του Νικόλα Σεβαστάκη
Υπάρχει ως γνωστόν μια παλαιά γραμμή κατάκρισης της δημοκρατίας και των δημοκρατικών ατόμων. Στο στόχαστρο βρέθηκε η «υπερβολικά χαλαρή» κατάσταση των κοινωνικών ηθών κι άλλοτε πάλι μια καταστροφική για τις πολιτικές και πνευματικές ιεραρχίες, συνθήκη. Ο Γάλλος ριζοσπάστης φιλόσοφος Ζακ Ρανσιέρ ισχυρίζεται πως από τους πλατωνικούς διαλόγους μέχρι τους σύγχρονους διανοητές που εξοργίζονται με την ασυδοσία των επιθυμιών, το βλέμμα των ελίτ διαμορφώνεται κατά βάση ως μίσος για τη δημοκρατία[1]. Υιοθετώντας διάφορα λεξιλόγια κατάκρισης –διατείνεται ο Ρανσιέρ- οι ελίτ αμφισβητούν τις εμπειρίες και τους τρόπους πρακτικής χειραφέτησης των απλών και καθημερινών ανθρώπων.
Το επιχείρημα είναι, παρόλα αυτά, μια εμφανώς μονόπλευρη και εσφαλμένη κατασκευή. Και είναι λάθος έστω και αν παραδεχτούμε ότι στηρίζεται σε ένα αναντίρρητο δεδομένο: ότι διαχρονικά υφίστανται ποικίλες εκδοχές αντιδημοκρατικού ελιτισμού και ολιγαρχικών εμμονών. Για παράδειγμα μέχρι τον εικοστό αιώνα σε πολλούς σημαντικούς λόγιους και συγγραφείς είναι ευδιάκριτη η επίδραση ενός αφελούς «πολιτικού πλατωνισμού»: η άποψη ότι η αυθεντική πολιτική γνώση προσιδιάζει σε μια μειονότητα αμερόληπτων ειδημόνων οι οποίοι και πρέπει να κυβερνούν δίχως να λογοδοτούν σε συμβατικές κοινοβουλευτικές ή άλλες «περιττές» διαδικασίες.
Ο Φλομπέρ, ο Έλιοτ ή ο Τζορτζ Στάινερ κάτι τέτοιο θα θεωρούσαν λυτρωτικό ως αντίδοτο στη μαζική δημοκρατική κοινοτοπία. Παρόμοιες ιδέες ενδέχεται να επιβιώνουν και τώρα σε διανοούμενους που έχουν κατατρομάξει από την άνοδο των ανορθολογικών και λαϊκιστικών τάσεων στις σύγχρονες κοινωνίες. Υπάρχει πράγματι ένα νήμα που συνδέει την κριτική του πολιτισμού με σχήματα πεφωτισμένης ολιγαρχίας.
Καλό είναι όμως να αποδίδουμε δικαιοσύνη στα φαινόμενα παρατηρώντας και την άλλη πλευρά. Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια γύρω από τη λέξη δημοκρατία εκτυλίχτηκε ένα δράμα ιδεολογικής χρήσης και κατάχρησης. Κάποιοι ταύτισαν αυθαίρετα τη δημοκρατία με τη φαντασίωση της άμεσης ή αδιαμεσολάβητης έκφρασης του λαού και των αναγκών του. Άλλοι πάλι αναφέρονται κατ’ επανάληψη στη λαϊκή κυριαρχία προϋποθέτοντας ότι το περιεχόμενο των εθνικών και λαϊκών δικαίων είναι κάτι διάφανο και προκαθορισμένο. Διαδίδεται εντέλει ένας δημόσιος λόγος στον οποίο ο λαός, η κοινωνία, το έθνος και η δικαιοσύνη φτιάχνουν μια σχεδόν μυστικιστική ενότητα σημαινόντων. Ο λαός μετατρέπεται σε ηθικό υποκείμενο ενώ η αγανάκτηση/ αντίσταση προβιβάζεται σε μοναδική εκδοχή ευαίσθητης κριτικής.
Στον ορίζοντα της νεωτερικής εποχής, όμως, η δημοκρατία οριοθετεί πάντα ένα πεδίο εντάσεων και αμφίβολων εκβάσεων. Δεν είναι μια απλή έννοια αλλά μια σύνθετη εμπειρία: συνδέεται αφενός με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας περιλαμβάνει όμως και τη μέριμνα για τις εγγυήσεις δικαίου, τον πλουραλισμό και την προστασία του ατόμου. Η επέκταση των ελευθεριών και η φροντίδα για μείωση των μεγάλων ανισοτήτων είναι οι δυο ψυχές της δημοκρατικής δυναμικής. Είναι όμως και πηγή πολλών από τις έριδες της ιστορίας της.
Ζούμε όμως μια ρητορική που συγχέει την αγαθότητα των προθέσεων με τις «πολιτικές» μιας περιστασιακής πολιτικής πλειοψηφίας. Και αυτή η ρητορική μαρτυρά περισσότερο επιστροφή σε κακέκτυπα ιακωβινισμού παρά ανανέωση της δημοκρατικής σκέψης. Ο λαϊκίστικος εθνικισμός συνέχει την κυρίαρχη ελληνική ιδεολογία της τρέχουσας περιόδου.
Από την άλλη πλευρά όσοι ταυτίζουν τη δημοκρατία με έναν δογματικό εξισωτισμό και την άρνηση κάθε αυθεντίας προωθούν μια επιπλέον σύγχυση: αντιλαμβάνονται ως δημοκρατική μία πολύ ιδιαίτερη, αναρχική αντίληψη για την κατάργηση κάθε κοινωνικής και διανοητικής ιεραρχίας. Σε αυτή την περίπτωση, η αναφερόμενη «δημοκρατία» δεν έχει βέβαια σχέση με τη φιλελεύθερη δημοκρατία αλλά με τη ρομαντική αναπαράσταση της κοινότητας των ίσων. Έχουμε λοιπόν τη μια ή άλλη εξιδανίκευση της μικρής συνέλευσης η οποία υποθετικά ενσαρκώνει την αγνότητα της δημοκρατικής βούλησης.
Είτε έτσι είτε αλλιώς θα έλεγε κανείς ότι ζούμε την επέκταση του πεδίου των συγχύσεων, για να παραφράσω τον Ουελμπέκ. Ο ριζοσπαστισμός αποδεικνύεται ανίκανος να γειώσει ή να εκλεπτύνει την κριτική στις υπαρκτές παθολογίες των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Αυτή του η αδυναμία τρέπει συχνά τους φορείς του στη νοσταλγία για κάποια απατηλά «καθαρή» δημοκρατία η οποία θα έλυνε με μιας τόσο το κοινωνικό ζήτημα όσο και την κρίση εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς.
Η επιστροφή όμως στη μια ή άλλη μυθικο-εκστατική ιδέα «λαϊκής» δημοκρατίας είναι το τίμημα που πληρώνουμε για δύο εκτροπές των προηγούμενων χρόνων: τόσο για την υψηλόφωνη ηθικολογία της αγανάκτησης που δημιούργησε μορφές τύφλωσης όσο και για την προσφυγή σε μια τεχνοκρατική ατζέντα μεταρρύθμισης η οποία δεν πήρε στα σοβαρά το ζήτημα των ανισοτήτων.
Οι συζητήσεις για τη δημοκρατία θα είχαν πιθανότητες να γεννήσουν αποκρίσεις αν αφήναμε πίσω αυτές τις συμπληρωματικές αυταπάτες…
[1] Ζακ Ρανσιέρ, Το μίσος για τη δημοκρατία. Πολιτική, δημοκρατία, χειραφέτηση, (μετ: Βίκυ Ιακώβου), εκδόσεις Πεδίο, 2010.
ΠΗΓΗ: dimartblog.com
Υπάρχει ως γνωστόν μια παλαιά γραμμή κατάκρισης της δημοκρατίας και των δημοκρατικών ατόμων. Στο στόχαστρο βρέθηκε η «υπερβολικά χαλαρή» κατάσταση των κοινωνικών ηθών κι άλλοτε πάλι μια καταστροφική για τις πολιτικές και πνευματικές ιεραρχίες, συνθήκη. Ο Γάλλος ριζοσπάστης φιλόσοφος Ζακ Ρανσιέρ ισχυρίζεται πως από τους πλατωνικούς διαλόγους μέχρι τους σύγχρονους διανοητές που εξοργίζονται με την ασυδοσία των επιθυμιών, το βλέμμα των ελίτ διαμορφώνεται κατά βάση ως μίσος για τη δημοκρατία[1]. Υιοθετώντας διάφορα λεξιλόγια κατάκρισης –διατείνεται ο Ρανσιέρ- οι ελίτ αμφισβητούν τις εμπειρίες και τους τρόπους πρακτικής χειραφέτησης των απλών και καθημερινών ανθρώπων.
Το επιχείρημα είναι, παρόλα αυτά, μια εμφανώς μονόπλευρη και εσφαλμένη κατασκευή. Και είναι λάθος έστω και αν παραδεχτούμε ότι στηρίζεται σε ένα αναντίρρητο δεδομένο: ότι διαχρονικά υφίστανται ποικίλες εκδοχές αντιδημοκρατικού ελιτισμού και ολιγαρχικών εμμονών. Για παράδειγμα μέχρι τον εικοστό αιώνα σε πολλούς σημαντικούς λόγιους και συγγραφείς είναι ευδιάκριτη η επίδραση ενός αφελούς «πολιτικού πλατωνισμού»: η άποψη ότι η αυθεντική πολιτική γνώση προσιδιάζει σε μια μειονότητα αμερόληπτων ειδημόνων οι οποίοι και πρέπει να κυβερνούν δίχως να λογοδοτούν σε συμβατικές κοινοβουλευτικές ή άλλες «περιττές» διαδικασίες.
Ο Φλομπέρ, ο Έλιοτ ή ο Τζορτζ Στάινερ κάτι τέτοιο θα θεωρούσαν λυτρωτικό ως αντίδοτο στη μαζική δημοκρατική κοινοτοπία. Παρόμοιες ιδέες ενδέχεται να επιβιώνουν και τώρα σε διανοούμενους που έχουν κατατρομάξει από την άνοδο των ανορθολογικών και λαϊκιστικών τάσεων στις σύγχρονες κοινωνίες. Υπάρχει πράγματι ένα νήμα που συνδέει την κριτική του πολιτισμού με σχήματα πεφωτισμένης ολιγαρχίας.
Καλό είναι όμως να αποδίδουμε δικαιοσύνη στα φαινόμενα παρατηρώντας και την άλλη πλευρά. Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια γύρω από τη λέξη δημοκρατία εκτυλίχτηκε ένα δράμα ιδεολογικής χρήσης και κατάχρησης. Κάποιοι ταύτισαν αυθαίρετα τη δημοκρατία με τη φαντασίωση της άμεσης ή αδιαμεσολάβητης έκφρασης του λαού και των αναγκών του. Άλλοι πάλι αναφέρονται κατ’ επανάληψη στη λαϊκή κυριαρχία προϋποθέτοντας ότι το περιεχόμενο των εθνικών και λαϊκών δικαίων είναι κάτι διάφανο και προκαθορισμένο. Διαδίδεται εντέλει ένας δημόσιος λόγος στον οποίο ο λαός, η κοινωνία, το έθνος και η δικαιοσύνη φτιάχνουν μια σχεδόν μυστικιστική ενότητα σημαινόντων. Ο λαός μετατρέπεται σε ηθικό υποκείμενο ενώ η αγανάκτηση/ αντίσταση προβιβάζεται σε μοναδική εκδοχή ευαίσθητης κριτικής.
Στον ορίζοντα της νεωτερικής εποχής, όμως, η δημοκρατία οριοθετεί πάντα ένα πεδίο εντάσεων και αμφίβολων εκβάσεων. Δεν είναι μια απλή έννοια αλλά μια σύνθετη εμπειρία: συνδέεται αφενός με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας περιλαμβάνει όμως και τη μέριμνα για τις εγγυήσεις δικαίου, τον πλουραλισμό και την προστασία του ατόμου. Η επέκταση των ελευθεριών και η φροντίδα για μείωση των μεγάλων ανισοτήτων είναι οι δυο ψυχές της δημοκρατικής δυναμικής. Είναι όμως και πηγή πολλών από τις έριδες της ιστορίας της.
Ζούμε όμως μια ρητορική που συγχέει την αγαθότητα των προθέσεων με τις «πολιτικές» μιας περιστασιακής πολιτικής πλειοψηφίας. Και αυτή η ρητορική μαρτυρά περισσότερο επιστροφή σε κακέκτυπα ιακωβινισμού παρά ανανέωση της δημοκρατικής σκέψης. Ο λαϊκίστικος εθνικισμός συνέχει την κυρίαρχη ελληνική ιδεολογία της τρέχουσας περιόδου.
Από την άλλη πλευρά όσοι ταυτίζουν τη δημοκρατία με έναν δογματικό εξισωτισμό και την άρνηση κάθε αυθεντίας προωθούν μια επιπλέον σύγχυση: αντιλαμβάνονται ως δημοκρατική μία πολύ ιδιαίτερη, αναρχική αντίληψη για την κατάργηση κάθε κοινωνικής και διανοητικής ιεραρχίας. Σε αυτή την περίπτωση, η αναφερόμενη «δημοκρατία» δεν έχει βέβαια σχέση με τη φιλελεύθερη δημοκρατία αλλά με τη ρομαντική αναπαράσταση της κοινότητας των ίσων. Έχουμε λοιπόν τη μια ή άλλη εξιδανίκευση της μικρής συνέλευσης η οποία υποθετικά ενσαρκώνει την αγνότητα της δημοκρατικής βούλησης.
Είτε έτσι είτε αλλιώς θα έλεγε κανείς ότι ζούμε την επέκταση του πεδίου των συγχύσεων, για να παραφράσω τον Ουελμπέκ. Ο ριζοσπαστισμός αποδεικνύεται ανίκανος να γειώσει ή να εκλεπτύνει την κριτική στις υπαρκτές παθολογίες των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Αυτή του η αδυναμία τρέπει συχνά τους φορείς του στη νοσταλγία για κάποια απατηλά «καθαρή» δημοκρατία η οποία θα έλυνε με μιας τόσο το κοινωνικό ζήτημα όσο και την κρίση εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς.
Η επιστροφή όμως στη μια ή άλλη μυθικο-εκστατική ιδέα «λαϊκής» δημοκρατίας είναι το τίμημα που πληρώνουμε για δύο εκτροπές των προηγούμενων χρόνων: τόσο για την υψηλόφωνη ηθικολογία της αγανάκτησης που δημιούργησε μορφές τύφλωσης όσο και για την προσφυγή σε μια τεχνοκρατική ατζέντα μεταρρύθμισης η οποία δεν πήρε στα σοβαρά το ζήτημα των ανισοτήτων.
Οι συζητήσεις για τη δημοκρατία θα είχαν πιθανότητες να γεννήσουν αποκρίσεις αν αφήναμε πίσω αυτές τις συμπληρωματικές αυταπάτες…
[1] Ζακ Ρανσιέρ, Το μίσος για τη δημοκρατία. Πολιτική, δημοκρατία, χειραφέτηση, (μετ: Βίκυ Ιακώβου), εκδόσεις Πεδίο, 2010.
ΠΗΓΗ: dimartblog.com
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου