Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Στο μεταίχμιο Ανατολής-Δύσης. Για το βιβλίο του François Vallejo «Μεταμορφώσεις» (μετάφραση: Γιάννης Στρίγκος)

του 'Ακη Παπαντώνη


«Πού είσαι Αμπντελκρίμ Γιουσέφ; Σήκω πάνω
κι έλα μαζί μου, Αμπντελκρίμ Γιουσέφ!» (σ. 242)
Στη Γαλλία των έντονων φυλετικών ζυμώσεων, των (και) πρόσφατων ταραχών στα μπανλιέ, των αναπάντεχων (;) ποσοστών δημοφιλίας της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν, η έκδοση του πιο πρόσφατου βιβλίου του Μισέλ Ουελμπέκ, «Υποταγή», στο οποίο η Μουσουλμανική Αδελφότητα έχει αναλάβει τις τύχες της χώρας, δεν συνιστά την πρώτη προσπάθεια αποτύπωσης της σύγχρονης πραγματικότητας με επίκεντρο τον εγχώριο μουσουλμανικό πληθυσμό.
Για παράδειγμα, ο ίδιος ο Ουελμπέκ στην «Πλατφόρμα» (Εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2002) «θυσιάζει» την πρωταγωνίστρια του βιβλίου στο πλαίσιο ενός τρομοκρατικού χτυπήματος, ενώ στο ανά χείρας βιβλίο (πρώτη έκδοση, στα γαλλικά, το 2012) του πολλάκις βραβευμένου Φρανσουά Βαλεζό επιχειρείται κάτι αντίστοιχο: μια προσέγγιση στο ολοένα συχνότερο φαινόμενο του προσηλυτισμού στο ριζοσπαστικό παρακλάδι του Ισλάμ.
Στο βιβλίο η πλοκή περιστρέφεται γύρω από την Αλίξ Τεζέ, ετεροθαλή αδελφή του Αλμπάν Ζοζέφ, ή Αμπντελκρίμ Γιουσέφ μετά τον προσηλυτισμό του, συντηρήτρια έργων τέχνης και εξ ανάγκης «σωσίβια λέμβος» του αδελφού της.
Εκείνος είναι υποψήφιος διδάκτορας με ερευνητικό αντικείμενο τη Χημεία, απομακρυσμένος από τους γονείς του –οι οποίοι διατηρούν ταξιδιωτικό γραφείο και είναι ευλαβικά αφιερωμένοι στην εργασία τους–, ενώ ο πρότερος στενός δεσμός με την αδελφή του έχει από καιρό ατονήσει.
Ο συγγραφέας, δε, επιλέγει να προσδώσει στην αφήγηση και στοιχεία αστυνομικής πλοκής: γαλλικές μυστικές υπηρεσίες, ανατροπές, παρακολουθήσεις, ύποπτες παρεμβάσεις «αφ’ υψηλού».
Ομως κάθε πραγματολογικό στοιχείο της πλοκής, όπως αυτά που αναφέρονται πιο πάνω, δεν είναι παρά επιχρίσματα της αφήγησης. Ο Βαλεζό στην πραγματικότητα επιχειρεί κάτι πολύ πιο φιλόδοξο λογοτεχνικά.
Αφ’ ενός, λοιπόν, επιθυμεί να ψηλαφίσει το «γαλλικό τραύμα», όπως αυτό ενδεχομένως ορίζεται από την αδυναμία οργανικής ενσωμάτωσης των μουσουλμάνων και από τη διείσδυση ακροδεξιών, ρατσιστικών ιδεολογιών σε ένα ολοένα μεγαλύτερο μέρος του γαλλικού πληθυσμού.
Αφ’ ετέρου, αποφεύγει να φορτίσει –είτε θετικά είτε αρνητικά– το φαινόμενο της μεταστροφής προς το Ισλάμ. Με θαυμαστή ενάργεια και νηφαλιότητα ο Γάλλος συγγραφέας παραθέτει στοιχεία του φανατισμού που κρύβεται και στις δύο πλευρές, με το να στήνει μια διαρκή διελκυστίνδα μεταξύ αποδοχής-απόρριψης όλων των κλισέ που συνοδεύουν μια τέτοια ιστορία.
Για παράδειγμα, συχνά η άθεη Αλίξ εμφανίζεται πιο φανατική στη συμπεριφορά της από τον «προσηλυτισμένο φανατικό» αδελφό της, ενώ εξίσου συχνά ο αδελφός της αναλώνεται στο να αναπαράγει «στεγνά» υποδείγματα μουσουλμανικού καθοδηγητισμού.
Ο Βαλεζό όμως επιχειρεί και κάτι ακόμα – μια μορφική εμμονή στην αφήγησή του που, τουλάχιστον σε πρώτη ματιά, καθρεφτίζεται και στην ίδια τη θεματική του βιβλίου. Κοντολογίς, ο συγγραφέας αφήνεται σε μια χειμαρρώδη πρωτοπρόσωπη αφήγηση, από την οποία αφαιρεί ακόμα και τυπογραφικές διαφοροποιήσεις που θα επέτρεπαν τη διάκριση φωνών και των αναφορών σε άλλες φωνές από την αφηγήτρια, τη νεαρή Αλίξ.
Ετσι λοιπόν, καθώς η Αλίξ ψάχνει, βρίσκει, ξαναχάνει και ξαναβρίσκει τον αδελφό της, καθώς ξενυχτά κι ανησυχεί, καθώς συζητά ή σιωπά και εργάζεται σαν υπνωτισμένη, καθώς διαλέγεται μαζί του ψύχραιμα ή φωνάζει υστερικά, η δομή της αφήγησης παραμένει μονολιθικά αναλλοίωτη. Κυμαίνεται μεταξύ εσωτερικής, σχεδόν ημερολογιακής, καταγραφής της κάθε ημέρας από την πρωταγωνίστρια και πολυφωνικής μίξης όλων των χαρακτήρων του βιβλίου μέσα από το αφηγηματικό φίλτρο της Αλίξ.
Ωστόσο, και μέσω της καλής (και με λιγοστές αστοχίες) μετάφρασης, αυτή η «δομική» επιλογή του Βαλεζό φορές φορές μπερδεύει τον αναγνώστη ή ίσως τον επαναφέρει σε πιο αργό ρυθμό ανάγνωσης που όμως, σε πολλά σημεία, δεν συμβαδίζει με εκείνον της αφήγησης.
Τέλος, οφείλει κανείς να πιστώσει στον Βαλεζό το ότι καταπιάνεται με ένα ζέον θέμα της καθημερινότητας, χωρίς να καταφεύγει διαρκώς σε «δημοσιογραφικά» κλισέ (χωρίς πάντως να τα αποφεύγει εξ ολοκλήρου) και, κυρίως, χωρίς να οχυρώνεται πίσω είτε από αντι-ισλαμικά είτε από εθνολαϊκιστικά επιχειρήματα.
Μάλιστα, όσο ενδιαφέρον παρουσιάζει η «μεταμόρφωση» του νεαρού Γάλλου επιστήμονα, κοινωνιολογικά και ως ψυχογράφημα, άλλο τόσο ενδιαφέρουσες είναι οι διαρκείς μεταμορφώσεις της αδελφής του – η οποία καλείται να αντιπαρατεθεί στον εαυτό της, ο οποίος εν τέλει αντιπροσωπεύει τον «δυτικό κόσμο» σοκαρισμένο μπροστά στην τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα.
Κι έτσι, με τον τρόπο αυτό, ο συγγραφέας αμφισβητεί το παρόν μοντέλο ειρηνικής συνοίκησης στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού κράτους και προειδοποιεί –γιατί η λογοτεχνία δεν οφείλει να προσφέρει λύσεις, αλλά να υπενθυμίζει ή να ξαναθέτει ερωτήματα– για την ανάγκη μιας διαφορετικής διαχείρισης της έντασης, της Πίστης, της αποδοχή του «άλλου».

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα των Συντακτών

Οι δυο δημοκρατίες

του Νικόλα Σεβαστάκη

Υπάρχει ως γνωστόν μια παλαιά γραμμή κατάκρισης της δημοκρατίας και των δημοκρατικών ατόμων. Στο στόχαστρο βρέθηκε η «υπερβολικά χαλαρή» κατάσταση των κοινωνικών ηθών κι άλλοτε πάλι μια καταστροφική για τις πολιτικές και πνευματικές ιεραρχίες, συνθήκη.  Ο Γάλλος ριζοσπάστης φιλόσοφος Ζακ Ρανσιέρ ισχυρίζεται πως από τους πλατωνικούς διαλόγους μέχρι τους σύγχρονους διανοητές που εξοργίζονται με την ασυδοσία των επιθυμιών, το βλέμμα των ελίτ διαμορφώνεται κατά βάση ως μίσος για τη δημοκρατία[1]. Υιοθετώντας διάφορα λεξιλόγια κατάκρισης –διατείνεται ο Ρανσιέρ- οι ελίτ αμφισβητούν τις εμπειρίες και τους τρόπους πρακτικής χειραφέτησης των απλών και καθημερινών ανθρώπων.
Το επιχείρημα είναι, παρόλα αυτά, μια εμφανώς μονόπλευρη και εσφαλμένη κατασκευή. Και είναι λάθος έστω και αν παραδεχτούμε ότι στηρίζεται σε ένα αναντίρρητο δεδομένο: ότι διαχρονικά υφίστανται ποικίλες εκδοχές αντιδημοκρατικού ελιτισμού και ολιγαρχικών εμμονών. Για παράδειγμα μέχρι τον εικοστό αιώνα σε πολλούς σημαντικούς λόγιους και συγγραφείς είναι ευδιάκριτη η επίδραση ενός αφελούς «πολιτικού πλατωνισμού»: η άποψη ότι η αυθεντική πολιτική γνώση προσιδιάζει σε μια μειονότητα αμερόληπτων ειδημόνων οι οποίοι και πρέπει να κυβερνούν δίχως να λογοδοτούν σε συμβατικές κοινοβουλευτικές ή άλλες «περιττές» διαδικασίες.
Ο Φλομπέρ, ο Έλιοτ ή ο Τζορτζ Στάινερ κάτι τέτοιο θα θεωρούσαν λυτρωτικό ως αντίδοτο στη μαζική δημοκρατική κοινοτοπία. Παρόμοιες ιδέες ενδέχεται να επιβιώνουν και τώρα σε διανοούμενους που έχουν κατατρομάξει από την άνοδο των ανορθολογικών και λαϊκιστικών τάσεων στις σύγχρονες κοινωνίες. Υπάρχει πράγματι ένα  νήμα που συνδέει την κριτική του πολιτισμού με σχήματα πεφωτισμένης ολιγαρχίας.
Καλό είναι όμως να αποδίδουμε δικαιοσύνη στα φαινόμενα παρατηρώντας και την άλλη πλευρά. Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια γύρω από τη λέξη δημοκρατία εκτυλίχτηκε ένα δράμα ιδεολογικής χρήσης και κατάχρησης. Κάποιοι ταύτισαν αυθαίρετα τη δημοκρατία με τη φαντασίωση της άμεσης ή αδιαμεσολάβητης έκφρασης του λαού και των αναγκών του. Άλλοι πάλι αναφέρονται κατ’ επανάληψη στη λαϊκή κυριαρχία προϋποθέτοντας ότι το περιεχόμενο των εθνικών και λαϊκών δικαίων είναι κάτι διάφανο και προκαθορισμένο. Διαδίδεται εντέλει ένας δημόσιος λόγος στον οποίο ο λαός,  η κοινωνία, το έθνος και η δικαιοσύνη φτιάχνουν μια σχεδόν μυστικιστική ενότητα σημαινόντων. Ο λαός μετατρέπεται σε ηθικό υποκείμενο ενώ η αγανάκτηση/ αντίσταση προβιβάζεται σε μοναδική εκδοχή ευαίσθητης κριτικής.
Στον ορίζοντα της νεωτερικής εποχής, όμως, η δημοκρατία οριοθετεί πάντα ένα πεδίο εντάσεων και αμφίβολων εκβάσεων. Δεν είναι μια απλή έννοια αλλά μια σύνθετη εμπειρία: συνδέεται αφενός με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας περιλαμβάνει όμως και τη μέριμνα για τις εγγυήσεις δικαίου, τον πλουραλισμό και την προστασία του ατόμου. Η επέκταση των ελευθεριών και η φροντίδα για μείωση των  μεγάλων ανισοτήτων είναι οι δυο ψυχές της δημοκρατικής δυναμικής. Είναι όμως και πηγή πολλών από τις έριδες της ιστορίας της.
Ζούμε όμως μια ρητορική που συγχέει την αγαθότητα των προθέσεων με τις «πολιτικές» μιας περιστασιακής πολιτικής πλειοψηφίας. Και αυτή η ρητορική μαρτυρά περισσότερο επιστροφή σε κακέκτυπα ιακωβινισμού παρά ανανέωση της δημοκρατικής σκέψης. Ο λαϊκίστικος εθνικισμός συνέχει την κυρίαρχη ελληνική ιδεολογία της τρέχουσας περιόδου.
Από την άλλη πλευρά όσοι ταυτίζουν τη δημοκρατία με έναν δογματικό εξισωτισμό και την άρνηση κάθε αυθεντίας προωθούν μια επιπλέον σύγχυση: αντιλαμβάνονται ως δημοκρατική μία πολύ ιδιαίτερη, αναρχική αντίληψη για την κατάργηση κάθε κοινωνικής και διανοητικής ιεραρχίας. Σε αυτή την περίπτωση, η αναφερόμενη «δημοκρατία» δεν έχει βέβαια σχέση με τη φιλελεύθερη δημοκρατία αλλά με τη ρομαντική αναπαράσταση της κοινότητας των ίσων. Έχουμε λοιπόν τη μια ή άλλη εξιδανίκευση της μικρής συνέλευσης η οποία υποθετικά ενσαρκώνει την αγνότητα της δημοκρατικής βούλησης.
Είτε έτσι είτε αλλιώς θα έλεγε κανείς ότι ζούμε την επέκταση του πεδίου των συγχύσεων, για να παραφράσω τον Ουελμπέκ. Ο ριζοσπαστισμός αποδεικνύεται ανίκανος να γειώσει ή να εκλεπτύνει την κριτική στις υπαρκτές παθολογίες των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Αυτή του η αδυναμία τρέπει συχνά τους φορείς του στη νοσταλγία για κάποια απατηλά «καθαρή» δημοκρατία η οποία θα έλυνε με μιας τόσο το κοινωνικό ζήτημα όσο και την κρίση εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς.
Η επιστροφή όμως στη μια ή άλλη μυθικο-εκστατική ιδέα «λαϊκής» δημοκρατίας είναι το τίμημα που πληρώνουμε για δύο εκτροπές των προηγούμενων χρόνων: τόσο για την υψηλόφωνη ηθικολογία της αγανάκτησης που δημιούργησε μορφές τύφλωσης όσο και για την προσφυγή σε μια τεχνοκρατική ατζέντα μεταρρύθμισης η οποία δεν πήρε στα σοβαρά το ζήτημα των ανισοτήτων.
Οι συζητήσεις για τη δημοκρατία θα είχαν πιθανότητες να γεννήσουν αποκρίσεις αν αφήναμε πίσω αυτές τις συμπληρωματικές αυταπάτες…
[1] Ζακ Ρανσιέρ, Το μίσος για τη δημοκρατία. Πολιτική, δημοκρατία, χειραφέτηση, (μετ: Βίκυ Ιακώβου), εκδόσεις Πεδίο, 2010.

ΠΗΓΗ: dimartblog.com

Σοσιαλδημοκρατία: Έτσι ή αλλιώς;

του Αντώνη Μιχαλάκη
 
Για την σοσιαλδημοκρατία πολλά έχουν γραφτεί και πολλά έχουν λεχθεί και αναλυθεί, γιατί σ' αυτήν ακόμη αναφέρονται πολλοί πολίτες της χώρας μας αλλά και της Ευρώπης. Ένα ακόμη κείμενο με αναφορά σε αυτό το μεγάλο ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα είναι σταγόνα στον ωκεανό. Εντούτοις, υπάρχει πάντα η ανάγκη να εκφραστούν σκέψεις και διαθέσεις, χωρίς κανένα ίχνος καθοδήγησης ή μηδενισμού της ιστορικής διαδρομής.
Αναμφισβήτητα το σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα σκέψης έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εγκαθίδρυση της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ως το πιο αποτελεσματικό πολίτευμα στον δυτικό κόσμο. Με ισχυρούς δεσμούς με το κοινωνικό κράτος και την συλλογική διαβούλευση, ενίσχυσε περαιτέρω την πολιτική ωρίμανση κοινωνιών που ήταν χτυπημένες από τις μεγάλες καταστροφές των ολοκληρωτισμών. Ταυτόχρονα λειτούργησε προωθητικά για την ευημερία των ευρωπαϊκών κοινωνιών και αφού στόχευσε στην υλοποίηση υλιστικών αιτημάτων, προχώρησε στην ικανοποίηση των μεταϋλιστικών αναγκών που δημιουργήθηκαν στη σύγχρονη εποχή. 
Η αναζήτηση στην δεκαετία του '90 ενός οράματος διαφορετικού από το ηγεμονικό ρεύμα του νεοφιλελευθερισμού, ώθησε την σοσιαλδημοκρατία σε μια παράταιρη ώσμωση με οικονομικές πολιτικές που οδηγούσαν σταδιακά στην αποδιάρθρωση του κράτους πρόνοιας και στην αποδόμηση της ιδέας της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η προσπάθεια για επανεγγραφή της αριστερής ευρωπαϊκής ατζέντας κατέληξε πολλές φορές σε απρόσκοπτη υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων οπτικών. Στην σημερινή εποχή είναι σαφές ότι αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί.

Αν θεωρήσουμε ως βασικές αξίες την κοινωνική δικαιοσύνη, την ελευθερία, την ισότητα, την ευρωπαϊκή συμπόρευση, τον οικολογικό μετασχηματισμό, την λογοδοσία, τότε η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία έχει πολύ δρόμο να διανύσει για να ξανααγκαλιάσει όλη αυτή την ιδεολογική χορογραφία. Γίνεται αναγκαία η περιγραφή μιας κοινωνικής Ευρώπης και στην Ελλάδα η περιγραφή μιας ευρωπαϊκής κοινωνίας. Γίνεται αναγκαία η επανασύνδεση με το κοινωνικό γίγνεσθαι και ο επαναπροσδιορισμός των πολιτικών συμμαχιών. Ικανός όρος για την αναζωογόνηση του σοσιαλδημοκρατικού ρεύματος σκέψης είναι η ριζοσπαστικοποίησή του. Όχι φυσικά εκμεταλλευόμενο το λαϊκιστικό momentum αλλά μέσα από ειλικρινή κριτική για τα λάθη και τις παραλείψεις που οδήγησαν σε μια διαπλεκόμενη και ηττημένη σοσιαλδημοκρατία. Αναγκαίος όρος η κοινωνική γείωση. Η αναφορά στο λαϊκό χωρίς ελιτίστικες προθέσεις και χωρίς διάθεση καθοδήγησης. Αλλά συμπορευόμενη με την εμπειρία που δίνει η ιστορία των ευρωπαϊκών λαών.

Στην Ελλάδα τα πολιτικά οχήματα μεταφοράς της σοσιαλδημοκρατίας είναι φθαρμένα. Προφανώς μαζί τους και οι οδηγοί των οχημάτων. Θεωρώντας ότι στόχος για τη χώρα είναι η επιστροφή στην κανονικότητα – όχι με πισωγύρισμα αλλά με βήματα μπροστά – ο επαναπροσδιορισμός των πολιτικών σχεδίων και των συμμαχιών είναι το απαραίτητο πρώτο στάδιο. Και οι πρώτες συγκρούσεις ή ωσμώσεις μπορούν να γίνουν σε αυτό το πεδίο. Ας ειπωθούν λοιπόν τα σχέδια ξεκάθαρα και ειλικρινά.