και οι εκδόσεις Θεμέλιο – τόμου που αποτυπώνει και αξιοποιεί το ίχνος του Φιλίνη στην ταραχώδη ιστορία της ελληνικής Αριστεράς, στην ταραχώδη ιστορία του τόπου. Δώρο απροσδόκητο ο εντοπισμός και η συμπερίληψη στον τόμο και νεανικών κειμένων του Φιλίνη, κειμένων που είχε συντάξει, υπό την ιδιότητά του ως ηγετικού στελέχους της Κομμουνιστικής Νεολαίας και της ΕΠΟΝ, τον καιρό της Εθνικής Αντίστασης και της Απελευθέρωσης.
Όπως εύστοχα επισημαίνουν στην εξαίρετη εισαγωγή τους η Κατερίνα Λαμπρινού και ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης, «ο Κώστας Φιλίνης είναι μία από τις σπάνιες περιπτώσεις ανθρώπων που στη διαδρομή του βίου τους, πολιτικού και πνευματικού, μπορεί κανείς να διαβάσει την πορεία μιας ολόκληρης εποχής». Η Κατερίνα και ο Γιάννης θα μου επιτρέψουν να δανειστώ άλλη μια καίρια επισήμανσή τους. Επισημαίνουν ότι «ο Φιλίνης επιτέλεσε μια ιδιαίτερη λειτουργία, αναγκαία για την πολιτική διάπλαση εκείνου του μέρους της ελληνικής Αριστεράς που επερωτούσε τα παραδεδεγμένα της κομματικής ορθοδοξίας», και ότι το επέτυχε αυτό «συνδυάζοντας πολλούς ρόλους –του ενταγμένου αγωνιστή, του πολιτικού στελέχους, του οργανικού διανοουμένου». Για να υπογραμμίσουν δε τον όλως ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο συνδύαζε τις ιδιότητες αυτές ο Φιλίνης, σημειώνουν ότι «η βιογραφία του, η πράξη και η σκέψη του, υποδεικνύουν μια περίπτωση έκκεντρης κανονικότητας» ως προς την τυπολογία του στρατευμένου κομμουνιστή.
Με βασάνισε πολύ το πώς θα μπορούσα να μιλήσω για αυτήν την ιδιαιτερότητα, για την «έκκεντρη κανονικότητα» του Φιλίνη. Τη λύση μού την έδωσε ο έξοχος τίτλος του βιβλίου: Ένας διανοούμενος της δράσης· και ο υπότιτλος: Κείμενα θεωρίας και πολιτικής. Το κλειδί βρίσκεται, νομίζω, στο πώς ακριβώς συνδύαζε ο Φιλίνης τη σκέψη με τη δράση, τη θεωρία με την πολιτική.
Ένας τρόπος για να μιλήσει κανείς για τον συνδυασμό αυτόν στην περίπτωση του Φιλίνη είναι να εξετάσει τη δράση του, τον βίο και την πολιτεία του, υπό το πρίσμα της κατηγορίας του «οργανικού διανοουμένου». Αυτό ακριβώς κάνει ο Τάσος Τρίκκας, ο παλαιός σύντροφος, συναγωνιστής και φίλος του Φιλίνη, στο διαφωτιστικό του επίμετρο. Είναι μια εξαιρετικά γόνιμη προσέγγιση, όχι μόνο λόγω της αναλυτικής εμβέλειας της γκραμσιανής αυτής έννοιας, αλλά και λόγω της μακράς σχέσης του Φιλίνη με τη σκέψη του Γκράμσι. Ποιον δεν συγκινεί η νοερή εικόνα του Φιλίνη να παλεύει να μεταφράσει τα Τετράδια της φυλακής του Γκράμσι, έγκλειστος και αυτός στις φυλακές του μετεμφυλιακού κράτους!
Εγώ, από την πλευρά μου, θα προσπαθήσω να φωτίσω μιαν άλλη διάσταση της ιδιαιτερότητας του Φιλίνη, του τρόπου με τον οποίο συνδύαζε σκέψη και δράση, και θα το επιχειρήσω προσφεύγοντας σε έναν άλλο μεγάλο στοχαστή του 20ού αιώνα, τον Μαξ Βέμπερ. Η επιλογή μου αυτή μπορεί να ξενίσει. Τι σχέση μπορεί να έχει ο Φιλίνης με τον γερμανό «κοινωνιολόγο» που στα μάτια ορισμένων δεν ήταν παρά ο αστός αντι-Μαρξ;
Σε αντίθεση με το πορτραίτο που συνήθως φιλοτεχνούν τα εγχειρίδια της κοινωνιολογίας που είχαν δυστυχώς μέχρι πρότινος το μονοπώλιό του, ο Bέμπερ ήταν πρωτίστως ένα πολιτικό ον, ένας βαθύτατα πολιτικός στοχαστής που είχε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του την πολιτική δράση· και ναι μεν δεν ήταν αριστερός, είχε όμως την ικανότητα να σκέφτεται την πολιτική παίρνοντας μιαν απόσταση από τις δικές του πολιτικές θέσεις και στρατεύσεις, τις οποίες άλλωστε δεν εξαιρούσε από την «πολυθεΐα των αξιών» που χαρακτηρίζει την αμετάκλητα πλέον απομαγευμένη νεωτερικότητα. Θα πρόσθετα, μάλιστα, ότι Βέμπερ και Γκράμσι, μαθητές και οι δύο του Μακιαβέλλι, συγκλίνουν κατά το ουσιώδες: αμφότεροι αντιλαμβάνονται την πολιτική ως αγώνα, ως αγώνα για την υπέρβαση της υφιστάμενης κατάστασης· συμφωνούν δε, ο καθένας με τον τρόπο του, στο ότι η σημαντικότερη διάσταση της πολιτικής δράσης είναι η πολιτικοποίηση, δηλαδή η προβληματοποίηση του αυτονόητου, η αμφισβήτηση των παγιωμένων, ο κλονισμός των αδρανειών, η διάνοιξη νέων οριζόντων και δυνατοτήτων μέσα από την ανανοηματοδότηση των πραγμάτων. Υπάρχει, τέλος, και η αδιόρατη συνάφεια του Φιλίνη με τον Βέμπερ που θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί, έστω και διά της τεθλασμένης, από το ενδιαφέρον του πρώτου για τη θεωρία των παιγνίων.
Το 1919, σε μια κατακλυσμιαία στιγμή της ευρωπαϊκής ιστορίας, ο Βέμπερ δημοσιεύει το περίφημο δοκίμιό του Η πολιτική ως επάγγελμα που επέπρωτο να είναι και το κύκνειό του άσμα. Στο πολυεπίπεδο αυτό έργο, ο Βέμπερ αναπτύσσει την ιδέα του για την πολιτική και αγωνιά για το μέλλον της σε μια εποχή που η αδήριτη εξάπλωση της εργαλειακής λογικής της γραφειοκρατίας τείνει να την εξαλείψει· κυρίως στοχάζεται για τα παράδοξα της πολιτικής δράσης και για τις ιδιότητες που χαρακτηρίζουν ή θα έπρεπε να χαρακτηρίζουν εκείνους που επωμίζονται το βάρος της.
Ξαναδιάβαζα πρόσφατα το εν λόγω δοκίμιο, και από τις σελίδες του Βέμπερ ξεπηδούσε κάθε τόσο στα μάτια μου η ωραία μορφή του Φιλίνη. Με δυο λόγια θα ήθελα να σας πω γιατί.
Ας ξεκινήσω από το προφανές, στο οποίο μας παραπέμπει ευθύς εξ αρχής η αμφισημία του τίτλου. Ο Βέμπερ χρησιμοποιεί τον όρο «επάγγελμα» (Beruf) και με την τρέχουσα σημασία του όρου για να δηλώσει τον επαγγελματία πολιτικό, εκείνον που βιοπορίζεται από την πολιτική, και με την κυριολεκτική σημασία του όρου για να δηλώσει τον πολιτικό για τον οποίο η πολιτική συνιστά μιαν εσωτερική κλήση (κλήση με ήτα, όχι με ιώτα), ένα ενδόμυχο κάλεσμα, τον πολιτικό δηλαδή που είναι ταγμένος, αφοσιωμένος στην πολιτική.
Όλοι εδώ ξέρουμε πολύ καλά σε ποιαν από τις δύο κατηγορίες ανήκε ο Φιλίνης. Το διαισθανόταν μάλλον και ο βασιλικός επίτροπος όταν, κατά τη δίκη του Φιλίνη το 1960, τον προειδοποιούσε ότι «δεν θα [τον] σώσουν τα λεφτά που έχει η οικογένειά [του]». Ο Φιλίνης, όπως και χιλιάδες σύντροφοί του, αφοσιώθηκε στην πολιτική με όλο του το είναι, κι ας είχε να χάσει πολύ περισσότερα από αλυσίδες. Εκείνο βέβαια που ξεχωρίζει τον Φιλίνη είναι το πώς αφοσιώθηκε στην πολιτική.
Κατά τον Βέμπερ, τρεις είναι οι ιδιότητες που έχουν αποφασιστική σημασία για τον πολιτικό, για τον άνθρωπο δηλαδή που αποφασίζει να εμπλακεί στον πολιτικό αγώνα: το πάθος, η αίσθηση ευθύνης, και ένα μάτι για τα πράγματα [Augenmass], η πολιτική δηλαδή κρίση. Βάσει του συνδυασμού και των τριών αυτών ιδιοτήτων διακρίνει ο Βέμπερ τον τύπο του «πολιτικού» από τον τύπο του «υπαλλήλου», από τον άνθρωπο δηλαδή του μηχανισμού, του οποιουδήποτε μηχανισμού, οι ενέργειες του οποίου εμφορούνται από το πνεύμα της γραφειοκρατίας – τη νοοτροπία δηλαδή της διεκπεραίωσης των άνωθεν οδηγιών, τη νοοτροπία της ρουτίνας και της επανάληψης.
Μετριούνται στα δάχτυλα οι πολιτικοί που συνδυάζουν τα τρία αυτά στοιχεία, και ο Φιλίνης ήταν ασφαλώς ένας από αυτούς. Ο Φιλίνης είχε πάθος για την πολιτική, επειδή είχε πάθος για την «υπόθεση» του κομμουνισμού, για τα ιδανικά και τις αξίες της Αριστεράς. Το πάθος του όμως αυτό δεν είχε την ποιότητα της «στείρας έξαρσης» του πολιτικά άγονου ρομαντικού διανοουμένου, του «αερολόγου», που τόσο περιφρονούσε ο Βέμπερ. Το πάθος του ήταν πάθος πολιτικό, είχε δηλαδή ένταση, βάθος και διάρκεια· και είχε τα χαρακτηριστικά αυτά επειδή ακριβώς ο Φιλίνης δεν είχε απλώς ταχθεί στην υπηρεσία της υπόθεσης της Αριστεράς, αλλά ένιωθε και μια πραγματική ευθύνη για την υπόθεση αυτή: το αίσθημα της ευθύνης καθοδηγούσε και τη δράση και τη σκέψη του «σαν πολικός αστέρας». Επ’ αυτού θα επανέλθω.
Διέθετε, τέλος, ο Φιλίνης και μιαν αναγκαία για την ανάληψη ευθύνης ψυχική ιδιότητα. Με τα λόγια του Βέμπερ, «είχε την ικανότητα να αφήνει την πραγματικότητα να επιδρά πάνω του με εσωτερική συγκέντρωση και ηρεμία». Είχε δηλαδή μια οξυμμένη πολιτική κρίση, επειδή μπορούσε να «βρίσκεται σε μια απόσταση από τα πράγματα και τα πρόσωπα». «Η έλλειψη απόστασης», λέει ο Βέμπερ, «αποτελεί αυτή καθ’ εαυτήν ένα από τα θανάσιμα αμαρτήματα οποιουδήποτε πολιτικού».
Πράγματι, δεν νομίζω να υπάρχει κανείς που να διασταυρώθηκε με τον Φιλίνη στη μακρά και τρικυμιώδη πολιτική του πορεία που να μην εντυπωσιάστηκε από τη βαθειά εσωτερική γαλήνη που εξέπεμπε αυτός ο άνθρωπος. Δεν νομίζω να υπάρχει κανείς που να τον θυμάται χωρίς χαμόγελο – αυτό το ωραίο χαμόγελο που διασώζει και η φωτογραφία του στο εξώφυλλο του τόμου. Μπορούσε βέβαια ο Φιλίνης να γίνει εκρηκτικός εάν το επέλεγε –ποιος θα ξεχάσει το πώς άστραψε και βρόντηξε στο 3ο Συνέδριο του ΚΚΕ εσωτερικού!–, αλλά ποτέ δεν υπήρξε εμπαθής, ποτέ του δεν μίσησε. Απογοητεύσεις και πικρίες βίωσε πολλές, αλλά ούτε απογοητευμένος ήταν, ούτε πικραμένος· η «εσωτερική του συγκέντρωση και ηρεμία» τον προφύλαξαν από οποιαδήποτε αίσθηση ματαίωσης ή ματαιότητας.
Εκτός από τα πράγματα και τα πρόσωπα, ο Φιλίνης είχε τη σπάνια ικανότητα να παίρνει αποστάσεις και από τον ίδιο του τον εαυτό, δαμάζοντας έτσι και το πολύ ανθρώπινο ελάττωμα της ματαιοδοξίας –  «θανάσιμο εχθρό για κάθε πραγματική αφιέρωση σε μιαν υπόθεση» τη θεωρούσε ο Βέμπερ. Ο Φιλίνης, άνδρας γοητευτικός και όμορφος, που μέχρι τέλους διατηρούσε κάτι από τη λάμψη του κινηματογραφικού jeune premier των νεανικών του φωτογραφιών, δεν είχε πάνω του ίχνος ναρκισσισμού ή ματαιοδοξίας. Ποτέ δεν επεδίωξε το προσκήνιο ή τα φώτα της δημοσιότητας, ποτέ δεν αναλώθηκε στη διαχείριση της εικόνας του χάριν εντυπώσεων. Είχε την εσωτερική δύναμη και την ευγένεια ψυχής να παραμένει προσηλωμένος στα ουσιώδη.
Ελπίζω να σας έχω πείσει ότι κάτι έχει να μας πει ο Βέμπερ για τον Φιλίνη, για να προχωρήσω επί τέλους στο μείζον – δεν έχω ξεχάσει ότι το κυρίως θέμα μου είναι ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο συνδύαζε ο Φιλίνης δράση και σκέψη. Θα μου επιτρέψετε όμως εδώ μια αναγκαία παρέκβαση.
Αντιμέτωπος ο Βέμπερ με την τραγικότητα της πολιτικής και τα παράδοξα της ετερογονίας των σκοπών, στρέφει την προσοχή του στη σχέση μεταξύ ηθικής και πολιτικής. Επηρεασμένος όχι μόνον από τον Μακιαβέλλι αλλά και από τον Νίτσε, ο Βέμπερ απεχθάνεται βαθύτατα την ηθικολογία στην πολιτική. Αρνείται να σκεφτεί την πολιτική ως πραγμάτωση της ηθικής· καταδικάζει την επίκληση της ηθικής για την εκ των υστέρων δικαίωση πολιτικών επιλογών· για τον ίδιο δε λόγο καταδικάζει και την ηθική απαξίωση ή μείωση του πολιτικού αντιπάλου. Η πολιτική κατ’ αυτόν δεν μπορεί να κρίνεται με αλλότρια κριτήρια· θεωρεί ότι, επειδή ακριβώς η βία συνιστά ανεξάλειπτό της στοιχείο, η πολιτική διέπεται από τους δικούς της νόμους, από τη δική της ιδιαίτερη ηθική.
Ως γνωστόν, ο Βέμπερ πραγματεύεται την ιδιάζουσα αυτή ηθική της πολιτικής εισάγοντας την περίφημη όσο και αμφιλεγόμενη διάκριση μεταξύ, αφενός, της ηθικής της πεποίθησης, που αφορά τους σκοπούς της πολιτικής δράσης, και, αφετέρου, της ηθικής της ευθύνης, που αφορά τις επιπτώσεις των μέσων που επιλέγονται για την προαγωγή των σκοπών.
Η διάκριση αυτή έχει πλέον μετατραπεί σε κοινό τόπο του δημόσιου λόγου και της πολιτικής αντιπαράθεσης. Χρησιμοποιείται κατά κόρον, ιδίως στις μέρες μας· κατά κανόνα όμως χρησιμοποιείται με τρόπο μονομερή που διαστρέφει και προδίδει το πνεύμα του Βέμπερ. Η καταλυτική κριτική του Βέμπερ στην απολυτοποίηση της ηθικής της πεποίθησης και στην οιονεί θρησκευτική προσκόλληση στους σκοπούς για την αδιαφορία που αυτή επιδεικνύει στις επιπτώσεις της πολιτικής δράσης, έδωσε σε πολλούς την εντύπωση ότι ο Βέμπερ προκρίνει την ηθική της ευθύνης κατ’ αντιδιαστολήν προς την ηθική της πεποίθησης. Μέγα λάθος. Μια τέτοια μονομερής υιοθέτηση της ηθικής της ευθύνης από την πλευρά του θα ισοδυναμούσε με την αποδοχή των επιταγών της Realpolitik, του αιτήματος δηλαδή της προσαρμογής της πολιτικής δράσης στην πραγματικότητα. Πρόκειται για τον κοινό τόπο της απολιτικής πολιτικής κουλτούρας της Γερμανίας στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, κοινό τόπο που εκφράζει εύγλωττα ο αποδιδόμενος στον Μπίσμαρκ αφορισμός «η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού».
Τον κοινό αυτόν τόπο ουδέποτε τον συμμερίστηκε ο Βέμπερ. Τονίζει, ίσα-ίσα, ότι η ηθική της «“προσαρμογής” στο εφικτό», δεν είναι παρά το απολιτικό ήθος «της γραφειοκρατικής νοοτροπίας του Κομφουκιανισμού», και ότι πίσω από την επίφαση της «αντικειμενικότητας» ή της ουδετερότητας της στάσης αυτής μόλις και αποκρύπτεται ένας όχι λιγότερο αξιακός προσανατολισμός.
Κατ’ ουσίαν, η πολιτική ορίζεται από τον Βέμπερ από δύο ακραίους πόλους που βρίσκονται πέραν αυτής: τη μετασχηματιστική επιδίωξη της άνευ όρων πραγμάτωσης του βασιλείου των σκοπών, όποιοι και αν είναι αυτοί, και την προσαρμοστική λογική της γραφειοκρατικής αναπαραγωγής. Υπό την έννοια αυτή, ο πολιτικός της απόλυτης πεποίθησης και ο πολιτικός της καθαρής ευθύνης ή της προσαρμογής είναι στα μάτια του εξίσου απολιτικοί. «Γνήσιος» πολιτικός είναι κατά τον Βέμπερ μόνον ο πολιτικός που καταφέρνει να συνδυάσει «το θερμό πάθος για μιαν υπόθεση με την ψυχρή κρίση επί των πραγμάτων», ο πολιτικός δηλαδή που συνθέτει στην πράξη του την ηθική της πεποίθησης με την ηθική της ευθύνης, την ηθική της ευθύνης με την ηθική της πεποίθησης. Καθώς δε ο δυσκολότατος αυτός συνδυασμός επιτυγχάνεται ποικιλότροπα στις πάντοτε ενδεχομενικές συνθήκες του πολιτικού αγώνα, οι δύο ηθικές –της πεποίθησης και της ευθύνης– χάνουν τον απόλυτό τους χαρακτήρα, σχετικοποιούνται και αποσταθεροποιούνται: αναπόφευκτα η μία επιμολύνει την άλλη.
Μακρηγόρησα, θα πείτε, για τον Βέμπερ, αλλά, πιστέψτε με, τόση ώρα μιλούσα για τον Φιλίνη, διότι θεωρώ ότι, αναστοχαζόμενος τις περιπέτειες της Αριστεράς, ο Φιλίνης είχε από πολύ νωρίς ενσαρκώσει και τις δύο αυτές ηθικές· αυτό είναι που πάντα τον ξεχώριζε από τους ανθρώπους του απαράτ, αλλά και από τους αερολόγους της Αριστεράς.
Εάν κανείς διατρέξει τα κείμενά του, θα διαπιστώσει ότι είναι διάστικτα από την έννοια της «ευθύνης». Σταχυολογώ πρόχειρα: «η ευθύνη της παλιάς καθοδήγησης», η «ευθύνη του Γραφείου Εσωτερικού» για τη διάσπαση του ενιαίου ΚΚΕ· το μερίδιο «ευθύνης» της Αριστεράς για την επιβολή της δικτατορίας· η «ευθύνη» της ηγεσίας του ΚΚΕ εσωτερικού για την περιορισμένη απήχηση του κόμματος· κ.ο.κ. Ο Φιλίνης, σημειωτέον, ποτέ δεν χρησιμοποιεί την έννοια της ευθύνης για να δικάσει, για να κατακεραυνώσει, για να κερδίσει πόντους στην εσωκομματική διαμάχη, διότι η ευθύνη αφορά πρώτα απ’ όλους αυτόν τον ίδιο. Η έννοια αυτή τον βασανίζει, επειδή συμμερίζεται πλήρως την ιστορική διαπίστωση του Βέμπερ ότι «το τελικό αποτέλεσμα της πολιτικής πράξης συχνά, ή μάλλον κατά κανόνα, βρίσκεται σε μια πλήρως αναντίστοιχη, και μάλιστα παράδοξη, σχέση με το αρχικό της νόημα», με τις αρχικές δηλαδή προθέσεις και επιδιώξεις των πολιτικώς δρώντων.
Όταν λοιπόν ο Φιλίνης αναλύει τις ευθύνες για μια οποιαδήποτε αρνητική έκβαση, ξανασκέφτεται, θα μπορούσαμε να πούμε, τα παρελθόντα μέλλοντα υπό το φως των σταθμίσιμων ή και αστάθμητων συνεπειών των τότε επιλογών, με το μάτι βέβαια στραμμένο πάντοτε στο παρόν και το μέλλον. Και το κάνει αυτό πάντοτε με τη συστηματικότητα και τη μεθοδικότητα του μαθηματικού και του καλού σκακιστή. Το ίδιο ακριβώς πνεύμα, το ίδιο κριτήριο, διέπει και τις θεωρητικές του αναζητήσεις. Οι αναλύσεις του Φιλίνη, πρακτικές και θεωρητικές, κρύβουν πολλή δουλειά, πολλή έρευνα και πολλή σκέψη· κρύβουν, πάνω απ’ όλα, μεγάλη αγωνία.
Το παραδειγματικό από την άποψη αυτή κείμενο του Φιλίνη δεν περιλαμβάνεται στον ανά χείρας τόμο· επρόκειτο να περιληφθεί στο βιβλίο του Θεωρία των παιγνίων και πολιτική στρατηγική που γράφτηκε στις φυλακές Κορυδαλλού και πρωτοδημοσιεύτηκε στα ιταλικά και τα ελληνικά το 1972, αλλά για ευνόητους λόγους παρέμεινε ανέκδοτο μέχρι τον εντοπισμό και την ενσωμάτωσή του στην επανέκδοση του βιβλίου από το Θεμέλιο. Αναφέρομαι στο κεφάλαιο με τίτλο «Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα (1946-1949)», όπου ο Φιλίνης αποτιμά την απόφαση του ΚΚΕ να καταφύγει στην ένοπλη βία. Αφού αναλύσει την πολιτική κατάσταση και τον συσχετισμό δυνάμεων στις αρχές του 1946, θα προχωρήσει σε μια νοερή άσκηση με τη λογική της θεωρίας των παιγνίων εξετάζοντας συστηματικά όλες τις επιλογές που διέθετε τη στιγμή εκείνη η Αριστερά, και τις πιθανές συνέπειες και προεκτάσεις που θα μπορούσε να έχει κάθε μία από αυτές. Τα πορίσματά του είναι γνωστά: θεωρεί ότι η επιλογή της «εξτρεμιστικής ηγεσίας» του ΚΚΕ (ο χαρακτηρισμός είναι δικός του) να απόσχει από τις εκλογές και να αναλάβει ένοπλο αγώνα υπήρξε καταστροφική, η χειρότερη δυνατή. Η βέλτιστη επιλογή, υπό τις δεδομένες συνθήκες, θα ήταν η συμμετοχή στις εκλογές και ο μαζικός πολιτικός αγώνας για την εδραίωση και διεύρυνση της δημοκρατίας.
Διαβάζοντας το κείμενο, αντιλαμβάνεται κανείς μέσα από τις γραμμές ότι ο Φιλίνης δεν επιδίδεται εδώ σε μιαν απλή άσκηση επί χάρτου, δεν τον ενδιαφέρουν απλώς οι στρατηγικοί ή τακτικοί λόγοι της ήττας της Αριστεράς, τον ενδιαφέρει κυρίως η «ευθύνη» της Αριστεράς για τον εμφύλιο πόλεμο. Είναι δε πολύ χαρακτηριστικό εν προκειμένω ότι στο ίδιο πνεύμα εξετάζει και τις επιλογές της άλλης πλευράς, την οποία αντιμετωπίζει, όχι σαν την αδιαφοροποίητη μάζα της μαύρης αντίδρασης ή τον συμπαγή ταξικό εχθρό, αλλά σαν έναν σύνθετο συμπαίκτη στο δύσκολο και συχνά διαβολικό παιχνίδι της πολιτικής.
Πίσω από όλες τις βασικές μετεμφυλιακές πολιτικές επιλογές του Φιλίνη –κριτική στον υπαρκτό σοσιαλισμό, ανανέωση του κομμουνιστικού κινήματος, ευρωκομμουνισμός, αναθεώρηση της μαρξιστικής θεωρίας, δημοκρατικός δρόμος στον σοσιαλισμό, συνάρθρωση αντιπροσωπευτικής και άμεσης δημοκρατίας, εγκατάλειψη του «Κάππα», ευρωπαϊκή προοπτική–, πίσω από όλες αυτές τις επιλογές κρύβεται, νομίζω, η μακρά και βασανιστική του αναμέτρηση με το βεμπεριανό τρίπτυχο «σκοπός-μέσα-επιπτώσεις». Και η αναμέτρηση αυτή τον οδηγεί, όχι μόνο στην επανεκτίμηση των μέσων, αλλά και στην επανεκτίμηση των ίδιων των σκοπών· τον οδηγεί σε μια μεταξίωση ακόμη και των κατευθυντηρίων πεποιθήσεων που τροφοδοτούν το αμείωτό του πάθος για την υπόθεση της Αριστεράς. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πώς η δημοκρατία και ο πολιτικός φιλελευθερισμός μετατρέπονται στη σκέψη του από απλά μέσα για την κατάκτηση του σοσιαλισμού σε συστατικά του στοιχεία.
Τελειώνοντας, θα ήθελα και πάλι να δώσω τον λόγο στον Βέμπερ: «Πολιτική», γράφει, «σημαίνει το αργό, δυνατό τρυπάνισμα σκληρών σανίδων, με τον συνδυασμό του πάθους και μιας αίσθησης των πραγμάτων. Είναι βέβαια απολύτως ορθό, και γεγονός που όλη η ιστορία επιβεβαιώνει, ότι το εφικτό ποτέ δεν θα είχε επιτευχθεί εάν, στον κόσμο τούτο, άνθρωποι δεν είχαν κατ’ επανάληψιν πασχίσει για το ανέφικτο. Αλλά ο άνθρωπος που μπορεί να το κάνει αυτό πρέπει να είναι ηγέτης· και όχι μόνον αυτό, πρέπει, με μια πολύ απλή σημασία της λέξης, να είναι και ήρωας». Έτσι συνοψίζει ο Βέμπερ το «επάγγελμα» του Φιλίνη. Και ναι, ο Φιλίνης ήταν, με την «πολύ απλή σημασία της λέξης», ήρωας: όχι βέβαια υπεράνθρωπος, αλλά ένας άνθρωπος του οποίου ο αγώνας αξίζει να διατηρηθεί στη συλλογική μνήμη της πόλεως, στη συλλογική μνήμη της Αριστεράς και όχι μόνο.
Στη δική μου μνήμη μένουν χαραγμένες τέσσερις λέξεις από την τελευταία δημόσια παρέμβαση του Κώστα Φιλίνη. Ήταν το 2008 κατά την εκδήλωση που είχε οργανωθεί στη Στοά του Βιβλίου με αφορμή την επανέκδοση από το Θεμέλιο της Θεωρίας των παιγνίων. Μετά τις εισηγήσεις των ομιλητών, ο Κώστας σηκώθηκε από τη θέση του και, διαυγής και χαρούμενος στα 86 του χρόνια, απευθύνθηκε στους παλαιούς και νεότερους συντρόφους και φίλους που είχαν συρρεύσει για να τον τιμήσουν. «Να τα ξανασκεφτούμε όλα!»∙ με αυτήν την παρότρυνση τελείωσε τον σύντομο χαιρετισμό του. Έτσι μας αποχαιρέτισε.

Ο Γρηγόρης Ανανιάδης διδάσκει πολιτική φιλοσοφία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Ομιλία που εκφωνήθηκε στην εκδήλωση «Ο πολιτικός και διανοούμενος Κώστας Φιλίνης», την Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015 στην Παλαιά Βουλή, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου Κώστας Φιλίνης. Ένας διανοούμενος της δράσης: Κείμενα θεωρίας και πολιτικής (εκδοτική ομάδα: Β. Καραμανωλάκης, Κ. Λαμπρινού, Γ. Μπαλαμπανίδης, Τ. Τρίκκας, Θεμέλιο, Αθήνα 2015). Διοργανωτές: ΑΣΚΙ, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, εκδόσεις Θεμέλιο. Συν-ομιλητές: Νίκος Βούτσης, Λουτσιάνα Καστελλίνα. Συντονιστής: Βαγγέλης Καραμανωλάκης

Ριζοσπαστική αριστερά, ο αντιφατικός κληρονόμος πολλών προγόνων

 
του Γιάννη Μπαλαμπανίδη

Λίγα χρόνια πριν, ας πούμε το 2008, ένα αφιέρωμα κάποιου περιοδικού στην ευρωπαϊκή ριζοσπαστική αριστερά θα προκαλούσε, ενδεχομένως, το ενδιαφέρον ενός πολύ περιορισμένου κύκλου «μυημένων» αναγνωστών. Η πέραν της σοσιαλδημοκρατίας αριστερά στην Ευρώπη ήταν μια περιθωριακή δύναμη που με εξαίρεση σποραδικές εκλάμψεις δεν έμοιαζε ικανή να επηρεάζει τις μείζονες πολιτικές εξελίξεις. Στα λίγα αυτά χρόνια, όμως, και βοηθούσης της κρίσης που ενέσκηψε στη γηραιά μας ήπειρο, συνέβησαν γεγονότα που έκαναν ακόμη και τους ίδιους τους αριστερούς –ή ιδίως αυτούς– να τρίβουν τα μάτια τους. Η ελληνική περίπτωση, δηλαδή η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κυρίαρχο πόλο του ελληνικού πολιτικού συστήματος και η άνοδός του στην εξουσία, αν και είναι η πιο εντυπωσιακή, δεν είναι η μοναδική. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι το 2012, στις προεδρικές εκλογές της Γαλλίας, ο υποψήφιος του Μετώπου της Αριστεράς Ζαν-Λυκ Μελανσόν πέτυχε διψήφιο σκορ (11%) πιέζοντας από τα αριστερά τον κάπως άχρωμο υποψήφιο των σοσιαλιστών και νυν πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ∙ το 2013 στη Γερμανία, το Die Linke αναδείχθηκε σε τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας με 8,6%∙ στις ευρωεκλογές του 2014 τα κόμματα της ριζοσπαστικής αριστεράς σημείωσαν άνοδο συνολικά∙ το 2015 οι Podemos στην Ισπανία κέρδισαν ουσιαστικά τους δήμους της Βαρκελώνης και της Μαδρίτης και αποτελούν ένα από τα μεγάλα ερωτηματικά για τις επερχόμενες εθνικές εκλογές∙ το ίδιο ισχύει στην Ιρλανδία, όπου το Sinn Féin διεκδικεί μια θέση ανάμεσα στα μεγάλα κόμματα της χώρας, ενώ στην Πορτογαλία σχηματίστηκε κυβέρνηση «πληθυντικής αριστεράς», με σύνθημα την αναστροφή της πολιτικής λιτότητας, από τους Σοσιαλιστές, το ριζοσπαστικό Μπλοκ της Αριστεράς και τους «παραδοσιακούς» πορτογάλους Κομμουνιστές.
Μια φασματική παρουσία που πλανιέται πάνω από την Ευρώπη και σταδιακά παίρνει σάρκα και οστά; Ένα συγκυριακό φαινόμενο που αναδείχθηκε μαζί με την κρίση, και μαζί της θα χαθεί; Μια καινούρια πολιτική υπόσχεση ή η επαγγελία ενός αδύνατου μετασχηματισμού; Ό,τι και αν είναι, η ριζοσπαστική αριστερά μοιάζει να κατακτά και πάλι, μετά από δεκαετίες, το πιο πολύτιμο αγαθό: πολιτική ορατότητα και πρωτοβουλία. Όχι τόσο ή όχι μόνο χάρη στις εκλογικές της επιδόσεις, αλλά κυρίως επειδή κατορθώνει να παράγει πολιτικά γεγονότα.

Πολλαπλές κληρονομιές
Οριστική απάντηση στο ερώτημα «τι είναι και τι θέλει η ριζοσπαστική αριστερά;» δεν είναι όμως δυνατό να δοθεί. Όχι μόνο γιατί τα βλέμματα και οι οπτικές γωνίες της ανάλυσης (ή της πολεμικής) είναι τόσα και τόσο διαφορετικά, αλλά πρωτίστως γιατί η ίδια η ριζοσπαστική αριστερά είναι ένα αντιφατικό πολιτικό σχέδιο «in the making», ένας πολιτικός αυτοσχεδιασμός.
Λίγο μετά τις εκλογές του περασμένου Ιανουαρίου, που έφερναν για πρώτη φορά στη διακυβέρνηση της χώρας μας, σχεδόν αυτοδύναμο, ένα αριστερό κόμμα, ο πολιτικός επιστήμονας Φαμπιέν Εσκαλονά υποστήριζε, με αφορμή τον ΣΥΡΙΖΑ και τους Podemos, ότι μπορούμε να ανιχνεύσουμε μια ορισμένη ευρωκομμουνιστική κληρονομιά στους κόλπους της σημερινής ριζοσπαστικής αριστεράς· [1] ένα εγχείρημα προσαρμογής του ιδανικού του κοινωνικού μετασχηματισμού στις νέες συνθήκες, ένα πιο «ανοιχτό» ιδεολογικό και κοινωνιολογικό προφίλ, μια φιλοδοξία δημοκρατικού μετασχηματισμού της εξουσίας. Είναι ορθή αυτή η εκτίμηση;
Εάν ο ευρωκομμουνισμός ήταν μια τελευταία μεγάλη αφήγηση, μια απόπειρα να προσαρμοστεί η αριστερά στις συνθήκες της δυτικής δημοκρατίας και πολύ περισσότερο να διεκδικήσει την κατάκτηση και άσκηση (ή έστω συμμετοχή) της εξουσίας με δημοκρατικά μέσα, αναζητώντας έναν δρόμο ανάμεσα στον υπαρκτό σοσιαλισμό και τη σοσιαλδημοκρατία, τότε πράγματι η σημερινή ριζοσπαστική αριστερά οφείλει πολλά σε αυτή την παράδοση. Το ζήτημα της διακυβέρνησης βρίσκεται πια στην ημερήσια διάταξη, ακόμη και για κόμματα όπως το άλλοτε εξαιρετικά δογματικό ΚΚ Πορτογαλίας, που είναι πια εταίρος σε μια κυβέρνηση με κορμό τους Σοσιαλιστές.
Η εικόνα, ωστόσο, περιπλέκεται στον βαθμό που ο ευρωκομμουνισμός δεν είναι η μοναδική κληρονομιά, αλλά η ριζοσπαστική αριστερά σήμερα εμπνέεται από, ανασυνθέτει εκλεκτικιστικά και διαρκώς αναθεωρεί ένα παλίμψηστο παραδόσεων που όλες ανήκουν στην ιστορική διαδρομή, πρόσφατη και παλαιότερη, της ευρωπαϊκής αριστεράς. Όπως συνέβη και άλλες φορές στο παρελθόν, οι σημερινοί ευρωπαίοι αριστεροί μοιάζουν με εκείνον τον αρχάριο του Μαρξ στη 18η Μπρυμπαίρ, ο οποίος μαθαίνει μια ξένη γλώσσα και τη μεταφράζει πάντα στη μητρική του «και μόνον όταν αρχίσει να χειρίζεται την ξένη γλώσσα χωρίς να θυμάται τη μητρική του, και μάλιστα να ξεχνά τη μητρική του γλώσσα, θα μπορέσει να αφομοιώσει το πνεύμα της καινούριας γλώσσας και να δημιουργήσει σε αυτήν».
Έτσι, η σημερινή ριζοσπαστική αριστερά είναι επίσης κληρονόμος της μελαγχολίας του μεγάλου ηττημένου της Ιστορίας μετά το 1989. Η αποδιάρθρωση και ο καλειδοσκοπικός εν τέλει χαρακτήρας είναι ταυτόχρονα συνέπεια της χαμένης κεντρικότητας του κόμματος και του κομμουνιστικού αφηγήματος ήδη από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Μειονέκτημα και ευκαιρία μαζί: από τη μια, μεγαλύτερη στρατηγική ευελιξία που επιτρέπει μείζονες στρατηγικές μανούβρες (η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ είναι μία από αυτές!),[2] από την άλλη, μια διάχυση διακριτών προοπτικών χωρίς συνοχή. Επιστροφή σε μια κουλτούρα διαμαρτυρίας, μετά την εγκατάλειψη της «κυβερνητικής» στρατηγικής του ’70· άνθιση των πολιτικών ταυτότητας (φεμινισμός, πολυπολιτισμικότητα, δικαιώματα) ως συνέχεια των τάσεων του ’70-’80 για υπέρβαση του μαρξιστικού οικονομισμού και ενσωμάτωση μετα-υλιστικών αιτημάτων∙ αιχμές ριζοσπαστικής δημοκρατίας που αντλούν από τη Νέα Αριστερά.
Η κληρονομιά της σημερινής ριζοσπαστικής αριστεράς είναι εξίσου και ο αντι-εξουσιαστικός κινηματισμός των χρόνων μετά το ’89 (ας θυμηθούμε την επιτυχία του βιβλίου του John Holloway με τον τίτλο-σύνθημα Να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία, στις αρχές του 2000). Είναι επίσης μια πόζα αντι-συστημική, την ίδια στιγμή που η ευρωπαϊκή αριστερά, ήδη από τα ευρωκομμουνιστικά χρόνια, έχει γίνει περισσότερο φιλελεύθερη, μεταρρυθμιστική και φιλοευρωπαϊκή από ποτέ. Και ακόμη, μια διαρκής αμφιθυμία για το ζεύγμα εθνικό-υπερεθνικό, ανάμεσα στην άρνηση της παγκοσμιοποίησης και την πρόταξη μιας ετερο-παγκοσμιοποίησης («Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός»), ανάμεσα στην υπεράσπιση των κοινωνικών διευθετήσεων του σοσιαλδημοκρατικού (εθνικού) κράτους πρόνοιας και την αμήχανη προσπάθεια να διατυπωθούν ιδέες και θεσμοί που να υπερβαίνουν τον εθνο-κρατικό ορίζοντα.

«Η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ επαναστατική»
Αυτή η προκλητική φράση στο μυθιστόρημα του Χόρχε Σεμπρούν Η επιστροφή του Νετσάγιεφ μοιάζει εξαιρετικά επίκαιρη, ιδίως καθώς, από το 2008 και έπειτα, η ριζοσπαστική αριστερά έρχεται όλο και περισσότερο αντιμέτωπη με το ερώτημα της εξουσίας, χωρίς να υπερβαίνει όμως και την καθήλωση των προηγούμενων χρόνων σε μια κινηματική, αντι-συστημική ταυτότητα διαμαρτυρίας. Ερώτημα καθοριστικό· άλλωστε, ολόκληρη η ιστορία της ευρωπαϊκής (κομμουνιστικής, ευρωκομμουνιστικής, μετακομμουνιστικής) αριστεράς είναι και η μακρά ιστορία της μετατόπισης από τη θέση του «παρία», του αντι-συστημικού παίκτη, στη θέση του νομιμοποιημένου «συμμετόχου» της εθνικής πολιτικής ζωής.[3] Υπ’ αυτή την έννοια, σωστά ο Φαμπιέν Εσκαλονά επιστρέφει στην ευρωκομμουνιστική εποχή, διότι ακριβώς τότε τέθηκε εμφατικά το ερώτημα αυτό – και γι’ αυτό αποτελεί σήμερα, κατά τη γνώμη μου, την πιο καθοριστική ανάμεσα στις πολλαπλές κληρονομιές της ριζοσπαστικής αριστεράς. Ερώτημα, όμως, επίσης διττό: από τη μια δίνει συνοχή στον μετα-κομμουνιστικό αστερισμό, από την άλλη γίνεται ο κόμβος γύρω από τον οποίο συναρθρώνονται όλες του οι αντιφάσεις.
Σημείο πρώτο: το κινηματικό ρίζωμα είναι δύναμη μαζί και αδυναμία. Κόμματα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ ή οι Podemos, βρήκαν στην κρίση ένα παράθυρο ευκαιρίας, ώστε να γίνουν το αντηχείο της θερμής κοινωνικής διαμαρτυρίας μέσα από την εφαρμογή μιας κινηματικής τεχνολογίας (που είναι κτήμα της ευρωπαϊκής αριστεράς, είτε σε «παραδοσιακές»-λενινιστικές εκδοχές είτε σε «ρομαντικές»-κινηματικές που κρατούν από το 1968). Η ειδοποιός διαφορά με την «αριστερίστικη» δεκαετία του 2000 ήταν ότι το κίνημα επιχειρήθηκε να διοχετευθεί σε έναρθρους πολιτικούς διαύλους, να εκπροσωπηθεί πολιτικά με ορίζοντα τη διακυβέρνηση. Τρόπον τινά, όπως τα ευρωκομμουνιστικά κόμματα (ακόμη και το εξαιρετικά εχθρικό απέναντι στον Μάη του ’68 γαλλικό ΚΚ) βρήκαν στην ταραχώδη συγκυρία του «παγκόσμιου 1968» πρόσφορο έδαφος για μια «από τα κάτω» αναζωογόνηση και επιχείρησαν να εκτρέψουν το νεφέλωμα της «πολιτισμικής» επανάστασης, ένα κατά βάση αντι-εξουσιαστικό κίνημα, σε πρόγραμμα κυβερνητικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Οι αναλογίες όμως δεν είναι ευθείες. Για τα (ευρω)κομμουνιστικά κόμματα, η ανάμειξη με τις δομές εξουσίας κρατούσε από τη μεταπολεμική περίοδο, ιδίως στο επίπεδο της περιφερειακής διακυβέρνησης, στους κόκκινους δήμους της Ιταλίας και στα banlieues rouges της Γαλλίας. Προϋπέθετε ακόμη μια μακρά διαδικασία προγραμματικών επεξεργασιών, που πλάι στο «partito di lotta e di governo» (κόμμα αγώνα και διακυβέρνησης) διαμόρφωνε ένα «partito programmatico» (προγραμματικό κόμμα). Αυτό είναι στοιχείο που απουσιάζει σήμερα. Η ταχύρρυθμη ανάρρηση στην εξουσία, αλλά και η υποτίμηση της προγραμματικής εργασίας υπέρ της κινηματικής (αντιμνημονιακής, εδώ) ορμής, δεν επέτρεψαν στον ΣΥΡΙΖΑ να εξοπλιστεί προγραμματικά, ώστε να αντιμετωπίσει ένα εχθρικό περιβάλλον τουλάχιστον στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής. Με αποτέλεσμα να χρειαστεί η σύγκρουση με τους δομικούς περιορισμούς του ευρωπαϊκού θεσμικού-πολιτικού πλαισίου, με την «πραγματικότητα», για να αρχίσει να ιχνογραφείται μια προοπτική δίκαιης κατανομής των (αναπόφευκτων) βαρών – που όμως απέχει πολύ ακόμα από την απόπειρα του Μπερλινγκουέρ για μια αριστερόστροφη «δίκαιη λιτότητα» στην Ιταλία της οικονομικής κρίσης του ’70. Ο ΣΥΡΙΖΑ μετεωρίστηκε σε ένα, διαχρονικό στην αριστερή παράδοση, εκκρεμές: ανάμεσα σε μια λογική ευθείας ρήξης (με την ευρωπαϊκή πολιτική λιτότητας) και σε μια λογική που, εν προκειμένω έπειτα από την αποτυχία της ρήξης, αναγνωρίζει την αναγκαιότητα και αναζητά τις δυνατότητες μετατοπίσεων και επιμέρους ρωγμών στο «σύστημα», επιχειρεί να διοχετεύσει την κοινωνική δυναμική σε μια αριστερόστροφη εκδοχή «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων».[4] Ο πειρασμός του βολονταρισμού μοιάζει προς το παρόν να επικρατεί της προγραμματικής προπαρασκευής, όσο και αν, ειδικά σε συνθήκες κρίσης, κανένα πρόβλημα δεν λύνεται με την επίκληση της (μεταφυσικής της) «πολιτικής βούλησης».
Σημείο δεύτερο: η «ανίερη συγκυβέρνηση» [5] με ένα άκρως δεξιό κόμμα, τους ΑΝΕΛ, αποτρέπει τη διαμόρφωση ενός προφίλ εκσυγχρονιστικής δύναμης της κοινωνίας (ενός «party of modernization» [6]), έστω στα πεδία που εκφεύγουν των μνημονιακών δημοσιονομικών καταναγκασμών, και την ανάδειξη μιας προϋπάρχουσας ισχυρής κληρονομιάς που από τα 1970-1980 δίνει έμφαση στα μετα-υλιστικά δικαιώματα, στις μάχες για την ποιότητα ζωής, την ατομικότητα κλπ. Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι ένα από τα μεγάλα γεγονότα που εδραίωσαν την ηγεμονία του PCI στην ιταλική κοινωνία ήταν η μάχη του υπέρ του διαζυγίου (ενάντια και στην πανίσχυρη Καθολική Εκκλησία) το 1974. Ποιες ανάλογες, αλήθεια, μάχες θα μπορούσε να δώσει ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ έχοντας ως προνομιακό εταίρο ένα κόμμα εθνικιστικό, ομοφοβικό, συντηρητικό; [7] Στην ελληνική περίπτωση, αυτές οι αιχμές, μαζί με τη διάκριση αριστερά-δεξιά, υποβαθμίστηκαν στον βωμό της διαιρετικής τομής μνημόνιο-αντιμνημόνιο.

Σημείο τρίτο: μείζον χαρακτηριστικό των κομμάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς είναι σήμερα η υπέρβαση των ταξικών-ριζοσπαστικών εγκλήσεων χάριν της διαμόρφωσης ενός προφίλ εθνικής δύναμης. Εγχείρημα που επαναλήφθηκε από τους ευρωπαίους κομμουνιστές στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη μεταπολεμική περίοδο, όταν επιχειρήθηκε αυτό που ο Marc Lazar έχει ονομάσει «φάλτσο αρραβώνα» της τάξης με το έθνος. Μόνο που σήμερα συνωνυμεί με το «πέρασμα από το προλεταριάτο στο λαό» μέσα από μια «σοσιαλ-λαϊκιστική» ρητορική.[8] Πρωτοποριακό από αυτή την άποψη υπήρξε το ολλανδικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, με σήμα μια κόκκινη ντομάτα που εκτοξεύεται (ενάντια στο «σύστημα»; στο παλαιό πολιτικό κατεστημένο;), όπως εκτοξεύθηκε και το κόμμα στο 16,6% στις εκλογές του 2006. Απόγειο της στρατηγικής αυτής στροφής ήταν και πάλι ο ΣΥΡΙΖΑ, όπου ένας πολιτικά επιχειρησιακός λαϊκισμός έστρωσε τον δρόμο της εξουσίας –αν και σήμερα οι λαϊκιστικές δεσμεύσεις αποδεικνύονται τροχοπέδη για τη δυνατότητα διακυβέρνησης μιας χώρας υπό δημοσιονομική επιτροπεία.
Σημείο τέταρτο: η σημερινή ριζοσπαστική αριστερά, ως συνέπεια μιας καθοριστικής στροφής της ευρωπαϊκής αριστεράς που ξεκίνησε στις αρχές του 1960 και ολοκληρώθηκε μέχρι τα τέλη του 1970, είναι στις μείζονες στρατηγικές της επιλογές αμετάθετα ευρωπαϊστική. Η Ευρώπη και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι οριστικά το «πεδίο της πάλης», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ισχυρές ευρωσκεπτικιστικές τάσεις εντός της. Η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ σε τελευταία ανάλυση να αποδεχθεί και να υποταγεί ακόμη στους καταναγκασμούς του ενωσιακού πλαισίου, στους συντριπτικούς εναντίον του πολιτικούς συσχετισμούς, έδειξε ότι για τη ριζοσπαστική αριστερά δεν είναι βασική επιλογή η υπαναχώρηση σε εθνικούς δρόμους. Άλλωστε, η μοίρα των ίδιων αυτών κομμάτων είναι δεμένη με την ολοκλήρωση, ενώ πλέον το Κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστεράς λειτουργεί πειστικά ως δομή συντονισμού τους σε υπερεθνικό επίπεδο, σαν μια «εξευρωπαϊσμένη» σύγχρονη Διεθνής.
Ωστόσο, από την άλλη, και καθώς η κρίση (αλλά και η διαχείρισή της υπό έναν συντριπτικό δεξιόστροφο συσχετισμό και υπό το φάσμα μιας σκληρής περιοριστικής πολιτικής) φέρνει στην επιφάνεια όλες τις δομικές αδυναμίες της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, πυροδοτούνται ισχυρότατες ευρωσκεπτικιστικές τάσεις με τις οποίες συντονίζεται η ριζοσπαστική αριστερά. Σε ορισμένες περιπτώσεις, εξαιρετικά μειοψηφικές προς το παρόν, αναδύεται και η επίσης υπαρκτή κληρονομιά της κάθετης απόρριψης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στην Ελλάδα, εκφράστηκε αυτοτελώς και με καθαρότητα στην απόσπαση της ΛΑΕ (και σημαντικής μερίδας στελεχών) από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά με απογοητευτικά εκλογικά αποτελέσματα. Απογοητευτικά, καθότι ήταν έξω από τις πλειοψηφικές τάσεις της κοινωνίας. Ένα από τα βασικά συστατικά της επιτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι κατόρθωσε να εκφράσει προνομιακά την εθνική μας αμφιθυμία («ναι στο ευρώ, όχι στις ευρωπαϊκές πολιτικές λιτότητας»), με μεγάλο πολιτικό ρίσκο, αλλά εν τέλει με επιτυχία. Αρκεί, όμως, αυτό για να δικαιώσει τον ισχυρισμό περί «φεντεραλιστικού ευρωσκεπτικισμού» της αριστεράς σήμερα; [9] Η έμφαση θα πρέπει να είναι μάλλον στον ευρωσκεπτικισμό και λιγότερο στο φεντεραλιστικό. Η σημερινή ριζοσπαστική αριστερά αισθάνεται την ίδια αμηχανία που ένιωθε ο Πιέτρο Ινγκράο όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’80 διαπίστωνε με μια κάποια μελαγχολία: «οι δυνάμεις της Αριστεράς μπόρεσαν να κατακτήσουν τη δυνατότητα διαχείρισης του κράτους-έθνους ακριβώς τη στιγμή που τα εργαλεία του τελευταίου αχρηστεύονταν από τις νέες συνθήκες διάταξης στον κόσμο». Και μοιάζει να υπερασπίζεται μοντέλα πολιτικής που ταιριάζουν περισσότερο στα μεταπολεμικά «ένδοξα τριάντα», και λιγότερο, και μάλλον ιμπρεσιονιστικά, να διατυπώνει θέσεις που θα προσομοίαζαν σε έναν αλλοτινό ισχυρό ευρωπαϊκό μεταρρυθμισμό (στη φεντεραλιστική παράδοση του Αλτιέρο Σπινέλι [10]), όπως η συμπλήρωση της νομισματικής από μια οικονομική ενοποίηση, η εμβάθυνση των πολιτικών θεσμών, η μετατροπή της ΕΕ σε ένωση μεταβιβάσεων κ.ο.κ.
Σημείο που οδηγεί σε μια τελευταία παρατήρηση: η ριζοσπαστική αριστερά, από θέσεις είτε κυβέρνησης είτε κινηματικής αντιπολίτευσης, φαίνεται να προασπίζεται θεματικές της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης μιας περασμένης ιστορικής φάσης (1960-1970), ακριβώς επειδή διεκδικεί πολιτικό και κοινωνικό χώρο από μια όλο και πιο αμήχανη σοσιαλδημοκρατία. Πράγματι, η σημερινή κεντρο-αριστερά τείνει να γίνει μάλλον μια δύναμη μετριοπαθής και «φιλελεύθερη», έχοντας αποδεχτεί πλήρως τις αγορές σε βάρος της ρύθμισης, έχοντας εγκαταλείψει τον κεϋνσιανισμό υπέρ της δημοσιονομικής υγείας, την πλήρη απασχόληση υπέρ της ανταγωνιστικότητας, δίνοντας βάρος σε μετα-υλιστικά ταυτοτικά ζητήματα παρά σε μέριμνες για οικονομική ασφάλεια και αναδιανομή.[11] Η ευρωπαϊκή κρίση φανέρωσε αυτή τη μεταλλαγή σε όλο της το εύρος, τόσο στις σοσιαλιστικές κυβερνήσεις που κλήθηκαν εξαρχής να χειριστούν την κρίση (με παταγώδη κατάρρευση, στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ) όσο και στις λίγες περιπτώσεις που η σοσιαλδημοκρατία ηγείται ισχυρών χωρών της ΕΕ (Γαλλία, Ιταλία). Σε αντίστιξη, η ριζοσπαστική αριστερά «υπενθυμίζει» κλασικές σοσιαλδημοκρατικές θεματικές, την ισχυρή στήριξη της κρατικής δράσης με στόχο την πλήρη απασχόληση, την προστασία της εργασίας, και την αναδιανομή, ενώ πιο «περιθωριακές» είναι οι επεξεργασίες που επιχειρούν να συνδυάσουν τις κεϋνσιανές πολιτικές με μια «από τα κάτω» συμμετοχική οπτική.
Αν και σε εθνικό επίπεδο φαίνεται αποδοτική, σε ευρωπαϊκό επίπεδο η στρατηγική αυτή δεν αρκεί. Η δυναμική της ριζοσπαστικής αριστεράς ταυτόχρονα πιέζει τη σοσιαλδημοκρατία, αλλά και ενδέχεται να λειτουργεί ως μοχλός αναζωογόνησής της, επαναφοράς της σε θεματικές πιο κοντινές στην απαράγραπτη διάκριση αριστερά-δεξιά και στο κοινωνικό ρίζωμα. Αντίστροφα, και η ριζοσπαστική αριστερά συνειδητοποιεί, αργά και επίπονα, τα όρια των πολιτικών συσχετισμών στην Ευρώπη, αναγκάζεται να μετατοπίζεται ως προς τον προγραμματικό της λόγο και κυρίως ως προς τις συμμαχίες της –το πρόσφατο «πορτογαλικό» επεισόδιο είναι επ’ αυτού ενδεικτικό. Τα ανοίγματα του Αλ. Τσίπρα στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν είναι άσχετα από μια ορισμένη συνειδητοποίηση ότι η ριζοσπαστική αριστερά, τα κινήματα και η επίκληση των «λαών της Ευρώπης» δεν αρκούν για να επιφέρουν τεκτονικές αλλαγές στην ήπειρο. Είτε η ριζοσπαστική αριστερά κυβερνά χωρίς τους σοσιαλιστές, είτε οι σοσιαλιστές έχουν ανάγκη την κυβερνητική της συνεργασία (η άλλη όψη του «πορτογαλικού επεισοδίου»), η σχέση ανταγωνισμού/συμμαχίας των δύο χώρων έχει αποκτήσει και πάλι ενδιαφέρον. Βαδίζουμε άραγε προς ένα τοπίο ανασύνθεσης μιας «πληθυντικής αριστεράς» σε ευρωπαϊκό επίπεδο; Ας κρατήσουμε το ερώτημα ανοιχτό.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
  1. Fabien Escalona, «Syriza, Podemos et l’héritage “eurocommuniste”», www.mediapart.fr.
  2. Gerassimos Moschonas, «The EU and the Dilemmas of the Radical Left: Some Preliminary Thoughts», Transform! European Journal for Alternative Thinking and Political Dialogue 9, Βρυξέλλες (2011).
  3. Κατά την εύστοχη διατύπωση των Tim Bale και Richard Dunphy, «De parias à participants», στο Jean-Michel De Waele / Daniel-Louis Seiler (επιμ.), Les partis de la gauche anticapitaliste en Europe, Economica, Παρίσι 2012, σ. 32-33.
  4. Αναφορά κοινή άλλοτε και σε «δεξιές» και σε «αριστερές» τάσεις – στο ελληνικό ΚΚΕ εσωτερικού, λ.χ., αντίστοιχα ο Λ. Κύρκος αναζητούσε τον «εκσυγχρονισμό» της ελληνικής κοινωνίας και ο Κ. Φιλίνης έγραφε από τους πρώτους για την ανάγκη «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων»∙ βλ. Κώστας Φιλίνης, «“Εκσυγχρονισμός”, “διαρθρωτικές αλλαγές” και επαναστατικός μετασχηματισμός της κοινωνίας», ΚΟΘΕΠ 25 (Οκτ.-Νοέμ. 1978).
  5. Την έκφραση πρωτοχρησιμοποίησε ο Σταύρος Ζουμπουλάκης για να περιγράψει την αποδοχή του ΛΑΟΣ ως κυβερνητικού εταίρου από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ στην κυβέρνηση Παπαδήμου, στο ομώνυμο βιβλίο του (Πόλις, Αθήνα 2011).
  6. Carl Boggs, The Impasse of European Communism, Westview Press, Κολοράντο 1982.
  7. Επί του πιεστηρίου μάθαμε ότι το σχέδιο νόμου για το Σύμφωνο Συμβίωσης τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση. Πρωτοβουλία σημαντική, εκτός των άλλων και για το προφίλ της παρούσας διακυβέρνησης, ενδεχομένως και για τη συνοχή του κυβερνητικού συνασπισμού –μένει να φανεί.
  8. Luke March / Cas Mudde, «What’s Left of the Radical Left? The European Radical Left After 1989», Comparative European Politics 3/1 (Απρ. 2005).
  9. Βλ. Thilo Janssen, «The Parties of the Left in Europe. A Comparison of their Positions on European Policy leading into the 2014 European Elections», Rosa Luxemburg Stiftung, 2013.
  10. Ο Αλτιέρο Σπινέλι συνέγραψε μαζί με τον συγκρατούμενό του Ernesto Rossi το «Μανιφέστο του Βεντοτένε» όντας εξόριστος από το μουσολινικό καθεστώς στο ομώνυμο νησάκι (Per un’Europa libera e unita / Για μια ελεύθερη και ενωμένη Ευρώπη). Χωρίς να είναι κομμουνιστής, συνεργάστηκε με το PCI και εξελέγη ευρωβουλευτής το 1979. Το 1984, το Ευρωκοινοβούλιο υιοθέτησε την εισήγησή του για μια δημοκρατική εμβάθυνση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, στην κατεύθυνση της ομοσπονδοποίησης, που ωστόσο δεν είχε συνέχεια.
  11. James Cronin / George Ross / James Shoch, «The New World of the Center-Left», στο James Cronin / George Ross / James Schoch (επιμ.), What’s Left of the Left, Duke University Press, Durham-Λονδίνο 2011.

ΠΗΓΗ : Σύγχρονα Θέματα Δεκέμβριος 2015

Οι οικογένειες της Αριστεράς η επιβλητική μελέτη του Ζακ Ζιλιάρ

του Νικόλα Σεβαστάκη

Υπάρχουν βιβλία που χειρίζονται, καλά ή και λιγότερο αποτελεσματικά, το θέμα τους. Ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες αφθονούν πια τα έργα που πραγματεύονται αξιοπρεπώς ένα αντικείμενο, έναν στοχαστή, μια ιδιαίτερη προβληματική. Ευτυχώς όμως επιζεί και μια άλλη κατηγορία μελέτης: το βιβλίο που συμβάλλει αναντίρρητα στη βαθύτερη γνώση ενός φαινομένου κομίζοντας ένα συνολικό βλέμμα.

Τι σημαίνει Αριστερά σήμερα;

του Γιώργου Χ. Σωτηρέλη

Αν θα ήθελε να προσδιορίσει κανείς τι μπορεί να σημαίνει Αριστερά σήμερα, σε μια σύγχρονη ανοιχτή και δημοκρατική κοινωνία, το βέβαιο είναι ότι θα έπρεπε να ξεκινήσει αρνητικά.
Εν πρώτοις, δεν είναι συμβατά με μια τέτοια κοινωνία όλα εκείνα τα κόμματα ή κομματίδια διαμαρτυρίας που εξακολουθούν να αρνούνται τον δημοκρατικό πλουραλισμό και το κράτος δικαίου, να ταυτίζουν τον Μαρξ με τον Στάλιν, να συγχέουν τον σοσιαλισμό με τη «δικτατορία του προλεταριάτου», να εξαντλούν τη μαχητικότητά τους σε ασκήσεις επαναστατικής γυμναστικής, να καλλιεργούν έναν τυφλό και ισοπεδωτικό καταγγελτισμό και να επιδίδονται με πάθος σε άγονους διαγωνισμούς αριστεροσύνης, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο από ένα κράμα των πλέον χαρακτηριστικών παιδικών ασθενειών της Αριστεράς: του χονδροειδούς αριστερισμού, του αφόρητου δογματισμού και του πολιτικού παλαιοημερολογητισμού.