του 'Ακη Παπαντώνη
«Πού είσαι Αμπντελκρίμ Γιουσέφ; Σήκω πάνω
κι έλα μαζί μου, Αμπντελκρίμ Γιουσέφ!» (σ. 242)
Στη Γαλλία των έντονων φυλετικών ζυμώσεων, των (και) πρόσφατων ταραχών στα μπανλιέ, των αναπάντεχων (;) ποσοστών δημοφιλίας της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν, η έκδοση του πιο πρόσφατου βιβλίου του Μισέλ Ουελμπέκ, «Υποταγή», στο οποίο η Μουσουλμανική Αδελφότητα έχει αναλάβει τις τύχες της χώρας, δεν συνιστά την πρώτη προσπάθεια αποτύπωσης της σύγχρονης πραγματικότητας με επίκεντρο τον εγχώριο μουσουλμανικό πληθυσμό.
Για παράδειγμα, ο ίδιος ο Ουελμπέκ στην «Πλατφόρμα» (Εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2002) «θυσιάζει» την πρωταγωνίστρια του βιβλίου στο πλαίσιο ενός τρομοκρατικού χτυπήματος, ενώ στο ανά χείρας βιβλίο (πρώτη έκδοση, στα γαλλικά, το 2012) του πολλάκις βραβευμένου Φρανσουά Βαλεζό επιχειρείται κάτι αντίστοιχο: μια προσέγγιση στο ολοένα συχνότερο φαινόμενο του προσηλυτισμού στο ριζοσπαστικό παρακλάδι του Ισλάμ.
Στο βιβλίο η πλοκή περιστρέφεται γύρω από την Αλίξ Τεζέ, ετεροθαλή αδελφή του Αλμπάν Ζοζέφ, ή Αμπντελκρίμ Γιουσέφ μετά τον προσηλυτισμό του, συντηρήτρια έργων τέχνης και εξ ανάγκης «σωσίβια λέμβος» του αδελφού της.
Εκείνος είναι υποψήφιος διδάκτορας με ερευνητικό αντικείμενο τη Χημεία, απομακρυσμένος από τους γονείς του –οι οποίοι διατηρούν ταξιδιωτικό γραφείο και είναι ευλαβικά αφιερωμένοι στην εργασία τους–, ενώ ο πρότερος στενός δεσμός με την αδελφή του έχει από καιρό ατονήσει.
Ο συγγραφέας, δε, επιλέγει να προσδώσει στην αφήγηση και στοιχεία αστυνομικής πλοκής: γαλλικές μυστικές υπηρεσίες, ανατροπές, παρακολουθήσεις, ύποπτες παρεμβάσεις «αφ’ υψηλού».
Ομως κάθε πραγματολογικό στοιχείο της πλοκής, όπως αυτά που αναφέρονται πιο πάνω, δεν είναι παρά επιχρίσματα της αφήγησης. Ο Βαλεζό στην πραγματικότητα επιχειρεί κάτι πολύ πιο φιλόδοξο λογοτεχνικά.
Αφ’ ενός, λοιπόν, επιθυμεί να ψηλαφίσει το «γαλλικό τραύμα», όπως αυτό ενδεχομένως ορίζεται από την αδυναμία οργανικής ενσωμάτωσης των μουσουλμάνων και από τη διείσδυση ακροδεξιών, ρατσιστικών ιδεολογιών σε ένα ολοένα μεγαλύτερο μέρος του γαλλικού πληθυσμού.
Αφ’ ετέρου, αποφεύγει να φορτίσει –είτε θετικά είτε αρνητικά– το φαινόμενο της μεταστροφής προς το Ισλάμ. Με θαυμαστή ενάργεια και νηφαλιότητα ο Γάλλος συγγραφέας παραθέτει στοιχεία του φανατισμού που κρύβεται και στις δύο πλευρές, με το να στήνει μια διαρκή διελκυστίνδα μεταξύ αποδοχής-απόρριψης όλων των κλισέ που συνοδεύουν μια τέτοια ιστορία.
Για παράδειγμα, συχνά η άθεη Αλίξ εμφανίζεται πιο φανατική στη συμπεριφορά της από τον «προσηλυτισμένο φανατικό» αδελφό της, ενώ εξίσου συχνά ο αδελφός της αναλώνεται στο να αναπαράγει «στεγνά» υποδείγματα μουσουλμανικού καθοδηγητισμού.
Ο Βαλεζό όμως επιχειρεί και κάτι ακόμα – μια μορφική εμμονή στην αφήγησή του που, τουλάχιστον σε πρώτη ματιά, καθρεφτίζεται και στην ίδια τη θεματική του βιβλίου. Κοντολογίς, ο συγγραφέας αφήνεται σε μια χειμαρρώδη πρωτοπρόσωπη αφήγηση, από την οποία αφαιρεί ακόμα και τυπογραφικές διαφοροποιήσεις που θα επέτρεπαν τη διάκριση φωνών και των αναφορών σε άλλες φωνές από την αφηγήτρια, τη νεαρή Αλίξ.
Ετσι λοιπόν, καθώς η Αλίξ ψάχνει, βρίσκει, ξαναχάνει και ξαναβρίσκει τον αδελφό της, καθώς ξενυχτά κι ανησυχεί, καθώς συζητά ή σιωπά και εργάζεται σαν υπνωτισμένη, καθώς διαλέγεται μαζί του ψύχραιμα ή φωνάζει υστερικά, η δομή της αφήγησης παραμένει μονολιθικά αναλλοίωτη. Κυμαίνεται μεταξύ εσωτερικής, σχεδόν ημερολογιακής, καταγραφής της κάθε ημέρας από την πρωταγωνίστρια και πολυφωνικής μίξης όλων των χαρακτήρων του βιβλίου μέσα από το αφηγηματικό φίλτρο της Αλίξ.
Ωστόσο, και μέσω της καλής (και με λιγοστές αστοχίες) μετάφρασης, αυτή η «δομική» επιλογή του Βαλεζό φορές φορές μπερδεύει τον αναγνώστη ή ίσως τον επαναφέρει σε πιο αργό ρυθμό ανάγνωσης που όμως, σε πολλά σημεία, δεν συμβαδίζει με εκείνον της αφήγησης.
Τέλος, οφείλει κανείς να πιστώσει στον Βαλεζό το ότι καταπιάνεται με ένα ζέον θέμα της καθημερινότητας, χωρίς να καταφεύγει διαρκώς σε «δημοσιογραφικά» κλισέ (χωρίς πάντως να τα αποφεύγει εξ ολοκλήρου) και, κυρίως, χωρίς να οχυρώνεται πίσω είτε από αντι-ισλαμικά είτε από εθνολαϊκιστικά επιχειρήματα.
Μάλιστα, όσο ενδιαφέρον παρουσιάζει η «μεταμόρφωση» του νεαρού Γάλλου επιστήμονα, κοινωνιολογικά και ως ψυχογράφημα, άλλο τόσο ενδιαφέρουσες είναι οι διαρκείς μεταμορφώσεις της αδελφής του – η οποία καλείται να αντιπαρατεθεί στον εαυτό της, ο οποίος εν τέλει αντιπροσωπεύει τον «δυτικό κόσμο» σοκαρισμένο μπροστά στην τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα.
Κι έτσι, με τον τρόπο αυτό, ο συγγραφέας αμφισβητεί το παρόν μοντέλο ειρηνικής συνοίκησης στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού κράτους και προειδοποιεί –γιατί η λογοτεχνία δεν οφείλει να προσφέρει λύσεις, αλλά να υπενθυμίζει ή να ξαναθέτει ερωτήματα– για την ανάγκη μιας διαφορετικής διαχείρισης της έντασης, της Πίστης, της αποδοχή του «άλλου».
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα των Συντακτών
«Πού είσαι Αμπντελκρίμ Γιουσέφ; Σήκω πάνω
κι έλα μαζί μου, Αμπντελκρίμ Γιουσέφ!» (σ. 242)
Στη Γαλλία των έντονων φυλετικών ζυμώσεων, των (και) πρόσφατων ταραχών στα μπανλιέ, των αναπάντεχων (;) ποσοστών δημοφιλίας της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν, η έκδοση του πιο πρόσφατου βιβλίου του Μισέλ Ουελμπέκ, «Υποταγή», στο οποίο η Μουσουλμανική Αδελφότητα έχει αναλάβει τις τύχες της χώρας, δεν συνιστά την πρώτη προσπάθεια αποτύπωσης της σύγχρονης πραγματικότητας με επίκεντρο τον εγχώριο μουσουλμανικό πληθυσμό.
Για παράδειγμα, ο ίδιος ο Ουελμπέκ στην «Πλατφόρμα» (Εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2002) «θυσιάζει» την πρωταγωνίστρια του βιβλίου στο πλαίσιο ενός τρομοκρατικού χτυπήματος, ενώ στο ανά χείρας βιβλίο (πρώτη έκδοση, στα γαλλικά, το 2012) του πολλάκις βραβευμένου Φρανσουά Βαλεζό επιχειρείται κάτι αντίστοιχο: μια προσέγγιση στο ολοένα συχνότερο φαινόμενο του προσηλυτισμού στο ριζοσπαστικό παρακλάδι του Ισλάμ.
Στο βιβλίο η πλοκή περιστρέφεται γύρω από την Αλίξ Τεζέ, ετεροθαλή αδελφή του Αλμπάν Ζοζέφ, ή Αμπντελκρίμ Γιουσέφ μετά τον προσηλυτισμό του, συντηρήτρια έργων τέχνης και εξ ανάγκης «σωσίβια λέμβος» του αδελφού της.
Εκείνος είναι υποψήφιος διδάκτορας με ερευνητικό αντικείμενο τη Χημεία, απομακρυσμένος από τους γονείς του –οι οποίοι διατηρούν ταξιδιωτικό γραφείο και είναι ευλαβικά αφιερωμένοι στην εργασία τους–, ενώ ο πρότερος στενός δεσμός με την αδελφή του έχει από καιρό ατονήσει.
Ο συγγραφέας, δε, επιλέγει να προσδώσει στην αφήγηση και στοιχεία αστυνομικής πλοκής: γαλλικές μυστικές υπηρεσίες, ανατροπές, παρακολουθήσεις, ύποπτες παρεμβάσεις «αφ’ υψηλού».
Ομως κάθε πραγματολογικό στοιχείο της πλοκής, όπως αυτά που αναφέρονται πιο πάνω, δεν είναι παρά επιχρίσματα της αφήγησης. Ο Βαλεζό στην πραγματικότητα επιχειρεί κάτι πολύ πιο φιλόδοξο λογοτεχνικά.
Αφ’ ενός, λοιπόν, επιθυμεί να ψηλαφίσει το «γαλλικό τραύμα», όπως αυτό ενδεχομένως ορίζεται από την αδυναμία οργανικής ενσωμάτωσης των μουσουλμάνων και από τη διείσδυση ακροδεξιών, ρατσιστικών ιδεολογιών σε ένα ολοένα μεγαλύτερο μέρος του γαλλικού πληθυσμού.
Αφ’ ετέρου, αποφεύγει να φορτίσει –είτε θετικά είτε αρνητικά– το φαινόμενο της μεταστροφής προς το Ισλάμ. Με θαυμαστή ενάργεια και νηφαλιότητα ο Γάλλος συγγραφέας παραθέτει στοιχεία του φανατισμού που κρύβεται και στις δύο πλευρές, με το να στήνει μια διαρκή διελκυστίνδα μεταξύ αποδοχής-απόρριψης όλων των κλισέ που συνοδεύουν μια τέτοια ιστορία.
Για παράδειγμα, συχνά η άθεη Αλίξ εμφανίζεται πιο φανατική στη συμπεριφορά της από τον «προσηλυτισμένο φανατικό» αδελφό της, ενώ εξίσου συχνά ο αδελφός της αναλώνεται στο να αναπαράγει «στεγνά» υποδείγματα μουσουλμανικού καθοδηγητισμού.
Ο Βαλεζό όμως επιχειρεί και κάτι ακόμα – μια μορφική εμμονή στην αφήγησή του που, τουλάχιστον σε πρώτη ματιά, καθρεφτίζεται και στην ίδια τη θεματική του βιβλίου. Κοντολογίς, ο συγγραφέας αφήνεται σε μια χειμαρρώδη πρωτοπρόσωπη αφήγηση, από την οποία αφαιρεί ακόμα και τυπογραφικές διαφοροποιήσεις που θα επέτρεπαν τη διάκριση φωνών και των αναφορών σε άλλες φωνές από την αφηγήτρια, τη νεαρή Αλίξ.
Ετσι λοιπόν, καθώς η Αλίξ ψάχνει, βρίσκει, ξαναχάνει και ξαναβρίσκει τον αδελφό της, καθώς ξενυχτά κι ανησυχεί, καθώς συζητά ή σιωπά και εργάζεται σαν υπνωτισμένη, καθώς διαλέγεται μαζί του ψύχραιμα ή φωνάζει υστερικά, η δομή της αφήγησης παραμένει μονολιθικά αναλλοίωτη. Κυμαίνεται μεταξύ εσωτερικής, σχεδόν ημερολογιακής, καταγραφής της κάθε ημέρας από την πρωταγωνίστρια και πολυφωνικής μίξης όλων των χαρακτήρων του βιβλίου μέσα από το αφηγηματικό φίλτρο της Αλίξ.
Ωστόσο, και μέσω της καλής (και με λιγοστές αστοχίες) μετάφρασης, αυτή η «δομική» επιλογή του Βαλεζό φορές φορές μπερδεύει τον αναγνώστη ή ίσως τον επαναφέρει σε πιο αργό ρυθμό ανάγνωσης που όμως, σε πολλά σημεία, δεν συμβαδίζει με εκείνον της αφήγησης.
Τέλος, οφείλει κανείς να πιστώσει στον Βαλεζό το ότι καταπιάνεται με ένα ζέον θέμα της καθημερινότητας, χωρίς να καταφεύγει διαρκώς σε «δημοσιογραφικά» κλισέ (χωρίς πάντως να τα αποφεύγει εξ ολοκλήρου) και, κυρίως, χωρίς να οχυρώνεται πίσω είτε από αντι-ισλαμικά είτε από εθνολαϊκιστικά επιχειρήματα.
Μάλιστα, όσο ενδιαφέρον παρουσιάζει η «μεταμόρφωση» του νεαρού Γάλλου επιστήμονα, κοινωνιολογικά και ως ψυχογράφημα, άλλο τόσο ενδιαφέρουσες είναι οι διαρκείς μεταμορφώσεις της αδελφής του – η οποία καλείται να αντιπαρατεθεί στον εαυτό της, ο οποίος εν τέλει αντιπροσωπεύει τον «δυτικό κόσμο» σοκαρισμένο μπροστά στην τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα.
Κι έτσι, με τον τρόπο αυτό, ο συγγραφέας αμφισβητεί το παρόν μοντέλο ειρηνικής συνοίκησης στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού κράτους και προειδοποιεί –γιατί η λογοτεχνία δεν οφείλει να προσφέρει λύσεις, αλλά να υπενθυμίζει ή να ξαναθέτει ερωτήματα– για την ανάγκη μιας διαφορετικής διαχείρισης της έντασης, της Πίστης, της αποδοχή του «άλλου».
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα των Συντακτών